Είναι άραγε δυνατόν μια πολιτική φυσιογνωμία όπως ο Στάλιν (1878-1953), που έχει συνδεθεί με ένα σύστημα οργανωμένων πολιτικών δολοφονιών, με τη βαναυσότητα του σοβιετικού κράτους και με το πνίξιμο οποιασδήποτε αντιρρητικής φωνής, να αποκληθεί «διανοούμενος»; Κι όμως. Ο Τζέφρι Ρόμπερτς (Geoffrey Roberts), ομότιμος καθηγητής στο University College Cork, με αντικείμενό του τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σοβιετική ιστορία, ιδίως τη σταλινική της περίοδο, χαρακτηρίζει απερίφραστα διανοούμενο τον Στάλιν στο βιβλίο του «Η βιβλιοθήκη του Στάλιν», που κυκλοφόρησε προ ολίγου καιρού από τον Gutenberg, σε μετάφραση Βασίλη Τσίμπρα. Τι συνέβη ξαφνικά; Έγινε άραγε αγιογράφος της εποχής μας ένας έγκριτος Βρετανός ιστορικός, ανακαλύπτοντας με καθυστέρηση μια κρυφή ιδιότητα του Ιωσήφ Βισσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Στάλιν), μιαν αόρατη δύναμη και μια αποσιωπημένη αρετή του;
Τίποτε από αυτά. Η επισταμένη έρευνα και μελέτη του Ρόμπερτς, βασισμένη σε εξονυχιστικά ψαγμένο αρχειακό υλικό, έχει ως κεντρικό της θέμα τη βιβλιοθήκη του Στάλιν (τουλάχιστον με 25.000 τόμους), η οποία μολονότι διαμελίστηκε προς πάσα κατεύθυνση μετά τον θάνατό του, εξακολουθεί να παραμένει πολύτιμη πηγή όχι μόνο ή όχι τόσο για το τι διάβαζε ο σοβιετικός ηγέτης, όσο για το πώς διάβαζε. Αγαπημένη του συνήθεια ήταν να καταγράφει στο περιθώριο των σελίδων των βιβλίων -ή και των κρατικών εγγράφων- τις επικρίσεις ή τις θετικές του αποτιμήσεις, άλλοτε με δυο ενθουσιώδη λόγια και άλλοτε με έναν περιφρονητικό αστεϊσμό. Χρησιμοποιώντας βραχυγραφίες, τα πολυσυζητημένα «πομέτκι», σχολίαζε μυθιστορήματα, μελέτες για την οικονομία και τη γεωργία, γλωσσολογικές μελέτες (προκάλεσε «γλωσσικό ζήτημα», πολεμώντας -περιέργως- την ταξική γλωσσολογική θεωρία του Νικολάι Μαρ, καθώς και τα πολιτικά βιβλία των εσωκομματικών του αντιπάλων, μεταξύ άλλων του Τρότσκι), ή τα προσχέδια εκδόσεων των οποίων πρόθυμα αναλάμβανε την επιμέλεια προκειμένου να ορίσει την ορθή πολιτική και κομματική γραμμή. Ως προς τους αντιπάλους του, ο Στάλιν εκτιμούσε βαθιά τον Τσόρτσιλ, διάβαζε επίσης Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Μπουχάριν – επιπροσθέτως όσα είχαν γράψει για την επανάσταση ο Γκόρκι, ο Τολστόι, ο Έρενμπουργκ, ο Σόλοχοφ και ο Ισαάκ Μπάμπελ (αν και τον τελευταίο δεν δίστασε να τον στείλει στον άλλο κόσμο με μια σφαίρα στο κεφάλι).
