Ένας άνθρωπος που έχει μια πεποίθηση ισοδυναμεί με ενενήντα εννέα που απλά ενδιαφέρονται. John Stuart Mill, 1806-1873, Άγγλος φιλόσοφος.

Τρεις επετειακές συναυλίες για τα 30 χρόνια των Monie & Monie Conniente

25 Φεβρουαρίου, 2024

Ήταν 16 Ιουνίου του 1994 όταν κόσμος στη Θεσσαλονίκη πήγε για πρώτη φορά στον Μύλο, για να συναντήσει μία …ενδεχομένως λάτιν μπάντα ισπανόφωνων καλλιτεχνών, που φορούσαν ψάθινα, στρογγυλά καπελάκια. Αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για δύο αδελφούς από τις Σέρρες, με τους μουσικούς της παρέας να έλκουν την καταγωγή τους επίσης από τη χώρα μας. Ωστόσο η επιτυχία της πρώτης συναυλίας των Monie & Monie Conniente ήταν τέτοια, που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για τη λάθος εντύπωση που σχημάτισε ακούγοντας αρχικά το όνομα του γκρουπ.

Σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια μετά, το σχήμα με τα χάλκινα πνευστά όργανα, που έβαλε τη σφραγίδα του στη Θεσσαλονίκη και το οποίο πρώτο έφερε τον λόγο και τη σάτιρα σε ζωντανές εμφανίσεις, θα δώσει τρεις παραστάσεις μέσα στον Μάρτιο, για να γιορτάσει αυτήν την επέτειο.

«Τριάντα χρόνια όλοι μαζί απορούμε» είναι το σύνθημα υπό το οποίο θα κινηθεί η …άναρχη αυτή παράσταση επαναπροσδιορισμού του σχήματος. «Αυτό γίνεται πιο πολύ με αφορμή ότι “ θέλω να το κλείσω το μαγαζί”. Θεωρώ ότι ολοκληρώθηκε ένας κύκλος, ο οποίος μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία με ωρίμασε, για να θέλω να κάνω άλλα πράγματα με άλλη μορφή» δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο εμπνευστής και το βασικό πρόσωπο των Monie & Monie Conniente, Διογένης Δασκάλου.

Σε έναν χώρο που τον μάγεψε από την πρώτη φορά που τον είδε ανακαινισμένο, τον πάνω όροφο του Καφωδείου, ο Διογένης Δασκάλου περιμένει με ανυπομονησία τη συνάντηση …γύρω από το κοινό. «Μοιάζει περίπου με τον τρόπο που τραγουδούσε η Μπίλι Χόλιντεϊ παλιά, δηλαδή η σκηνή βρίσκεται στη μέση και ο κόσμος είναι γύρω γύρω. Αυτό ενδεχομένως να φρικάρει ένα νέο σχήμα που θέλει μετωπική αντιμετώπιση με τον κόσμο, για μένα όμως είναι πολύ οικείο και ζεστό γιατί είναι σαν να είμαι σε έναν σοφά ενός παλιού σπιτιού κι επειδή μου αρέσει να απευθύνομαι σε όλους τους ανθρώπους, είναι και βολικό να κάνω αριστερά, δεξιά, ακόμη και προς τα πίσω, που πολλές φορές μιλώ στους μουσικούς» τονίζει.

Με τη μουσική να γεφυρώνει τον λόγο και το αντίστροφο, το ρεπερτόριο αναμένεται να κινηθεί σε πολλά διαφορετικά μουσικά μονοπάτια. «Αρχίζουμε μουσικά ως καμβά και με χαλί το περιβόητο “ Ρετιρέ”, που το ακούγαμε από το διπλανό διαμέρισμα κάθε καλοκαίρι και δεν μας άφηνε από να κοιμηθούμε από την ημικρανία και στη συνέχεια θέλω ένα λαϊκό να εναλλάσσεται με ένα φολκ των Άλπεων κι από εκεί και πέρα αν δεν αντέχει πολύ ως κουπλέ ή ρεφρέν, να ξαναγίνεται τέκνο μπιτ ή οτιδήποτε άλλο» περιγράφει τη μουσική ποικιλία του προγράμματος.

