«Στη δωρική αρχοντιά, στην αγέρωχη εμφάνιση, στον κρυμμένο αυστηρό λυγμό, στη χροιά και στο μέτρο της φωνής του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο λαός μας αναγνώρισε και αναγνωρίζει το καθάριο πρόσωπο κάθε γενιάς λαϊκών ανθρώπων» τόνισε ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στον χαιρετισμό του στη συναυλία – αφιέρωμα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση που διοργάνωσε το βράδυ της Δευτέρας 4 Μαρτίου 2024, η ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ στο στάδιο Πυγμαχίας στο Περιστέρι.
«Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, παιδί λαϊκής καταγωγής, ήξερε τι σημαίνει φτωχογειτονιά, τι σημαίνει ξενιτειά, τι σημαίνει παράγκα…
Ήξερε “πόσο βάσανο μεγάλο είναι το βάσανο της ζωής” για τους ταπεινούς αυτής της κοινωνίας.
Ήξερε πόσο δύσκολο είναι να “τρέξεις να προλάβεις τον καιρό”…
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γνώρισε τι σήμαινε η Μακρόνησος, τι σημαίνει “είναι πικρό το κύμα”, τι σημαίνει καταστολή από στρατό κι αστυνομία…
Μέσα από αυτήν την πείρα ζωής συνέλαβε, διαισθητικά πρώτα, και στη συνέχεια, με τη βοήθεια των μεγάλων συνθετών και δημιουργών, κατανόησε την ανεκτίμητη αξία των μεγάλων έργων που ερμήνευσε.
Όταν ο Μπιθικώτσης τραγουδάει “Γιέ μου ποιά μοίρα στο ‘γραφε…”, ενώνει στη φωνή του τον θρήνο της μάνας του εργάτη που παίρνει τη θέση του στο οδόφραγμα, με τον “σκληρό” ήχο του μπουζουκιού, που είναι το σφύριγμα της σφαίρας που έφαγε στον δρόμο διαδηλωτής από τον στρατό, και με τις λέξεις του Γιάννη Ρίτσου που γράφτηκαν πάνω στο λιθόστρωτο της απεργίας της Θεσσαλονίκης τον Μάη του ’36.
Κι αυτά δεν τραγουδιούνται ούτε με εύκολα τεχνάσματα, ούτε με επιδεικτικά “γυρίσματα” της φωνής, αυτά που οι παλιοί τραγουδιστές ονόμαζαν “τζαλκάντζες”.
Για να “σηκώσει” τέτοιους στίχους, ποίηση με τέτοιο βάρος, πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι αυθεντικός.
Για να μπορέσει έτσι να πιάσει το χέρι τής μελοποιημένης υψηλής ποίησης με το χέρι της λαϊκής δύναμης και να συντονίσει τους παλμούς της καρδιάς τους σε μια νέα ύπαρξη, η οποία με τη σειρά της, στο δικό του πρόσωπο, δεν βλέπει πια τον τραγουδιστή, αλλά τον ερμηνευτή» πρόσθεσε.
«Ας θυμηθούμε τις φωτογραφίες του στις συναυλίες: Όρθιος, αυστηρός, σχεδόν ακίνητος, ερμήνευε προκαλώντας ηλεκτρικές εκκενώσεις στους χιλιάδες που τον άκουγαν…
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μάς έμαθε να είμαστε περήφανοι για την εργατική-λαϊκή καταγωγή μας…
Μας έμαθε να μη ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είμαστε. Μας έμαθε πως η ‘άπονη ζωή” τραγουδιέται, πως η Καισαριανή, η Δραπετσώνα και οι άλλες λαϊκές γειτονιές μυρίζουν ακόμα νυχτολούλουδο…
Μας έμαθε ότι με 9/8 βαδίζει στη ζωή ο αναστεναγμός που δεν τον χωρά ο “ψεύτης κι άδικος ντουνιάς”…
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μάς έμαθε με τις ερμηνείες του πόσο δρόμο έχουμε ακόμα να διανύσουμε ώσπου να “οξειδωθούμε μες στη νοτιά των ανθρώπων”» σημείωσε στη συνέχεια ο Δ. Κουτσούμπας.
