Τρεις ιταλικές ταινίες, οι δυο αρκετά ενδιαφέρουσες, περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα της εβδομάδος, που ξεκινά απόψε. Από τις επτά πρεμιέρες ξεχωρίζουν «Η Χίμαιρα» της Αλίτσε Ρορβάχερ και «Το Αγόρι του Θεού» του βετεράνου Μάρκο Μπελόκιο, ενώ το δικό τους κοινό, για ευνόητους λόγους, αναμένεται να προσελκύσουν τα φιλμ «Αγώνας για τη Δόξα: Audi vs Lancia» και «Γκοτζίλα x Κονγκ: Η Νέα Αυτοκρατορία».
Η Χίμαιρα (La Chimera). Δραματική κομεντί εποχής, ιταλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Αλίτσε Ρορβάχερ, με τους Τζος Ο’Κόνορ, Κάρολ Ντουάρτε, Βιντσέντσο Νεμολάτο, Ιζαμπέλα Ροσελίνι κ.ά.
Επαναλαμβάνοντας την αγαπημένη της θεματική για τη μελαγχολική απεικόνιση των αδιεξόδων των Ιταλών της επαρχίας και ακολουθώντας πιστά το ύφος που την ανέδειξε στα φιλμ «Τα Θαύματα» και «Ευτυχισμένος Λάζαρος», η Αλίτσε Ρορβάχερ αν μη τι άλλο πετυχαίνει στον απόλυτο βαθμό να φτιάξει μία ατμοσφαιρική ταινία, όπου ο ρεαλισμός αναδίδει τη μαγεία του ιταλικού Νότου.
Και αυτό το καταφέρνει με μικρές ανατροπές στη διάρκεια της εξιστόρησης -παρεμβολές από καρναβαλικά δρώμενα, γλέντια και μουσική- αλλά και μια ενδιαφέρουσα ιστορία με προσεγμένους χαρακτήρες.
Τη δεκαετία του ’80 στον ιταλικό Νότο, όπου μαστιζόταν από την αρχαιοκαπηλία, ένας αλαφροΐσκιωτος και ταλαίπωρος νεαρός Άγγλος, μαζί με μια παρέα από αγαπησιάρικα ρεμάλια της περιοχής, αναζητούν και ξεθάβουν αρχαιότητες, θέλοντας να εμπορευθούν το ένδοξο παρελθόν της χώρας τους, για να πλουτίσουν γρήγορα και εύκολα. Ωστόσο, το μέλημα του νεαρού βασανισμένου Άγγλου είναι η αναζήτηση της ομορφιάς και του έρωτα στο πρόσωπο μιας κοπέλας, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, μιας ονειρικής ανάμνησης, στη σκιά μιας Χίμαιρας.
Την ταινία τη στοιχειώνει το παρελθόν, από τη μητρική φιγούρα τής αγνώριστης αλλά επιβλητικής- Ιζαμπέλα Ροσελίνι, που περιμένει μάταια την εξαφανισμένη κόρη της στο ξεπεσμένο αρχοντικό της, μέχρι και τους σκελετούς -και αλληγορικά- που περιμένουν τους νεόκοπους τυμβωρύχους να αποκαλυφθούν. Δεν είναι τυχαίο βεβαίως ότι η ταινία είναι γυρισμένη σε φιλμ 35 χιλιοστών και σε 16άρη για τις ονειρικές σκηνές, αναδεικνύοντας μια διάθεση ρετρό.
Η Ρορβάχερ, σχολιάζει διακριτικά τις σχέσεις, το χρήμα, το κυνήγι των απραγματοποίητων ονείρων, την ομορφιά, τον έρωτα και τον θάνατο, με πολιτισμικά στοιχεία του παρελθόντος, τη ζωντανή γλώσσα και την καθοριστική συμβολή της παραδοσιακής μουσικής. Και στέκεται ευλαβικά, θα ‘λεγε κανείς, στην ανέμελη ζωή, την αφέλεια, την εκμετάλλευση των αρχαιολογικών θησαυρών, αλλά και τη συνείδηση για την προστασία τους.