Ο Ρόμπερτς επιγράφει ένα από τα τελευταία κεφάλαια της μελέτης του «Ο αρχισυντάκτης της Σοβιετικής Ένωσης», για να δείξει πως ο Στάλιν έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τον ρόλο του ως δημοσιογράφου-φύλακα των σοβιετικών αξιών και της σοβιετικής πολιτικής, κουλτούρας και λογοτεχνίας. Επιμελήθηκε ή συνέγραψε την «Ιστορία του εμφυλίου πολέμου στην ΕΣΣΔ» (1935), το «Σύντομο εγχειρίδιο της ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης» (1938), την «Ιστορία της διπλωματίας» (1945) και τη «Σύντομη βιογραφία» του (1947), προτάσσοντας πάντοτε την ηρωική και πολυαίμακτη συμβολή της χώρας του στην ευτυχή ολοκλήρωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο όρος «διανοούμενος» για τον Στάλιν δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει, ή και να μας τρομάξει, αν τον αποσπάσουμε από τη σημερινή του σημασία (σκεπτικιστής και ετερόδοξο πνεύμα) και συνυπολογίσουμε πως διανοούμενοι υπό την έννοια του Στάλιν υπήρξαν τα περισσότερα πρόσωπα της ιστορικής σοβιετικής ηγεσίας, κληροδοτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στις πολυεθνικές πληθυσμιακές ομάδες της Ρωσίας μια ξεχωριστή αναγνωστική παράδοση. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Ρόμπερτς υπογραμμίζει πως ο Στάλιν αποδείχθηκε περισσότερο μπολσεβίκος και λιγότερο διανοούμενος και πως η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης θα είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά αν είχε ισχύσει το αντίθετο. Ο Στάλιν εξωράιζε το ρωσικό παρελθόν, και ιδιαίτερα τον Ιβάν τον Τρομερό, λέγοντας πως κάθε ιστορική περίοδος οφείλει να κρίνεται με τους όρους της εποχής της. Μια ιδιότυπη ιστορική αίσθηση, η οποία δεν τον εμπόδισε, πάντως, να κόψει και να ράψει στα μέτρα του Κόμματος τη ρωσική ιστορία, ακόμα κι αν δεν έπαψε ποτέ να αποστρέφεται την προσωποκεντρική ιδέα περί Ιστορίας, ακόμα κι αν εκείνο το οποίο τον ένοιαζε πριν και πάνω απ’ όλα δεν ήταν καν το δικό του πρόσωπο, αλλά η πολιτική ισχύς, η πολιτική πειθώ και η οικονομική και η διπλωματική επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η πίστη του στην επανάσταση και στο Κόμμα έλκει την καταγωγή από τη Βίβλο και τα θεολογικά κείμενα τα οποία τον έτρεφαν όταν φοιτούσε στη Θεολογική Σχολή της Τιφλίδας. Δεν είναι τυχαίο πως λίγο αργότερα αφιερώθηκε με προσήλωση στον Μαρξ και τον Λένιν, όντας πεπεισμένος πως στα έργα τους είχαν αποτυπωθεί οι ιστορικοί νόμοι της παγκόσμιας κοινωνίας.
Από ρωσική λογοτεχνία, ο Στάλιν διάβαζε Γκόγκολ, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι, αλλά και Ευρωπαίους κλασικούς: Θερβάντες, Σαίξπηρ, Σίλερ, Χάινε, Ουγκό, Θάκερι, και βεβαίως (πάντοτε πιστός στον Μαρξ), Μπαλζάκ. Δεν του άρεσε καθόλου, για να πάμε και στα κινηματογραφικά του γούστα, η κόπια του «Ιβάν του τρομερού» του Αϊζενστάιν. Αδικούσε κατά τη γνώμη του το έργο του και μπορεί ο ίδιος να ταυτιζόταν με τον Ιβάν, αλλά απέτρεψε τις φιλοδοξίες των βιογράφων του να τον απαθανατίσουν ως αλάνθαστο και αψεγάδιαστο ηγέτη. Χωρίς να αποφύγει και να περιορίσει την προσωπολατρία, που έλαβε απεχθείς διαστάσεις μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν θέλησε να κρατηθεί στις πίσω γραμμές της Ιστορίας ως προς τον εαυτό του. Για τον ίδιο, προείχαν σταθερά ο ιδεαλισμός της σοσιαλιστικής επανάστασης, η υπεροχή του Κόμματος και η κατασταλτική βία του κράτους.
Β. Χατζηβασιλείου