Ο ρόλος της διαρκούς εκπαίδευσης των δημοσιογράφων, αλλά και των πολιτών στην αναγνώριση των ψευδών ειδήσεων (fake news), αλλά και η ευθύνη των δημοσιογραφικών οργανισμών να ενσωματώσουν στη διαδικασία της ειδησεογραφικής παραγωγής εργαλεία επαλήθευσης δεδομένων (fact-checking), αξιοποιώντας στην κατεύθυνση αυτή και τις δυνατότητες που παρέχει η Τεχνητή Νοημοσύνη, αναδείχθηκαν από τους ομιλητές στην εκδήλωση – συζήτηση, που διοργάνωσαν το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα, στο πλαίσιο της 88ης ΔΕΘ, στην οποία η Γερμανία είναι η τιμώμενη χώρα.
Για την παραπληροφόρηση και τη δημοσιογραφία συζήτησαν ο δημοσιογράφος Αιμίλιος Περδικάρης, Πρόεδρος του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, η δημοσιογράφος Manuela Kasper-Claridge, Αρχισυντάκτρια της Deutsche Welle και ο Καθηγητής Νίκος Παναγιώτου, από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Σοφία Παπαδοπούλου, Αρχισυντάκτρια ΑΠΕ-ΜΠΕ (Διεύθυνση Βόρειας Ελλάδας).
Το τοπίο της παραπληροφόρησης σήμερα
Η παραπληροφόρηση, όπως συμφώνησαν οι τρεις ομιλητές, είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό που σήμερα όμως κυριαρχεί, κυρίως λόγω των τεχνολογικών δυνατοτήτων που έχει στη διάθεσή του οποιοσδήποτε αποβλέπει σε κάποιο όφελος από τη διασπορά των ψευδών ειδήσεων, αλλά και λόγω της ανάδειξης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) στην κυριότερη πηγή ενημέρωσης των πολιτών.
Ο κ. Παναγιώτου είπε ότι το φαινόμενο της παραπληροφόρησης είναι κατακλυσμιαίο και οι δημοσιογράφοι «καλούνται σε δυσμενέστερες συνθήκες να απαντήσουν σε πολυσύνθετα φαινόμενα», και γι’ αυτό «απαιτείται η ανάπτυξη ειδικών τεχνολογικών βοηθημάτων και εργαλείων», ενώ σε ό,τι αφορά σχέση των δημοσιογράφων και των ειδησεογραφικών οργανισμών με την κοινή γνώμη «δυστυχώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ποιοτικό στοιχείο που ορίζει και το νέο περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την παραπληροφόρηση και αυτό είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης, καθώς οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους και τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς». «Αυτή η απομείωση της εμπιστοσύνης είναι ένας καταλυτικός παράγοντας που έχει αλλάξει κατά πολύ το πεδίο μέσα στο οποίο καλούμαστε να λειτουργήσουμε», επισήμανε.
Η Deutsche Welle έχει πολλά τηλεοπτικά κανάλια, εκατοντάδες προγράμματα και κανάλια μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η παραπληροφόρηση απασχολεί τον οργανισμό στην καθημερινή του λειτουργία σε ό,τι αφορά τη διασταύρωση των πληροφοριών πριν πάρουν τη μορφή της είδησης, όμως δεν έχει αφήσει εκτός του «κάδρου» ούτε τους ίδιους τους δημοσιογράφους του μέσου, οι οποίοι συχνά βρίσκονται στο στόχαστρο δημιουργίας ψευδών ειδήσεων για εκείνους. Πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσουμε την παραπληροφόρηση σχετικά με την Deutsche Welle και τους δημοσιογράφους μας, σημείωσε η κ. Claridge, τονίζοντας ότι η αξιοπιστία είναι καίριας σημασίας, για να γνωρίζει ο πολίτης ότι μπορεί να εμπιστευτεί μία πηγή, έναν ραδιοτηλεοπτικό φορέα και αυτό, όπως, εξήγησε «μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν γνωρίζουμε ότι οι πληροφορίες που διαδίδονται ελέγχονται και από εμάς και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε επεκτείνει σημαντικά τη μονάδα ελέγχου γεγονότων, έχουμε προμηθευτεί τα αναγκαία τεχνικά εργαλεία και τα ενημερώνουμε διαρκώς».