Πειστικές οι ερμηνείες, αν και κερδίζουν τις εντυπώσεις οι αυθεντικές φυσιογνωμίες της σικελικής υπαίθρου, σηματοδοτώντας την αισθητική της ταινίας, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας που βρίθει ερειπίων, για τους «tombaroli» -τους αρχαιοκάπηλους- η Χίμαιρα σημαίνει λύτρωση από τη δουλειά και όνειρα για εύκολο πλούτο. Για τον Άρθουρ η Χίμαιρα μοιάζει με τη γυναίκα που έχασε, την Μπενιαμίνα. Για να τη βρει, προκαλεί το αόρατο, ψάχνει παντού, πηγαίνει μέσα στη γη αναζητώντας την πόρτα στη μετά θάνατον ζωή για την οποία μιλούν οι μύθοι.
Το Αγόρι του Θεού (Rapito). Ιστορικό δράμα εποχής, ιταλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μάρκο Μπελόκιο, με τους Φάουστο Ρούσο Αλέζι, Πάολο Πιερομπόν, Ενέα Σάλα, Μπάρμπαρα Ρόνκι, Φιλίπο Τίμι, Λεονάρντο Μαλτέζε κ.ά.
Ο βετεράνος Μάρκο Μπελόκιο, έχοντας πίσω του μία σημαντική διαδρομή στον πολιτικό ιταλικό κινηματογράφο, συνεχίζει να εναντιώνεται στην εξουσία και κυρίως -για ακόμη μια φορά- τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Σε τούτο δω το βαρύ, μπαρόκ δράμα εποχής, θα μας μεταφέρει στα μέσα του 19ου αιώνα, εμπνευσμένος από αληθινά γεγονότα, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στο βιβλίο του Ντανιέλε Σκαλίζε «Il Caso Mortara», για να αναδείξει τους διαχρονικούς μηχανισμούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και την αθεράπευτη πίστη της στην εξουσία και την επεκτατική της διάθεση.
Η ιστορία σήμερα μοιάζει απίστευτη και αυτό άμεσα φανερώνει τους στόχους του άθεου Μπελόκιο, που μπορεί να έχει «μαλακώσει» πολιτικά, είναι όμως, πάντα, έτοιμος να ξιφουλκήσει για τα ανώτερα και φυσικά ανώτατα κλιμάκια της Καθολικής Εκκλησίας.
Το σενάριο του Μπελόκιο και της Σουζάνα Μακιαρέλι, μας πάει στην Μπολόνια του 1858 και σε μία μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια, απ’ την οποία απάγεται με τη βία το εξάχρονο παιδί τους Εντγκάρντο από τον τοπικό ιεροεξεταστή, με τη δικαιολογία ότι μία υπηρέτριά τους, που είδε τους γονείς του παιδιού να προσεύχεται από πάνω του ευλαβικά με το εβραϊκό τελετουργικό, θέλησε να το «σώσει», βαπτίζοντάς το κρυφά «παραδίδοντάς» το στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Το μικρό αγόρι μεταφέρεται στη Ρώμη, μακριά από τους αλλόθρησκους γονείς, για να κατηχηθεί με τις ρωμαιοκαθολικές αρχές, σε ένα ειδικό παπικό οικοτροφείο, ενώ οι απελπισμένοι γονείς του προσπαθούν μάταια να το φέρουν κοντά τους με κάθε τρόπο. Το ζήτημα θα πάρει διαστάσεις, και ο παντοδύναμος και εξουσιομανής πάπας Πίος ΙΧ, θα θελήσει να εκμεταλλευθεί την ιστορία, «αγκαλιάζοντας» το παιδί, που πλέον έχει αρχίσει να αμφιβάλει για τις ρίζες του και τους δικούς του και αρχίζει να υποκύπτει στην πλύση εγκεφάλου.
