Ψηφοφορία άμεσα σχετικά με την πρόταση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Στέφανου Κασσελάκη, για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με το ζήτημα των διαγραφών των τεσσάρων στελεχών ζητά η πλευρά τής Έφης Αχτσιόγλου.
Σε κείμενο, που δημοσιοποιήθηκε πριν από την έναρξη της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής, αναφέρεται ότι «το διάγγελμα για διαγραφές μέσω δημοψηφίσματος ξεπέρασε οποιοδήποτε όριο δημοκρατικής λειτουργίας» και πως «η πρόταση αυτή και το πολιτικό προσωπικό που την εμπνεύστηκε και την υποστηρίζει οφείλουν να αποδοκιμαστούν από το σύνολο των μελών και των κομματικών οργάνων». «Αποτελεί το ακρότατο όριο της λογικής του αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου μέσα στο κόμμα, το οποίο ο ίδιος του ο Πρόεδρος χαρακτηρίζει “άρρωστο”», σημειώνεται και προστίθεται ότι «μπροστά στην αδυναμία να παράξουν πολιτικό περιεχόμενο επενδύουν στον διχασμό και τελικά τη διάλυση».
Αναλυτικά το κείμενο:
«Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση διάλυσης
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ βρίσκεται σε μια, πρωτοφανή στην ιστορία του, πολιτική, ιδεολογική και θεσμική κρίση. Κρίση που έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά διάλυσης. Μετά τη διπλή ήττα των βουλευτικών εκλογών Μαΐου/Ιουνίου, τη διαδικασία για την προεδρική εκλογή και την περαιτέρω απομείωση των δυνάμεων μας στις αυτοδιοικητικές εκλογές, το κόμμα μας συνεχίζει να ακολουθεί ένα καθοδικό σπιράλ εσωστρέφειας που απειλεί όχι μόνο τη συνοχή, αλλά την ίδια την υπόστασή του. Οι μεγάλες προσδοκίες των σαρωτικών αλλαγών και της εντυπωσιακής ανάκαμψης που είχε καλλιεργήσει ο σημερινός Πρόεδρος του κόμματος, δεν επιβεβαιώθηκαν στην πραγματική ζωή.
Το διάγγελμα για διαγραφές μέσω δημοψηφίσματος ξεπέρασε οποιοδήποτε όριο δημοκρατικής λειτουργίας. Η πρόταση αυτή και το πολιτικό προσωπικό που την εμπνεύστηκε και την υποστηρίζει οφείλουν να αποδοκιμαστούν από το σύνολο των μελών και των κομματικών οργάνων. Αποτελεί το ακρότατο όριο της λογικής του αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου μέσα στο κόμμα, το οποίο ο ίδιος του ο Πρόεδρος χαρακτηρίζει “άρρωστο”. Μπροστά στην αδυναμία να παράξουν πολιτικό περιεχόμενο επενδύουν στον διχασμό και τελικά τη διάλυση.
Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν σχετίζεται απλά με τις δοκιμασίες ενός κόμματος. Είναι μια κρίση που αφορά ευθέως τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτικού συστήματος και την ελληνική κοινωνία. Από τη μια έχουμε μια Δεξιά κυβέρνηση που δίχως φραγμούς προωθεί μια πολιτική διεύρυνσης των ανισοτήτων, απαξίωσης και απορρύθμισης της εργασίας, επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, καταρράκωσης της δημοκρατίας και των θεσμικών δικλείδων ασφαλείας ενώ επιδεικνύει πλήρη αδυναμία στην αντιμετώπιση των κρίσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Και από την άλλη, έχουμε μια αξιωματική αντιπολίτευση στα όρια της ρευστοποίησης. Η εικόνα αυτή επιτρέπει -και αυτό είναι το κύριο που πρέπει να μας απασχολήσει- στη Δεξιά να θέτει την ατζέντα της και να κυριαρχεί ιδεολογικά και πολιτικά δίχως πραγματικό αντίλογο.
Η πολιτική στο τιμόνι: μόνη απάντηση απέναντι στη συνολική απαξίωση
Αυτήν τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους για την ερμηνεία της κρίσης στην οποία βρίσκεται και να αναζητήσει μέσω αυτής την ανάλογη διέξοδο. Πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές επιλογές.