Ταυτόχρονα, με εντελώς αχαρτογράφητη θεματολογία, καθαρό αυτοσχεδιασμό και χωρίς κανένα κείμενο, θα θίξει σύγχρονα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με το γάμο των ομοφύλων, με την τεκνοποίηση, με τα ήθη και τα έθιμα και το πώς προσαρμόζονται στις μέρες μας. «Βλέπουμε μία γιαγιά, την οποία είχαμε εντάξει στον απόλυτα συντηρητικό κόσμο, να δίνει πλέον το μισό της χέρι, αρκεί να της πηγαίνεις ένα παιδί κι ας μην είναι δικό σου. Δηλαδή βλέπουμε τους πιο συντηρητικούς, να είναι πιο προχωρημένοι για την αξία της ζωής. Κι εμείς να μαλώνουμε για πράγματα όπως είναι το όνομά μας, ο τόπος γέννησης, το θρήσκευμα, για τα οποία δεν πήραμε καμία απόφαση και να τα υπερασπιζόμαστε τόσο λυσσαλέα σαν να είναι επιλογές μας. Είναι παρανοϊκό όλο αυτό», επισημαίνει. «Οι άξονες που θα κινηθούμε λοιπόν, δεν είναι εξυπνακιστικοι υβριδικοί, αλλά είναι συναισθηματικές οι αφορμές» προσθέτει.

Ένα άλλο «αγαπημένο» θέμα του Διογένη Δασκάλου είναι οι αναβολές και χλευάζει όλους αυτούς που επιλέγουν να κάνουν κάτι αργότερα. «Δεν πρόκειται να γίνει ποτέ τίποτα, αν δεν κάνεις εσύ κάτι τώρα, την ώρα που σου ήρθε. Τα θέλω του καθενός θα πρέπει ο καθένας να τα εκτελεί την ώρα που παρουσιάζονται» σημειώνει, λέγοντας μια προσωπική του εμπειρία: «Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι τα θέλω των ανθρώπων δεν είναι μία τράπεζα η οποία ισχύει για πάντα. Τα συναισθήματά μας αλλάζουν, όσο περίεργο και αν μας φαίνεται κι ενώ για μία δεκαετία μπορεί να ασχολούμαστε με πάθος με κάτι, τα επόμενα δέκα χρόνια είναι πιθανόν να απορούμε με εκείνο μας τον εαυτό, αφού πλέον μας αρέσει κάτι άλλο».

 

Όπως την πρώτη φορά με την αφίσα – ξυστό και το πρώτο σταντ απ κόμεντι στην Ελλάδα

 

Η πρώτη συναυλία των Monie & Monie Conniente δόθηκε χωρίς διαφήμιση, αφού ο εμπνευστής του πολυβραβευμένου πολυχώρου διασκέδασης Νίκος Στεφανίδης που τους φιλοξενούσε, πίστευε ότι το καλό πράγμα μαθαίνεται από στόμα σε στόμα. «Εν μέρει είχε δίκιο, όμως η αγωνία του καλλιτέχνη όσον αφορά το βιοπορισμό, δεν είναι ίδια με την έννοια που έχει ένας επιχειρηματίας στο μυαλό του. Διότι αν δεν μαθευτεί σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, θα σταματήσει η παράσταση και δεν είναι βέβαιο ότι θα προλάβουμε να αποδείξουμε ότι είναι καλό» θυμάται ο Διογένης Δασκάλου τις αρχικές του αγωνίες.

Τελικά, κατάφερε να τον πείσει να κυκλοφορήσουν στους δρόμους αφίσες, οι οποίες όμως έγραφαν μόνο το «πού» και το «πότε». «Δεν έγραφε κανένα όνομα και κανέναν συντελεστή, γεγονός που με πείραξε πολύ, γιατί κάνεις κόπο για να ανέβει μια παράσταση. Από αγανάκτηση λοιπόν, ένα βράδυ εκεί που παίζαμε στην παράσταση, παίρνω την αφίσα και λέω “ παιδιά, να σας δείξουμε και την αφίσα μας που βγήκε επιτέλους, είναι η πρώτη αφίσα – ξυστό, ξύνεις και εμφανίζονται τα ονόματα”» ήταν η πρώτη ατάκα που είπε ο κ. Δασκάλου στο κοινό, σε μία εποχή που το «ξυστό» ήταν στη μόδα και ακολούθησαν γέλια μέχρι δακρύων. «Εγώ λοιπόν από τότε κράτησα την αγανάκτηση και ότι ο κόσμος θέλει να γελάσει. Οπότε η συνταγή μου αυτόματα είναι πάρα πολύ απλή: Ερεθίζομαι, κρατώ και αναλύω θέματα τα οποία με εκνευρίζουν» αναφέρει.

