Η ανθεκτικότητα και τα νέα εργαλεία πολιτικής αποτελούν δύο από τα βασικά σημεία-κλειδιά για να μετριαστούν οι επιπτώσεις των ολοένα αυξανόμενων κλιματικών καταστροφών, όπως προέκυψε από την εκδήλωση με τίτλο «Πώς να μη διαλυθεί το κράτος και να μην καταρρεύσει η δημοκρατία στην ανθρωπόκαινο» που διοργάνωσε ο ευρωβουλευτής, Πέτρος Κόκκαλης και πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τα διδάγματα, οι πολιτικές λύσεις για τις κλιματικές καταστροφές καθώς και οι απώλειες και ζημίες από αυτές αλλά και τα νέα εργαλεία πολιτικής που πρέπει να δημιουργηθούν βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης, στην οποία συμμετείχαν οι ευρωβουλευτές, Πέτρος Κόκκαλης, César LUENA, και η Jutta Paulus, ο νέος περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας, καθώς και πλήθος ακαδημαϊκών και ερευνητών.
Ο κ. Κόκκαλης τόνισε από την πλευρά του ότι τα χρηματοδοτικά εργαλεία που διαθέτουμε είναι ανεπαρκή και υπογράμμισε ότι «η νέα κατάσταση και οι ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί και προκύψει δεν μπορούν να καλυφθούν με παλιά εργαλεία», αλλά με ένα ευρωπαϊκό ταμείο προσαρμογής.
«Χρειάζεται να δημιουργήσουμε ένα νέο και ικανό Ευρωπαϊκό Ταμείο Απωλειών και Ζημιών με αμοιβαιοποίηση των βαρών κατά τα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», σημείωσε ο κ. Κόκκαλης.
«Πρέπει να εστιάσουμε στο πώς να χτίσουμε την ανθεκτικότητα», δήλωσε από την πλευρά της η ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Jutta Paulus, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη για τη χάραξη πολιτικών που θα επικεντρώνονται στην κλιματική προσαρμογή.
Στις άμεσες πολιτικές και δράσεις ώστε να διασφαλιστεί το αύριο του πλανήτη αναφέρθηκε ο ευρωβουλευτής των S&D, César Luena. «Πρέπει να ενεργήσουμε αμέσως ώστε μεσοπρόθεσμα να έχουμε αποτελέσματα. Ας προσπαθήσουμε να διασφαλίσουμε το αύριο του πλανήτη μας», επισήμανε.
Παράλληλα, η μεγάλη πυρκαγιά στον Έβρο και οι καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία βρέθηκαν στο μικροσκόπιο των συμμετεχόντων οι οποίοι ανέλυσαν τις επιπτώσεις τους αλλά και την επόμενη μέρα στις περιοχές αυτές.
Ο νεοεκλεχθής περιφερειάρχης Θεσσαλίας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας, παρουσίασε την επόμενη μέρα για την περιοχή τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «ο σχεδιασμός θα πρέπει να εστιάσει σε λύσεις βασισμένες στη φύση», ενώ προσέθεσε ότι η Θεσσαλία θα πρέπει να γίνει ένα παράδειγμα «βιώσιμης πράσινης περιοχής».
Ο κ. Κουρέτας υπογράμμισε ότι η βιώσιμη κλιματική ανθεκτικότητα απαιτεί τη συνεργασία πολλών τομέων και επισήμανε ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην αποκατάσταση της φύσης. Ειδικότερα, όπως είπε, αποτελεί προτεραιότητά του να αναπτυχθεί ένα περιφερειακό σχέδιο αποκατάστασης της φύσης για τη Θεσσαλία, ένα περιφερειακό σχέδιο αποκατάστασης των υγρότοπων καθώς και ένα αντιπλημμυρικό σχέδιο το οποίο θα περιλαμβάνει λύσεις βασισμένες στη φύση. Επιπλέον αναφέρθηκε και στην ακαδημαϊκή ομάδα εργασίας που θα συσταθεί και θα εστιάσει στην ανασυγκρότηση της περιοχής τονίζοντας την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας και της πολιτείας.