Η κ. Claridge παρατήρησε επίσης ότι η παράμετρος της ταχύτητας στο δημοσιογραφικό λειτούργημα «δεν είναι πάντα καλή και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταματάμε μία στιγμή και να λέμε, παρακαλώ ελέγξτε πρώτα τα γεγονότα πριν δημοσιεύσουμε». «Η Deutsche Welle δημιουργεί αυτή τη στιγμή μια πολύ μεγάλη μονάδα επαλήθευσης που μπορεί να ελέγξει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα π.χ. αν κάποιες φωτογραφίες είναι αληθινές ή ψεύτικες», εξήγησε προσθέτοντας ότι αυτό σημαίνει πως και οι δημοσιογράφοι πρέπει σήμερα να εκπαιδευτούν να χειρίζονται αυτά τα τεχνολογικά εργαλεία, εκτιμώντας πως εντέλει αυτό θα κάνει και τη διαφορά για τα μέσα ενημέρωσης, οι άνθρωποι θα καταλήξουν να ενημερώνονται από τα μέσα που θεωρούν ότι είναι αξιόπιστα.
Η ελευθερία στη διάχυση της πληροφόρησης, προσπερνώντας τα στάδια της διασταύρωσης των γεγονότων, «τρέφει» την παραπληροφόρηση, όπως παρατήρησε ο κ. Περδικάρης. «Η πληροφορία πια υπάρχει ελεύθερη, υπάρχει δωρεάν πρόσβαση για το κοινό, διαχέεται στο διαδίκτυο χωρίς απαραίτητα να προέρχεται από επαγγελματίες της ενημέρωσης, από δημοσιογράφους και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο», είπε, επισημαίνοντας ότι είναι αναγκαία η εκπαίδευση και του ίδιου του κοινού, των καταναλωτών της πληροφορίας και των ειδήσεων.
Για τον τρόπο που τα ΜΜΕ πρέπει να κινητοποιηθούν σημείωσε ότι «πρέπει να προσαρμοστούμε και να βρούμε τα εργαλεία με τα οποία θα διαφυλάξουμε την αξιοπιστία της δικής μας δουλειάς». «Χρειάζεται εκπαίδευση και των επαγγελματιών της ενημέρωσης, αλλά και του ίδιου του κοινού για να μπορέσει να καταλάβει, να κατανοήσει τις προκλήσεις αυτές και κυρίως να μπορεί να αντεπεξέλθει σε και σε αυτές και σε εκείνες που έρχονται. Γιατί ο ρυθμός με τον οποίο αλλάζουν τα δεδομένα είναι ραγδαίος», υπογράμμισε.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη τελειοποιεί τα fake news αλλά και τα ανιχνεύει
Ο διαχωρισμός της πληροφορίας στο διαδίκτυο από την είδηση είναι το κρίσιμο ζητούμενο για την αξιοπιστία του δημοσιογραφικού έργου και των μέσων. «Είναι μείζονος σημασίας το να διαχωρίσουμε την πληροφορία από την είδηση», σημείωσε ο κ. Παναγιώτου αναδεικνύοντας το ζήτημα μιας ευρύτερης συμμαχίας μεταξύ οργανισμών διασταύρωσης ειδήσεων και των ίδιων των δημοσιογράφων, καθώς, όπως παρατήρησε, για την παραπληροφόρηση μέσα από δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είθισται οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες να αποποιούνται των ευθυνών τους. Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε ότι «επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν μια νέα γενιά καταναλωτών ειδήσεων, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν μέσα σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, που χωρίς να σκοτώνει την καινοτομία, δεν θα αφήνει ανοργάνωτο ό,τι ψευδώς και κακώς ονομάζεται ελευθερία της έκφρασης».
«Το πρόβλημα είναι ότι οι ψεύτικες ειδήσεις γίνονται όλο και καλύτερες», παραδέχθηκε η κ. Claridge εξηγώντας ότι κατ’ επέκταση πιο δύσκολος είναι και ο διαχωρισμός της ψευδούς από την αληθινή πληροφορία. H Deutsche Welle, όπως διευκρίνισε, ζητά από τους δημοσιογράφους τους να απευθύνονται μόνο σε αξιόπιστες πηγές, ενώ υποστηρίζει την εκπαίδευσή τους στα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να μπορούν να ελέγχουν τα δεδομένα, να αξιολογήσουν έγγραφα, βίντεο και φωτογραφίες, να επαληθεύσουν την αξιοπιστία των πληροφοριών και να ανιχνεύσουν την παραπληροφόρηση.