«Ο Μίκης χαρακτήρισε τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση “ξύλινη” – δηλαδή, καθαρή, χωρίς “γρέζι” και φλυαρίες… ‘Αλλοι την είπαν “δωρική”… Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως η ερμηνεία με αυτή τη φωνή ήταν ευθύβολη» ανέφερε μιλώντας στη συνέχεια για τους μεγάλους ποιητές, στιχουργούς και συνθέτες που «συναντήθηκαν» στη φωνή του και προσθέτοντας ότι με «το ίδιο ήθος και αξιοπρέπεια ερμήνευσε και τις δικές του συνθέσεις».
«Η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση ήταν «παιδί» της κοινωνικής ανάγκης της εποχής του. Όπως το ίδιο ήταν και η μελοποιημένη ποίηση, αλλά και η επιλογή του Μίκη Θεοδωράκη στο πρόσωπο του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο λαός κρατούσε άσβεστη, στο ύψος που της έπρεπε, τη φλογίτσα του κεριού της υπομονής και της εγκαρτέρησης των πέτρινων χρόνων, όμως με νέους αγώνες έβγαινε ξανά στο προσκήνιο, ήθελε να περάσει στην αντεπίθεση.
Όρθωνε το ανάστημά του, δεν χρειαζόταν πια, ή τόσο, μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά που να χωρά το παράπονό ενός “αητού χωρίς φτερά”, αλλά ένα πυρακτωμένο βέλος που να σκίζει τα σκοτάδια της κοινωνικής νύχτας.
Αυτό το βέλος που εκτοξεύεται ψηλά ήταν η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Και στην επιλογή του αναδείχθηκε η ευφυΐα του Μίκη Θεοδωράκη, ως συνθέτη, βεβαίως, που όμως ήθελε να αποδώσει μελωδικά τους μεγάλους ταξικούς αγώνες στους οποίους και ο ίδιος ο Μίκης είχε πάρει μέρος, πηγή της υπερηφάνειας του ως το τέλος της ζωής του.
Όλη η ποιητική αντανάκλαση καθοριστικών στιγμών της πορείας του εργατικού-λαϊκού κινήματος στον 20ο αιώνα ερμηνεύθηκε μοναδικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση» είπε ο Δ. Κουτσούμπας, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, στη συνέχεια:
«Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να τα πει με αυτόν τον τρόπο.
Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να μας πει με σιγουριά πως “όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο”…
Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να μας πει πως το θρόισμα των «κυπαρισσιών και του δαφνώνα που μένουν», είναι το χαμόγελο εκείνων που “τράβηξαν την ανηφόρα”…
Είναι το φτερούγισμα ενός χελιδονιού που “βγαίνει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους”».
«Αλλά ένας λαός που πορεύεται μαχόμενος δημιουργεί πολιτισμό και ο πολιτισμός δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την Τέχνη. Είναι συνολικά μια στάση ζωής, είναι άλλος, ανώτερος τρόπος να ζεις.
Οι ερμηνείες του Γρηγόρη Μπιθικώτση – είτε ερμήνευε μελοποιημένη ποίηση, είτε λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια – επιμένουν να θυμίζουν πως η Ελλάδα έχει Πολιτισμό που “κρατά τη ζωή του ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα, κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής”.
Η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, έχει Πολιτισμό που περπάτησε και περπατά με την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση “στου φεγγαριού την αμμουδιά”, που “χαράζει τ’ όνομά του πάνω στην άμμο την ξανθή”.
Αυτή την παρακαταθήκη κρατάμε από την ερμηνευτική δημιουργία του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Τιμώντας τον, τιμάμε κάθε άνθρωπο του λαού μας που πορεύεται αδιάκοπα ενάντια στις δυσκολίες για να “βρει την ψυχή του, το τετράφυλλο δάκρυ”.
Θα τα βρει σε έναν κόσμο καλύτερο, σε μια κοινωνία καλύτερη, που θα χτίσει ο ίδιος, σε ένα κόσμο και σε μια κοινωνία που πραγματικά θα του αξίζει» κατέληξε στην ομιλία του ο Δ. Κουτσούμπας.
Ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ ευχαρίστησε εκ μέρους του κόμματος τους σπουδαίους καλλιτέχνες που πήραν μέρος στη συναυλία: Γιώργο Νταλάρα, Δημήτρη Μπάση, Φωτεινή Βελεσιώτου, Κώστα Τριανταφυλλίδη, Ασπασία Στρατηγού, Σταυρούλα Εσαμπαλιδη, τον γιό του Γρηγόρη Μπιθικωτση, Γρηγόρη, τον Νίκο Χιώτογλου που δίδαξε την χορωδία και τους μουσικούς.