Παράλληλα με τη συζήτηση για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Θανάσης Κοντογεώργης αναφέρθηκε -σε συνεντεύξεις του στο δημοτικό ραδιόφωνο «Αθήνα 9,84» και την τηλεόραση της Ναυτεμπορικής- σε όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, μία προς μία, της κυβέρνησης κατά το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Ξεκινώντας από το θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και «όσο εξελίσσεται η συζήτηση και σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, νομίζω ότι φωτίζονται πτυχές που αναδεικνύουν και τη σκοπιμότητα της παρέμβασης […] η συζήτηση είναι πολύ γόνιμη», ανέφερε εισαγωγικώς ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ.
Ενώ ερωτηθείς, αμέσως μετά, γιατί η κυβέρνηση δεν προέκρινε τη διευθέτηση του προβλήματος μέσω της υφιστάμενης νομοθεσίας τού συμφώνου συμβίωσης, εξήγησε ότι, «διατηρώντας μια αρνητική διάκριση και θέτοντας κάποιες προσαρμογές είτε στο σύμφωνο είτε με κάποιο άλλο τρόπο, αναιρείται και η ουσία και η φιλοσοφία της παρέμβασης- ειδικά όταν θέλουμε να οικοδομήσουμε πάνω στις αρχές της ισότητας, τη λειτουργία της δημοκρατίας και της κοινωνίας» και επισήμανε: «Η προσοχή όλων μας, ακόμη και εκείνων που μπορεί να έχουν αντιρρήσεις -και προκύπτει και από το διάλογο- έχει να κάνει κυρίως με την προστασία των συμφερόντων των παιδιών».
Σε ερώτημα για ενδεχόμενο πολιτικό κόστος για το κυβερνών κόμμα, απάντησε ότι «ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει πολλές φορές ότι δεν το μετράει. Ακούει, βέβαια, την αντιπολίτευση και τις απόψεις της κοινωνίας. Μετράει όμως και πάνω σε ποιες αρχές πρέπει να δομήσουμε την κοινωνία μας και τη λειτουργία της δημοκρατίας».
Εν τέλει, συνέχισε, «εμάς μας ενδιαφέρει η υπερψήφιση (του νομοσχεδίου) και, όσο τοποθετούνται και τα κόμματα -με καθυστέρηση;, με κάποιες γκρίζες ζώνες, τουλάχιστον τοποθετούνται- δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη υπερψήφιση του νομοσχεδίου. Επομένως, εμείς θα συνεχίσουμε με τα επιχειρήματά μας σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου, και αργότερα όταν έλθει στο Υπουργικό Συμβούλιο, και μετά όταν πάρει το δρόμο για τη Βουλή».
Ειδικότερα για την απαίτηση του Μεγάρου Μαξίμου από τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου στο θέμα της ψηφοφορίας του επίμαχου νομοσχεδίου, σημείωσε ότι «αυτά είναι αποφάσεις του πρωθυπουργού, ο οποίος έχει πει κάτι απολύτως λογικό και εύλογο: ότι όσοι συμμετέχουμε στο Υπουργικό Συμβούλιο και συναποφασίζουμε, έχουμε μια μεγαλύτερη υποχρέωση στήριξης των κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Με τις αντιρρήσεις που μπορεί να υπάρχουν, τις ενστάσεις, αυτό γίνεται σε κάθε Υπουργικό, αλλά στο τέλος κάπου καταλήγουμε».
Κληθείς να σχολιάσει τις απόψεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και για την αποχή, επανέλαβε ότι είναι «γνωστές οι απόψεις του». Εξ άλλου, συμπλήρωσε, «όλοι οι βουλευτές της κυβέρνησης με τη θετική κριτική τους βοηθούν στο να φωτισθούν τα ζητήματα». Και, «συν τω χρόνω θα δούμε ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη συναποδοχή, επομένως καλοδεχούμενη η κριτική», συμπέρανε.
Ερωτηθείς γιατί η κυβέρνηση φέρνει τώρα το εν λόγω νομοσχέδιο, επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι «ο πρωθυπουργός έλαβε μια συγκεκριμένη εντολή για κάποια θέματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Ένα από αυτά ήταν η υλοποίηση της στρατηγικής για τους ΛΟΑΤΚΙ, επομένως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο σε όλα τα πεδία», τα οποία, σύμφωνα με τον Θ. Κοντογεώργη, είναι η Δικαιοσύνη, η δημόσια υγεία, η ασφάλεια, η συμπερίληψη και η κοινωνική ένταξη.
