«Το ΚΚΕ μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής για τα Τέμπη και παρά τις δυσκολίες και τα προσκόμματα που έθεσε η κυβερνητική πλειοψηφία θεωρεί ότι υπήρξαν στοιχεία τα οποία βοήθησαν, παράλληλα με τη δικαστική έρευνα και τον αγώνα των συγγενών και οδήγησαν στην κατάθεση ενός Πορίσματος που καταδεικνύει πολιτικές αιτίες για το έγκλημα και συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες για υπουργούς», τόνισε ο βουλευτής και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, Γιάννης Γκιόκας, μιλώντας σήμερα στο Κανάλι της Βουλής.
Κατέστησε σαφές ότι «το ΚΚΕ θα στηρίξει πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών ακόμα και αν δεν συμφωνεί απόλυτα με το σκεπτικό, όπως η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που στέκεται μόνο στην περίοδο Καραμανλή και δεν εντοπίζει τις πολιτικές αιτίες που οδήγησαν στο έγκλημα, γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν κομμάτι αυτών των πολιτικών ευθυνών, που κατάτμησαν τον σιδηρόδρομο και οδήγησε στις συμβάσεις που είχαν γίνει σαν το “γιοφύρι της ‘Αρτας”».
«Σύμμαχος, όμως, στην προσπάθεια της κυβέρνησης για συγκάλυψη των ευθυνών είναι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της κυβερνητικής πλειοψηφίας για να γίνει δίωξη σε υπουργό» σημείωσε, τονίζοντας ότι «αυτό είναι το μείζον πρόβλημα».
Υπενθύμισε όταν «το ΚΚΕ είχε καταθέσει πρόταση στη συνταγματική αναθεώρηση για κατάργηση του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών, του νόμου συγκάλυψης και ατιμωρησίας, αυτή απορρίφθηκε από ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ».
Ο Γ. Γκιόκας επισήμανε ότι «η προσέγγιση του ΚΚΕ είναι αφενός να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι και αφετέρου να μην υπάρξει ξανά τέτοιο έγκλημα».
Στο πλαίσιο αυτό στάθηκε «στην ύπαρξη πολιτικών αιτιών, δηλαδή στην ευθύνη των κυβερνήσεων για την πορεία κατάτμησης του σιδηρόδρομου που ακολούθησαν βασιζόμενες στην πολιτική απελευθέρωσης της ΕΕ».
«Η πολιτική αυτή περιλάμβανε τη διάσπαση του ΟΣΕ, την ιδιωτικοποίηση του κερδοφόρου μεταφορικού έργου και την έλλειψη συστημάτων ασφαλείας, καθώς η ΕΕ επιδιώκει μεγαλύτερη ταχύτητα και χωρητικότητα σε βάρος της ασφάλειας. Μάλιστα, από το 2006 υπήρχαν μια σειρά συμβάσεις που δεν ολοκληρώθηκαν λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών που τροφοδοτούνταν και από την ΕΕ» ανέφερε.
Σχετικά με τη συζήτηση για τη σχέση της κυβέρνησης με επιχειρηματικά συμφέροντα, υπογράμμισε ότι «είναι ευρέως γνωστό ότι κάθε κυβέρνηση και κάθε κόμμα που διαχειρίζεται το σύστημα έχει τέτοιες σχέσεις».
Όπως είπε, «η πολιτική που υλοποιούν υπηρετεί επιχειρηματικά συμφέροντα και αυτό οδηγεί σε σχέσεις παζαριών και συνδιαλλαγής».
Η συζήτηση με τις αναρτήσεις του πρωθυπουργού και άλλων «λαμβάνει διαστάσεις κουτσομπολιού που αποπροσανατολίζει, σε μια περίοδο με κρίσιμα προβλήματα, όπως η ακρίβεια και τα χαμηλά εισοδήματα, που δεν αντιμετωπίζονται με τα μέτρα της κυβέρνησης, οι διεθνείς εξελίξεις με τη συμμετοχή της χώρας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους» είπε.
«Αυτά πρέπει να συζητηθούν και οι αιτίες τους», είπε ο Γ. Γκιόκας, «μιας και σχετίζονται και με τις ευρωεκλογές. Ειδικά όταν μεγάλο μέρος των νομοσχεδίων αφορούν ενσωμάτωση ευρωενωσιακών Οδηγιών».
«Στις ευρωεκλογές», τόνισε, τέλος, «μπορεί να εκφραστεί η αμφισβήτηση στην ΕΕ και την πολιτική της με την αποδυνάμωση των κομμάτων που τη στηρίζουν και με την ενδυνάμωση του ΚΚΕ, το οποίο θα είναι ένα μήνυμα τόσο για τις εσωτερικές πολιτικές εξελιξεις, για να δυναμώσει ένα ρεύμα αμφισβήτησης, θα στείλει όμως και ένα πανευρωπαϊκό μήνυμα αντίστασης».