Ο Μπελόκιο, που δεν είναι στην ίδια φόρμα, όπως ήταν στο προ τετραετίας γκανγκστερικό του δράμα «Ο Προδότης», δεν θα επικεντρωθεί, τόσο στο οικογενειακό δράμα και στις συναισθηματικές μεταπτώσεις από την ψυχολογική καταπίεση που υπέστη το παιδί, το οποίο θα δούμε δέκα χρόνια μεγαλύτερο, χωρίς να γνωρίζουμε τι έχει συμβεί σε αυτά τα χρόνια ακριβώς. Βεβαίως, ο Ιταλός σκηνοθέτης έμμεσα έχει δείξει -σχεδόν ξεπετάει- την προσπάθεια εκμετάλλευσης της ιστορίας από την ηγεσία της τοπικής κοινότητας των Εβραίων, σε μια προσπάθεια να περισώσει τα όποια δικαιώματά της στην Ιταλία, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τη σωτηρία του παιδιού. Μια αδιαφορία που παρατηρείται και από τον κοινωνικό περίγυρο, τη Δικαιοσύνη ή ακόμη και ανάμεσα στους επαναστάτες κατά της Παπικής εξουσίας.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης, σχεδόν εμμονικά, θα στοχεύσει στην Καθολική Εκκλησία, στην εξουσιομανία του σαδιστή πάπα. Για τον Μπελόκιο δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις ευθυνών ή έστω ένας λόγος συμπάθειας ή κατανόησης για τον κατώτερο κλήρο ή κάποιους καθολικούς που να μην ενστερνίστηκαν τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό των παπικών.
Σε αυτό το ξέσπασμά του, κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Μπελόκιο δημιουργεί μία υποβλητική ατμόσφαιρα, με μπαρόκ αισθητική, φωτισμούς που ακολουθούν την εικαστική τεχνοτροπία της εποχής -της σχολής της Μπολόνια, με το έντονο κιαροσκούρο, αποδίδοντας το ζοφερό στοιχείο της αποστειρωμένης Καθολικής Εκκλησίας και τους λαβυρίνθους της εξουσίας της.
Εκεί, όμως, που δεν τα πάει και τόσο καλά ο Μπελόκιο, είναι στην αφήγηση, καθώς ορισμένες φορές δείχνει αποσπασματικός, σαν να χάνει τον ειρμό των σκέψεών του, αλλού μακρηγορεί χωρίς ιδιαίτερο λόγο και αλλού είναι έντονα ελλειπτικός, ενώ δεν πείθει και τόσο όταν έρχεται η ώρα της ονειρικής σκηνής, ενσάρκωσης του Εσταυρωμένου στα μάτια του μικρού Ενγκάρντο.
Ο Μπελόκιο, επιχειρεί να προσφέρει ένα στιβαρό ιστορικό δράμα, για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τη βίαιη συμπεριφορά και τακτική της, το πνίξιμο κάθε διαφορετικής φωνής, τον ακραίο σεχταρισμό της, τους επεκτατικούς μηχανισμούς της και την απίστευτη υποκρισία της. Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς να είναι στο πνεύμα ενός Μπουνιουέλ, ο Μπελόκιο δίνει μια εικόνα γελοιοποίησης της Εκκλησίας, χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιο ότι το έχει σχεδιάσει και αυτό ορισμένες φορές είναι ένα πρόβλημα που υπονομεύει το φιλμ.
Οι ερμηνείες με τα πάνω και τα κάτω τους, με τον Πάολο Πιερομπόν, στο ρόλο του Πάπα, να μην πείθει ιδιαίτερα, εν αντιθέσει με τον μικρό Ενέα Σάλα, που σε σκλαβώνει με τη μελαγχολική και γεμάτη ερωτηματικά ματιά του, για έναν κόσμο που δεν μπορεί να καταλάβει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… 1858, στην εβραϊκή συνοικία της Μπολόνια. Οι στρατιώτες του πάπα εισβάλλουν ξαφνικά στο σπίτι της οικογένειας Μορτάρα με εντολή του καρδινάλιου για να πάρουν τον Εντγκάρντο, τον επτάχρονο γιο των Μορτάρα. Ο λόγος; Μια μαρτυρία ότι το παιδί είχε βαφτιστεί ως χριστιανός κρυφά από μια υπηρέτρια όταν ήταν μωρό, συνθήκη για την οποία ο παπικός νόμος είναι κάθετος: το παιδί πρέπει να απομακρυνθεί από την αλλόθρησκη οικογένειά του και να μεγαλώσει με καθολική εκπαίδευση.