Η πρώτη είναι αυτή που συγκροτεί την ηγετική ομάδα γύρω από τον Πρόεδρο του κόμματος και συνοψίζεται στη συνωμοσιολογική θεωρία του εσωτερικού εχθρού: οι σκοτεινοί υπονομευτές δεν επιτρέπουν στο κόμμα να υλοποιήσει την πολιτική του. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι πρόβλημα στρατηγικής, φυσιογνωμίας και προγράμματος, δεν είναι πρόβλημα πολιτικό και ιδεολογικό αλλά συνοψίζεται στην υπονομευτική πρακτική όσων ασκούν κριτική στη σημερινή ηγεσία.
Όλα αυτά οδηγούν σε μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από ένα ανοιχτό και πληθυντικό κόμμα της σύγχρονης αριστεράς σε έναν υβριδικό πολιτικό φορέα που από τη μια θα καταφεύγει σε επικλήσεις του αντι-συστημισμού και από την άλλη θα είναι απόλυτα αδύναμο να αμφισβητήσει βασικές συστημικές οικονομικές και πολιτικές επιλογές. Σε έναν φορέα που θα βουλιάζει στην απαξίωση και τη χλεύη.
Η άλλη επιλογή είναι με νηφαλιότητα, σοβαρότητα και αυτοκριτική να συζητήσουμε για τα αίτια των τελευταίων αρνητικών αποτελεσμάτων. Προφανώς αυτή η συζήτηση οφείλει να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι στις δομικές αδυναμίες που είχε το εγχείρημά μας σε όλη τη διάρκειά του, όπως την αδυναμία μας στους μαζικούς χώρους. Προφανώς οφείλουμε αυτοκριτικά να δούμε και την περίοδο του 19-23 που μας οδήγησε στη βαριά ήττα και στη σημερινή κρίση. Αλλά με όρους πολιτικούς και όχι ενός αυταρχικού βοναπαρατισμού που κυνηγάει εσωτερικούς εχθρούς για να κρύψει τη δική του γύμνια. Δεν μπορούμε όμως σε καμία περίπτωση να ανεχτούμε να γίνει αυτός ο απολογισμός με ηγεμονική την αντι-ΣΥΡΙΖΑ αφήγηση που αναπαράγει ο σημερινός πρόεδρος και η ηγετική του ομάδα. Μία συζήτηση που ακυρώνει όσα πετύχαμε ως κυβέρνηση το 15-19 και ακυρώνει το σύνολο του κόμματος και του πολιτικού προσωπικού που με αυταπάρνηση έδωσε αυτήν τη μάχη.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην κοινωνία χαμηλών προσδοκιών ως ένα από τα βασικά στοιχεία για την επικράτηση των συντηρητικών δυνάμεων. Αυτήν τη στιγμή όμως αντιμετωπίζουμε ένα ακόμα βαθύτερο πρόβλημα αφού ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει μετατραπεί σε ένα “κόμμα χαμηλών προσδοκιών”. Από τον στόχο της προοδευτικής διακυβέρνησης έχουμε εγκλωβιστεί στη μάχη για τη δεύτερη θέση σε ένα πολιτικό σύστημα “1,5 κόμματος”. Η ρίζα αυτού του αδιεξόδου βρίσκεται στο πολιτικό περιεχόμενο, στην ουσία της πολιτικής και στην αδυναμία μας να συγκροτήσουμε με όρους αξιοπιστίας τη φιλοδοξία και ένα ρεύμα κοινωνικής αλλαγή. Όσο η νέα ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα αρνείται να αναγνωρίσει τα παραπάνω και θα συνεχίζει το κυνήγι μαγισσών κλειδώνει το κόμμα σε έναν μονόδρομο διάλυσης.
Ώρα για αλλαγή πορείας
Το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι πώς ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα ηγηθεί ενός πλειοψηφικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία.
Αν υπάρχει ένας δρόμος για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων αυτός περνάει μέσα από μία σύγχρονη πολιτική πρόταση. Βασικός άξονας αυτής της πρότασης παραμένει το κοινωνικό ζήτημα. Σε πρώτο πλάνο οφείλουμε να θέσουμε την εργασία αλλά και την πρόσβαση στα αγαθά εκείνα που συγκροτούν την ίδια την έννοια του πολίτη: την εκπαίδευση, την υγεία, τη στέγαση. Όχι με έναν λόγο “υπεράσπισης” κεκτημένων που χάνονται. Περισσότερο με ένα σχέδιο συνολικής επαναθεμελίωσης ενός καθολικού δικαιώματος το οποίο ακόμα και τις μέρες της οικονομικής ανάπτυξης δεν υπήρξε.
