Του κ Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου, Προέδρου ΔΣ Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
Τα τελευταία 30 χρόνια οι λαοί της Ευρώπης ευτύχησαν να βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται συνεχώς. Το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ διπλασιάστηκε σε σταθερές τιμές. Ανάλογη πορεία είχε προφανώς και η κατανάλωση αγαθών. Παρ όλα αυτά, τόσο η πρωτογενής όσο και η δευτερογενής παραγωγή σημείωσαν μείωση. Σε μια περίοδο που καταναλώσαμε τα διπλάσια μεταποιημένα αγαθά, η παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών μειώθηκε κατά το 35%. Ο λόγος είναι απλός. Άλλες περιοχές του πλανήτη άρχισαν να γίνονται πολύ πιο ανταγωνιστικές. Την ίδια στιγμή που η Δύση φρόντιζε να γίνεται όλο και πιο ακριβή στα κοστολόγια των συντελεστών της παραγωγής, όλο και πιο στριφνή στο κανονιστικό πλαίσιο, όλο και πιο δυσανεκτική στην όχληση από ορισμένες δραστηριότητες, άλλες περιοχές του πλανήτη – αρπάζοντας την ευκαιρία – ανέπτυξαν υποδομή, τεχνολογία, τεχνογνωσία και νοοτροπία ώστε να μπορούν να καλύπτουν το κενό που δημιουργήθηκε.
Απέναντι στην αγωνία ορισμένων εξ ημών για την υπερεξάρτηση από συγκεκριμένες τρίτες χώρες, το μόνιμο επιχείρημα ήταν ότι «μας έχουν ανάγκη πολύ περισσότερο από ότι τους έχουμε ανάγκη εμείς». Τόσο η πανδημία όσο και ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας απέδειξαν ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής οικονομίας από εισαγόμενα αγαθά, ακόμα και αν ποσοτικά δεν είναι δραματική, ποιοτικά ίσως να είναι. Στην πρόσφατη αιτιολογική έκθεση για τον κανονισμό των κρίσιμων πρώτων υλών, η ΕΕ συνομολογεί ότι σήμερα πλέον αδυνατεί να υποκαταστήσει τις εισαγωγές. Ακόμα όμως και αν μπορούσε κανείς- με ένα μαγικό ραβδί- να επαναπατρίσει όλη αυτή την παραγωγική δραστηριότητα, η επίπτωση στην οικονομία από την -σημαντική – αύξηση του κόστους θα ήταν καταλυτική.
Την ίδια στιγμή και η κατάσταση στις χώρες υπεργολάβους έχει αλλάξει σημαντικά. Η βελτίωση του οικονομικού τους επιπέδου, αφενός μεν αυξάνει το κόστος τους, αφετέρου δε μειώνει τη διαθέσιμη προς εξαγωγή ποσότητα αγαθών, αφού πλέον υπάρχει και ιδιοκατανάλωση. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου εν γένει, οδηγεί σε μείωση της ανοχής του πληθυσμού σε κακές πρακτικές του παρελθόντος, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι «αχαλίνωτοι» ρυθμοί ανάπτυξης. Και βέβαια δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει, ότι η μεταφορά της παραγωγικής βάσης ολόκληρου του πλανήτη σε συγκεκριμένες περιοχές κάποτε θα γινόταν αντικείμενο γεωπολιτικής – και όχι μόνον – αξιοποίησης.
Στην ανατολή μιας περιόδου όπου η ανάγκη για πρώτες ύλες αυξάνεται, η Ευρώπη κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το αδειοδοτικό πλαίσιο είναι τόσο διαστροφικά πολύπλοκο, ώστε ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει Κανονισμό για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Η ανταγωνιστικότητα της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής φυσικών αγαθών επί Ευρωπαϊκού εδάφους βυθίζεται καθημερινά. Κατορθώσαμε να δημιουργήσουμε μια ενεργειακή κρίση μόνο για μας. Η ετήσια παραγωγή κανονιστικού πλαισίου σπάει το ένα ρεκόρ σελίδων μετά το άλλο, λες και οι Νομοθέτες μας αμείβονται με το κομμάτι.
Και πέρα από όλα αυτά η Ευρωπαϊκή κοινωνία δεν είναι διατεθειμένη να θυσιάσει ούτε 1/1000 από αυτό που θεωρεί δικαίωμά της σε μια συγκεκριμένη ποιότητα ζωής, προκειμένου να φιλοξενήσει δραστηριότητες οι οποίες αναντίρρητα δεν είναι οι πιο ευχάριστες για να συμβαίνουν στη γειτονιά σου. Μάλιστα κατορθώσαμε να πιστέψουμε ότι είναι καλύτερο για τον πλανήτη και το περιβάλλον να παράγουμε ύλες και αγαθά μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ευρώπη και με συνθήκες σίγουρα λιγότερο αυστηρές. Τόσο η Ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία όσο και Ευρωπαϊκή μεταποίηση έχουν επισημάνει αυτά τα προβλήματα εδώ και καιρό.
Η χώρα μας είναι ευνοημένη από τη φύση και στο υπέδαφος. Έχουμε αρκετά αξιόλογα κοιτάσματα που θα μπορούσαν να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες. Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις διαθέτουν έμπειρο προσωπικό και τεχνογνωσία. Το κανονιστικό και ελεγκτικό πλαίσιο εγγυάται την χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών. Ο επαναπατρισμός των δραστηριοτήτων πέρα από το προφανές οικονομικό όφελος, θα βελτιώσει σημαντικά και την γεωπολιτική θέση μας. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν θα συμβεί αν δεν αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Ήρθε η ώρα να πούμε με παρρησία στους πολίτες ότι δεν θα γίνει ποτέ ομελέτα αν δεν σπάσουν αυγά.