Από την πλευρά του ο διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα», δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος επισήμανε την ανάγκη να μετριαστούν οι απειλές ενώ παρουσίασε στοιχεία για τις δασικές πυρκαγιές που έχουν εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα. Ο κ. Ξανθόπουλος τόνισε ότι μεταξύ των παραγόντων που οι πυρκαγιές γίνονται χειρότερες είναι τόσο οι αλλαγές στο κλίμα και τις καιρικές συνθήκες , με την συχνότητα εμφάνισης των ακραίων καιρικών φαινομένων να αυξάνεται, όσο και η συσσώρευση καυσίμων. Επιπλέον υπογράμμισε ότι οι ελλείψεις στην πρόληψη και η αποτυχία στην καταστολή πυρκαγιών συμβάλλουν επίσης στο να γίνονται οι πυρκαγιές χειρότερες. Ο κ. Ξανθόπουλος σημείωσε ότι ενόψει της επιταχυνόμενης άφιξης της κλιματικής αλλαγής, προτείνονται νέες κατευθύνσεις, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Όπως είπε αυτές συγκεντρώνονται σε τρία σενάρια. Το πρώτο σενάριο επικεντρώνεται στην κατεύθυνση «να αφήσουν τα δάση ανέγγιχτα», το δεύτερο σενάριο στην κατεύθυνση της «αύξησης της προσοχής και της πρόληψης των πυρκαγιών αλλά με τον τρόπο που το βλέπει η Πολιτική Προστασία» ενώ το τρίτο σενάριο εστιάζει στην υιοθέτηση της ολοκληρωμένης διαχείρισης των πυρκαγιών σε τοπία (ILFM), με στόχο τη δημιουργία ανθεκτικών κοινοτήτων και τοπίων».
Στις επιπτώσεις της καταστροφικής πυρκαγιάς στον Έβρο αναφέρθηκε ο εθνοβιολόγος και επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Κοινωνικής Μετάβασης και Γεωργίας στο Πανεπιστήμιο Hohenheim Παύλος Γεωργιάδης. Ο κ. Γεωργιάδης ζήτησε να προχωρήσουν σε μακροχρόνια δράση για την αποκατάσταση του χαμένου οικοσυστήματος και προσέθεσε ότι «ο μοναδικός σύμμαχος του νομού Έβρου είναι οι φιλόδοξες πολιτικές που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτό το διάστημα», πολιτικές όπως ο Ευρωπαϊκός Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης, ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος, η Στρατηγική τη ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα έως το 2030 και η Στρατηγική για τα Εδάφη.
«Η μεγαλύτερη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί στην ιστορία της ΕΕ προσφέρει έδαφος για την πιλοτική εφαρμογή όλων αυτών των πολιτικών στην πράξη. Και αυτό αποτελεί ευκαιρία για την Ευρώπη, μετατρέποντας το νομό Έβρου σε ζωντανό εργαστήρι, σε περιοχή-πιλότο για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας στην πράξη, στοχεύοντας σε μία καλύτερη και πιο δίκαιη ανάκαμψη της δοκιμαζόμενης περιοχής μας», σημείωσε μεταξύ άλλων ο κ. Γεωργιάδης.
Μία από τις μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές πυρκαγιές στην Ευρώπη χαρακτήρισε την πυρκαγιά στον Έβρο ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος του WWF Greece, Νίκος Γεωργιάδης και τόνισε ότι επηρέασε όλες τις περιοχές Natura 2000 εκεί. Ο κ. Γεωργιάδης επισήμανε ότι η επόμενη μέρα για τους κατοίκους του Έβρου έχει αρκετές προκλήσεις ενώ υπογράμμισε ότι το WWF Greece θα είναι δίπλα στους κατοίκους της περιοχής και θα συνεχίσει το έργο και τη συνεργασία του με τους φορείς και την πολιτεία ώστε να αποκατασταθεί η περιοχή.
Τέλος, από την πλευρά του ο συντονιστής δράσεων για λύσεις από τη φύση του WWF Greece, Θάνος Γιαννακάκης, αναφέρθηκε στις καταστροφικές πλημμύρες που εκδηλώθηκαν στη Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο τονίζοντας ότι 750.000 στρέμματα (75.000 εκτάρια) πλημμύρισαν. Όπως είπε, κλιματική αλλαγή, αλλαγές στις υδρολογικές συνθήκες, ανεπαρκείς υποδομές και κακές πρακτικές στη διαχείριση του νερού, αποτελούν κάποιους από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εκδήλωση των καταστροφικών πλημμυρών από τις κακοκαιρίες «Daniel» και «Elias».