Αυτό ήταν ουσιαστικά και η πρώτη εμφάνιση του standup comedy στην Ελλάδα, αν και ο ίδιος δεν το κυνήγησε ποτέ επικοινωνιακά, καθώς όπως λέει: «θεωρώ γελοίο να υπενθυμίζεις στον κόσμο αυτό που από μόνος του δεν σημειώνει».

Σε κάθε επόμενη συναυλία, ανάλογα με το κλίμα της εποχής, με την αγορά και τις απαιτήσεις που είχε κάθε φορά το θέαμα, το σχήμα γινόταν από πολύ μουσικό, μέχρι με περισσότερο λόγο, ενώ ως guest πέρασαν καλλιτέχνες από διάφορα και διαφορετικά είδη, όπως ο Δημήτρης Κοργιαλάς ή ο Λάκης Λαζόπουλος, η Πέμη Ζούνη ή κάποιες μαύρες τραγουδίστριες που ήρθαν από την Αμερική.

Θυμίζει επίσης ότι η έμπνευση για το όνομα της μπάντας προήλθε όταν βλέποντας με τον αδερφό του ένα κινούμενο σχέδιο που λεγόταν Monie & Monie, ο Σωτήρης από φραστικό λάθος είπε στον Διογένη «δες πώς κονιένται!». Από τότε οι δυο τους παραμένουν σταθερές αξίες στο σχήμα, με μουσικούς που εναλλάσσονται όταν αποφασίσει κάποιος -για τους δικούς του λόγους- να αποχωρήσει.

 

Η σάτιρα δεν είναι όπως στο παρελθόν

 

Μέσα σ’ αυτήν την πορεία των τριάντα χρόνων, ο Διογένης Δασκάλου είδε τη σάτιρα να αλλάζει και μαζί μ’ αυτήν ν’ αλλάζει και ο κόσμος και να κινείται προς μια πιο …υποκριτική κατεύθυνση. «Πλέον δεν μπορείς να πεις τον χοντρό “ χοντρό”, τον κοντό “ κοντό”, ούτε καν αν ανήκεις κι εσύ στην ίδια κατηγορία. Αλλά πώς γίνεται ενώ εκπαιδευόμαστε τόσο καλύτερα οι μεγαλύτεροι, να αυξάνεται η βία στα παιδιά τόσο πολύ;» διερωτάται.

Για τον ίδιο, η σάτιρα έχει όριο το ήθος του καθενός, ενώ όπως υποστηρίζει, φταίνε συγκεκριμένοι άνθρωποι που την …πυροβόλησαν και είναι πλέον ημιθανής. Θεωρεί πως σε όλους τους τομείς της ζωής μας πρέπει να υπάρχει ένας αντίλογος, κάτι που αποτελεί βασικό εργαλείο του είδους, ενώ πλέον έχουμε το …σύμπτωμα της «συστημικής σάτιρας». «Δεν θεωρώ ότι κάποιος μπορεί να κάνει σάτιρα όταν έχει όλη τη μηχανή μαζί του, επικοινωνιακά, διαφημιστικά ή τηλεοπτικά. Τι μπορεί να είναι απέναντι σε αυτό που θ’ ακούσω από αυτόν, όταν έχει όλα τα όπλα της εξουσίας με το μέρος του;» καταλήγει.

Οι τρεις παραστάσεις των Monie & Monie Conniente θα δοθούν τα Σάββατα 16, 23 και 30 Μαρτίου στο Καφωδείο Ελληνικό, με τον Σωτήρη Δασκάλου στο τενόρο σαξόφωνο, τον Λεωνίδα Βλάχο στην τρομπέτα, τον Φώτη Μίγγα στο τρομπόνι, τη Βίκυ Βογιατζόγλου και τον Δημήτρη Κρανιδιώτη στις φωνές, τον Χρήστο Σιδερίδη στα νυκτά έγχορδα, τους Παύλο Αζναουρίδη και Γιώργο Κοκκινάκη στην ενορχήστρωση και τον Διογένη Δασκάλου στο standup comedy, σοπράνο σαξόφωνο και μουσική επιμέλεια.

Βαρβάρα Καζαντζίδου