Το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη σήμερα είναι άρρηκτα δεμένο με το αίτημα για κλιματική δικαιοσύνη. Το αίτημα για κλιματική δικαιοσύνη και ενεργειακή δημοκρατία, για έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης τελικά του ίδιου του παραγωγικού μοντέλου είναι αίτημα για την ίδια τη ζωή. Όλα αυτά σημαίνουν και έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο για το κράτος, έναν κεντρικό σχεδιαστικό και αναπτυξιακό ρόλο με ουσιαστικά στοιχεία δημοκρατικής συμμετοχής.
Το τρίτο πεδίο είναι αυτό της Δημοκρατίας. Είτε αναφερόμαστε σε ζητήματα του κράτους δικαίου όπως οι υποκλοπές είτε σε ζητήματα αντιμετώπισης της ανόδου της άκρας δεξιάς ακόμα και νεοναζιστικών δυνάμεων και της χυδαίας εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού ζητήματος από την κυβέρνηση της ΝΔ βλέπουμε μια μετατόπιση διαρκώς προς τη συντηρητική δεξιά κατεύθυνση. Η Δημοκρατία, η μάχη για ένα καθολικό κράτος δικαίου, ο αντιφασισμός και το μέτωπο με την άκρα δεξιά, τα έμφυλα ζητήματα δεν αποτελούν δευτερεύοντα πολιτικά μέτωπα.
Μόνο με αυτόν τον δρόμο μπορούμε ξανά να εμπνεύσουμε και να κερδίσουμε τη μάχη της συμμετοχής. Η αύξηση των ποσοστών της αποχής είναι ένας ισχυρός δείκτης για τα όρια της αρχιτεκτονικής του σημερινού πολιτικού συστήματος. Το “εκτός” διαρκώς μεγαλώνει στερώντας πόρους και δυνατότητες για ένα προοδευτικό αριστερό σχέδιο. Χωρίς την κοινωνική κινητοποίηση κανένα προοδευτικό και αριστερό σχέδιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε τους πολιτικούς συσχετισμούς τη στιγμή που διατύπωσε μια μεγάλη ιδέα σε μια συνθήκη κρίσης και χαμηλών προσδοκιών: η αριστερά στην εξουσία. Για να απαντήσουμε στη Δεξιά ηγεμονία, πρέπει να αντιτάξουμε ένα συνολικό αξιακό και ιδεολογικό μοντέλο που θα έρχεται σε σύγκρουση με αυτές. Για να εμπνεύσουμε ξανά την ελληνική κοινωνία, πρέπει να έχουμε εμείς ένα συνεκτικό αφήγημα για το πώς φανταζόμαστε τη χώρα αυτή στο μέλλον. Για να είναι χρήσιμος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να αλλάξει πορεία και να βάλει μπροστά το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας: το πώς η κοινωνία θα εκμεταλλευτεί προς όφελός της τις μεγάλες, συγκλονιστικές, δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά της. Το πώς ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα με δημοκρατία και ελευθερία δεν θα είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά υλική πράξη στο σήμερα.
Στόχος μας μπορεί και πρέπει να παραμείνει η φιλοδοξία να αλλάξουμε τον κόσμο σε χρόνο ενεστώτα και άρα οι στρατηγικές και τακτικές κινήσεις που θα μπορούν να συγκροτούν προοδευτικές πλειοψηφίες. Η ανάληψη της διακυβέρνησης ανέδειξε τη δύναμη που μπορεί να έχει ένα αριστερό και προοδευτικό ρεύμα όταν δεν κρύβεται από τις δυσκολίες αλλά αναλαμβάνει την ευθύνη της αλλαγής.
Σεβασμός στην ιστορία μας, σεβασμός στους αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες
Η κρίση εμπιστοσύνης έχει οξυνθεί ακόμα περισσότερο από τις πολιτικές επιλογές της νέας ηγετικής ομάδας και τις προσωπικές τοποθετήσεις του προέδρου που συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ενώ συχνές είναι και οι παραβιάσεις του καταστατικού.
Πώς μπορείς να πείσεις ότι αγωνίζεσαι για το κράτος δικαίου και την τήρηση των κανόνων της δημοκρατίας όταν δεν τη σέβεσαι μέσα στον ίδιο σου τον πολιτικό χώρο; Η λογική “αποφασίζουμε και διατάζουμε” είναι ξένη για την κοινωνία που αγωνιζόμαστε. Τα όρια ξεπεράστηκαν. Οφείλουμε συλλογικά να θέσουμε ένα τέλος στον κατήφορο».
ΦΩΤΟ ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