Στο θέμα της ασφάλειας αναγνώρισε ότι είναι «λογικό να υπάρχουν ανησυχίες», παραπέμποντας στο οργανωμένο έγκλημα και τη βία ανηλίκων. Ωστόσο, «το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση θα ξεδιπλώσει πρωτοβουλίες», προανήγγειλε και προσέθεσε: «Οι αλλαγές στην ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας και της πολιτικής ηγεσίας κινούνται στην κατεύθυνση να τονωθεί το αίσθημα ασφάλειας και να υπάρχουν αποτελέσματα. Στις πολιτικές σε σχέση με την αστυνόμευση και τα τεχνικά μέσα (κάμερες κ.ά.) προχωρούμε με γοργό ρυθμό».
Για τον τομέα της δημόσιας υγείας, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ παρέθεσε τις «πρώτες προσπάθειες» για την αναδιοργάνωση του ΕΚΑΒ. Επίσης, από 1ης Φεβρουαρίου θα λειτουργήσει η ενιαία λίστα για τα χειρουργεία -«έχει γίνει εντατική δουλειά σε αυτό το κομμάτι». Επιπλέον, «έρχεται ο νέος χάρτης της υγείας», με αλλαγές στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Ενώ, συγχρόνως, «προσπαθούμε και με το νέο μισθολόγιο αλλά και με ειδικές παρεμβάσεις στο μισθολόγιο των γιατρών, να κρατήσουμε τους γιατρούς μας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας». Εξ άλλου, εξήγησε, «το περίσσευμα της ανάπτυξης προσπαθούμε να το κατευθύνουμε σε τομείς που διαχρονικά υστερούσαν στη χρηματοδότηση. Γι’ αυτό υπήρξε αύξηση προϋπολογισμού για τα νοσοκομεία της χώρας».
Ξεδιπλώνοντας δε, το σύνολο του νομοθετικού έργου του επόμενου διαστήματος, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ εστίασε στα νομοσχέδια που έχουν συζητηθεί στο πλαίσιο του Υπουργικού Συμβουλίου. Ένα από αυτά είναι εκείνο για τα μη κερδοσκοπικά, μη κρατικά πανεπιστήμια και το επόμενο διάστημα το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα τεθεί σε διαβούλευση, προανήγγειλε επίσης.
Υπάρχει, ακόμη, το νέο πλαίσιο για την αυθαίρετη δόμηση, την εκτός σχεδίου δόμηση, τον αιγιαλό. Επίσης, ο νέος δικαστικός χάρτης -«μια σημαντική μεταρρύθμιση που εξορθολογίζει ανθρώπινους και υλικούς πόρους για τη Δικαιοσύνη, προκειμένου να έχουμε επιτάχυνση». Και οι νέοι ποινικοί κώδικες, που «αφορούν κυρίως στην έκτιση των ποινών και την επίσπευση στην απονομή της δικαιοσύνης».
Εν κατακλείδι, «όλα αυτά το α’ τρίμηνο του 2024 θα τα δούμε να υλοποιούνται και να έρχονται στη Βουλή. Η κυβέρνηση συνεχίζει τη δουλειά της. Ναι, δίνουμε μεγάλη σημασία στα θέματα συμπερίληψης και κοινωνικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, έχουμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, με θέματα που απασχολούν ίσως περισσότερο την καθημερινότητα των πολιτών και βλέπουν εκεί τη διαφορά, δεν μένει τίποτε πίσω».
Σε άλλο σημείο αναφέρθηκε στις πολιτικές για την αντιμετώπιση δημογραφικού προβλήματος, με έμφαση στο θέμα της στέγης.
Για την ακρίβεια, «υπάρχει μια επιμονή και από τον πρωθυπουργό και από το αρμόδιο Υπουργείο για την καταπολέμηση του φαινομένου, που σε μεγάλο βαθμό είναι εξωγενές, όχι μόνο αλλά κυρίως […] αναδεικνύονται και διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς και σε αυτά ερχόμαστε να παρέμβουμε». Σε κάθε περίπτωση, κατέληξε, η συνέργεια από πιο υποψιασμένους καταναλωτές θα φέρει αποτελέσματα.
Επανέλαβε, τέλος, ότι η ενίσχυση του εισοδήματος είναι κεντρική κυβερνητική πολιτική στην αντιμετώπιση της ακρίβειας και «ως προς το μέσο εισόδημα αυτά τα τέσσερα χρόνια υπάρχει αύξηση». Και, έκλεισε υπογραμμίζοντας τη στρατηγική της κυβέρνησης, όπως είπε, με ταυτόχρονη διαφύλαξη του σταθερού δημοσιονομικού περιβάλλοντος και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Ν. Παπ.