Αγώνας για τη Δόξα: Audi vs Lancia (Race for Glory: Audi vs. Lancia). Δραματική περιπέτεια, ιταλικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Στέφανο Μορντίνι, με τους Ρικάρντο Σκαμάρτσο, Ντάνιελ Μπρουλ, Χέιλι Μπένετ, Φόλκερ Μπρουχ κ.ά.
Όχι, η ταινία του, άγνωστου στην Ελλάδα, Στέφανο Μορντίνι δεν αφορά τη θρυλική Lancia Delta Intergrale, αλλά το πρωτότυπο μοντέλο 037, το τελευταίο πισωκίνητο αγωνιστικό αυτοκίνητο που κέρδισε το πρωτάθλημα ράλι. Και μαζί, θα λέγε κανείς, μία έμμεση απάντηση των Ιταλών στο «Κόντρα σε Όλα», με Κρίστιαν Μπέιλ, Ματ Ντέιμον, για τη διαμάχη Ford-Ferrari, που είδαμε πριν περίπου πέντε χρόνια.
Την ταινία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μια «οικονομική» έκδοση μπροστά στα θηρία του Χόλιγουντ (πέρσι είχαμε και το φιλμ «Ferrari», διά χειρός Μάικλ Μαν), θα την ευχαριστηθούν σίγουρα οι θιασώτες των ράλι, των σπορ αυτοκινήτων και ιδίως οι λάτρεις της ιταλικής φίρμας, με τις σκηνές από τους αγώνες, τις μελωδίες των κινητήρων, τα τρελά γκάζια.
Όμως, για τους υπόλοιπους το φιλμ έχει περιορισμένο ενδιαφέρον, καθώς, πέρα από κάποια περιπαιχτικά «τσιμπήματα» για τους Γερμανούς της Audi και θυγατρικής του τεράστιου ομίλου της Volkswagen, φέρνει στο μυαλό περισσότερο σαν προσεγμένη τηλεταινία.
Η ιστορία αφορά το πρωτάθλημα ράλι του 1983, όταν η Lancia (του ομίλου της FIAT) θέλει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Audi, η οποία έχει ήδη εφαρμόσει την τετρακίνηση με το Quattro, δίνοντας φτερά στα αυτοκίνητά της και κυρίως στους χωμάτινους δρόμους, όπου διεξάγεται το μεγαλύτερο μέρος των αγώνων. Ο διευθυντής αγώνων της Lancia Τσέζαρε Φιόριο, χωρίς να έχει τη χρηματοδότηση των Γερμανών και τον χρόνο να εξελίξει την τετρακίνηση στα αυτοκίνητά του, θα κάνει το παν για να κερδίσει το πρωτάθλημα, εκμεταλλευόμενος τους πανίσχυρους κινητήρες του, το ελαφρό αμάξωμα, τα ιταλικά «κρατήματα», να «δουλέψει» ουκ ολίγες φορές τους αντιπάλους του και να εμπιστευτεί τους υπέροχους οδηγούς του.
Το φιλμ καταγράφει χαλαρά την πραγματική ιστορία και επικεντρώνεται σχεδόν εξολοκλήρου στην προσωπικότητα του Φιόριο. Η απέναντι πλευρά, αυτή της ομάδας της Audi και του αντίστοιχου αντίπαλού του Βάλτερ Ρερλ, ακόμη μίας σπουδαίας φυσιογνωμίας των αγώνων ράλι, θα έχει τοΝ ρόλο κομπάρσου, καθώς ο σκηνοθέτης αγνοεί πλήρως τις δικές τους αγωνίες, τους μηχανισμούς λειτουργίας τους, τις πιθανές ίντριγκές τους.
Έτσι, πέρα από την αδρεναλίνη και μία όχι και τόσο διαφωτιστική προσέγγιση της προσωπικότητας του Φιόριο, είναι λίγες οι συγκινήσεις που προσφέρει η ταινία του Μορντίνι, εν αντιθέσει με αυτές που δίνει απλόχερα ένα πρωτάθλημα ράλι.
Απλώς ικανοποιητικός ο συμπαθέστατος Σκαμάρτσο, που φαίνεται να μην είχε τον χρόνο να δουλέψει τον χαρακτήρα του Φιόριο, ενώ οι υπόλοιπες ερμηνείες ήταν σχεδόν αδιάφορες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το παγκόσμιο πρωτάθλημα ράλι του 1983 δεν θα είναι το ίδιο με όλα τα άλλα. Κι αυτό επειδή η Lancia θέλει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Audi, ακόμα και με κίνηση μόνο σε δύο τροχούς, σε έναν απίθανο αγώνα ταχύτητας και αντοχής νεύρων που θυμίζει Δαυίδ και Γολιάθ.
Κούκλες της Δρέσδης (Dolls of Dresden). Δραματική ταινία, ελληνογερμανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Αλέξη Τσάφα, με τους Χριστίνα Σωτηρίου, Αλεξία Μπεζίκη, Γιώργο Γλάστρα, Σωτήρη Ψαλτίδη, Ακύλλα Καραζήση κ.ά.
Έπειτα από οχτώ χρόνια απουσίας, ο Αλέξης Τσάφας επανέρχεται στο κινηματογραφικό προσκήνιο, με μία ταινία για τα γυναικεία δικαιώματα, επιλέγοντας μια ακτιβιστική κινηματογραφική προσέγγιση. Ο σκηνοθέτης του ενδιαφέροντος «Μιντέλο – Πίσω από τον Ορίζοντα», θέτει διαχρονικά ζητήματα όπως είναι αυτά της αγωνιώδους μάχης για την απελευθέρωση του γυναικείου σώματος και της αυτοδιάθεσης, αλλά και το επίκαιρο θέμα της υιοθεσίας από τα ομόφυλα ζευγάρια.
Δυο γυναίκες, η Άννα, μια αντισυμβατική δημοσιογράφο που ζει στη Θεσσαλονίκη και η Λοφίλια, μια πρωτοποριακή καλλιτέχνιδα από τη Δρέσδη, που προκαλεί θόρυβο με κάθε παρουσίαση των έργων της, έρχονται κοντά μετά από μία τυχαία συνάντηση. Η παθιασμένη ερωτική σχέση τους θα τις βρει σε μια καθοριστική στιγμή της ζωής τους. Προσπαθώντας να βρουν την πραγματική ευτυχία, θα αναλογιστούν την ιστορία τους, μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας, που αφορά πολλές γυναίκες.
Ο Τσάφας θα καταφέρει να κάνει και μια ταινία για τη μνήμη, με την ιστορία του να διαπερνά την τέχνη και τη ζωή, συνθέτοντας το προσωπικό με το συλλογικό, μπαίνοντας σε δρόμους που μας θυμίζουν τη μακρά πορεία της καταπίεσης των γυναικών και ακόμη περισσότερο των διώξεων των ομόφυλων ζευγαριών, από την εποχή του ναζισμού, για να φτάσει στο σήμερα και στον ψυχισμό των ηρωίδων του.
Παρά της καλές προθέσεις του, ο σκηνοθέτης θα πέσει στην παγίδα της πομπώδους γραφής, ενώ το φιλμ αρχίζει να αγκομαχά και αφηγηματικά, ειδικά όταν εμφανίζεται η ακατάσχετη φλυαρία γύρω από την τέχνη. Αν σε αυτά προσθέσουμε και την έλλειψη της δραματικής κορύφωσης, που θα μετέδιδε τη στοιχειώδη συγκίνηση, αλλά και της τουλάχιστον χλωμές ερμηνείες, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ακόμη μία προσπάθεια, που ξεκινά με της καλύτερες των προθέσεων, υπονομεύεται από της γνωστές παθογένειες του ελληνικού σινεμά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άννα είναι μια νέα αντισυμβατική δημοσιογράφος που ζει στη Θεσσαλονίκη. Η γεννημένη στη Δρέσδη Λοφίλια είναι μια ζωγράφος που με τον αιρετικό τρόπο ζωής της και την τέχνη της εντυπωσιάζει και προκαλεί. Η τυχαία συνάντηση των δύο γυναικών θα εξελιχθεί σύντομα σε μια βαθιά ερωτική σχέση με την προοπτική δημιουργίας οικογένειας.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Γκοτζίλα x Κονγκ: Η Νέα Αυτοκρατορία (Godzilla x Kong: The New Empire). Υπερθέαμα για το υπερθέαμα, σε μία τερατώδη συνάντηση κορυφής, όπου ο παντοδύναμος Κινγκ Κονγκ ενώνει τις δυνάμεις του με τον τρομαχτικό Γκοντζίλα, ενάντια σε μία ανεξερεύνητη κολοσσιαία απειλή, που βάζει σε κίνδυνο την ύπαρξή τους, αλλά και όλο τον κόσμο. Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής 2024, σε σκηνοθεσία του Άνταμ Γουίνγκαρντ, που είχε γυρίσει και το προηγούμενο φιλμ, «Γκοτζίλα VS Κονγκ», το οποίο προβλήθηκε μόνο μέσω γνωστής πλατφόρμας.
Πρόκειται για την 38η κινηματογραφική εμφάνιση για τον Γκοτζίλα και 13η για τον Κινγκ Κονγκ, και κυρίως πέμπτο κεφάλαιο του Monster Verse. Μια ταινία, που έχει βεβαίως την πλάκα της μέσα από τις υπερβολές της, αλλά τίποτα περισσότερο. Παίζουν οι Μπράιαν Ταϊρί Χένρι, Ρεμπέκα Χολ, Νταν Στίβενς κ.ά.
Baghead: Η Μάγισσα των Νεκρών (Baghead). Ιδιαιτέρως σκοτεινή ταινία τρόμου, γερμανικής και βρετανικής παραγωγής 2023, στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αλμπέρτο Κορεδόρ. Γυρισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της στα φημισμένα και υπερσύγχρονα στούντιο Babelsber, το φιλμ διαθέτει ορισμένες υποβλητικές σκηνές, μια καλή αρχική ιδέα, αλλά και όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του είδους, που ενδεχομένως θα ικανοποιήσουν το κοινό των multiplex.
Μετά το θάνατο του πατέρα της, η Ίρις μαθαίνει ότι έχει κληρονομήσει μια ερειπωμένη παμπάλαιη παμπ. Ταξιδεύει στο Βερολίνο, θα αποδεχθεί την κληρονομιά της και θα δεθεί άρρηκτα με μια ανείπωτη οντότητα, που κατοικεί στο υπόγειο της παμπ, την Baghead – ένα πλάσμα που αλλάζει σχήμα και μπορεί να μεταμορφωθεί σε νεκρό. Με τους Φρέγια Άλαν, Τζέρεμι Ίρβιν, Ρούμπι Πάρκερ κ.ά.
Aδέσποτα Κορμιά. Το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου, που εξερευνά τη σωματική αυτονομία, σε μια Ευρώπη που επιτρέπεται να ταξιδέψεις, να εργαστείς και να καταναλώσεις ελεύθερα, αλλά όχι να ζήσεις ή να πεθάνεις όπως επιθυμείς, δοκιμάζει την τύχη του και στο ευρύτερο κοινό. Η Ρόμπιν είναι έγκυος, αλλά δε θέλει να γίνει μητέρα. Η Κατερίνα θέλει αλλά δεν μπορεί. Η Κική θέλει απλώς να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Όμως η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση και η ευθανασία αντίστοιχα δεν είναι νόμιμες στις χώρες τους. Τρεις διαφορετικές ιστορίες γυναικών, ιδωμένες με χιούμορ, αλλά και σκληρό ρεαλισμό, που σπάνε στερεότυπα και θα προκαλέσουν γόνιμες συζητήσεις, όπως ευελπιστεί και η σκηνοθέτιδα.
(Φωτογραφία από την ταινία «Η Χίμαιρα»)
Χάρης Αναγνωστάκης