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιούμενη δόλια για την παραγωγή ψευδών ειδήσεων να μπορέσει να επικρατήσει της αξιόπιστης δημοσιογραφίας εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους δημοσιογράφους, «επειδή η τεχνητή νοημοσύνη δε βρίσκεται στον χώρο και στο πεδίο, ενώ οι δημοσιογράφοι μας βρίσκονται σε όλο τον κόσμο και αυτό είναι που μας ξεχωρίζει από την τεχνητή νοημοσύνη», καθώς «η τεχνητή νοημοσύνη επιλέγει δεδομένα από κάτι που ήδη υπάρχει και δημιουργεί κάτι που φαίνεται να είναι νέο».
«Η τεχνητή νοημοσύνη θα αλλάξει τον τρόπο που δουλεύουμε, δε θα μας αντικαταστήσει, θα μας βοηθήσει όμως στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης», συμφώνησε ο κ.Περδικάρης, προσθέτοντας ότι το αποτέλεσμα κάθε τεχνολογίας εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα την χρησιμοποιήσει κάποιος. «Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει έναν άνθρωπο, έναν δημοσιογράφο, έναν επαγγελματία, τον πολεμικό ανταποκριτή που είναι στο πεδίο, τον φωτορεπόρτερ, ο οποίος με τον φακό του αποτυπώνει αυτά τα οποία συμβαίνουν στο πεδίο. Όμως μπορεί και πρέπει να είναι ένα εργαλείο το οποίο θα βελτιώσει τη δουλειά μας, αρκεί να ξέρουμε πώς θα το χρησιμοποιήσουμε, με ποιον τρόπο θα το χρησιμοποιήσουμε», σημείωσε.
Εκπαιδεύοντας τους πολίτες στο fact-checking
Το πολύ πρόσφατο παράδειγμα με τον ισχυρισμό του Ντόναντ Τραμπ στο ντιμπέιτ με την Καμάλα Χάρις, ότι Αϊτινοί μετανάστες στο Οχάιο αρπάζουν σκύλους και γάτες για να τους φάνε επικαλέστηκε η κ. Claridge για να εξηγήσει πώς η Deutsche Welle έλεγξε τα στοιχεία για τον ισχυρισμό πολύ γρήγορα και ξεκαθάρισε στους θεατές και στους χρήστες των μέσων της πώς κατέληξε στο συμπέρασμα και ποια μέτρα έλαβε για να αποδείξει ότι ο ισχυρισμός ήταν αναληθής. Όπως εξήγησε, δείξαμε βήμα προς βήμα γιατί ο ισχυρισμός δεν ήταν αληθής, εκπαιδεύοντας με τον τρόπο αυτό το κοινό στα βήματα αναγνώρισης των fake news και στα εργαλεία με τα οποία έγινε το fact-checking.
Σε ό,τι αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο για την τεχνητή νοημοσύνη ο κ. Παναγιώτου παρατήρησε ότι «η τεχνητή νοημοσύνη αυτή τη στιγμή είναι ένα πεδίο γεωπολιτικού ανταγωνισμού» και «όποια χώρα κατορθώσει να κυριαρχήσει στον τομέα αυτό σημαίνει ότι θα έχει ένα πάρα πολύ ισχυρό και σημαντικό προβάδισμα», διερωτώμενος «μπροστά σε αυτό το δίλημμα -πολλές φορές προβάλλεται και ως ένα υπαρξιακό δίλημμα για την Ευρώπη, για την Αμερική, για την Κίνα, για την Ινδία- σε ποιον βαθμό είμαστε διατεθειμένοι να θέσουμε περιορισμούς;».
Ο ίδιος διατύπωσε την άποψη ότι «αν θελήσουμε να περιορίσουμε την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, θα πρέπει να γίνει με μια παγκόσμια πρωτοβουλία που θα ακολουθεί και θα μιμείται συμφωνίες, όπως ήταν εκείνη περί της μη διάδοσης πυρηνικών όπλων». Σημείωσε, πάντως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα αυτό πρωτοπορεί και είναι η μόνη η οποία έχει τολμήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό να ορίσει το πεδίο που πρέπει να οριστεί.
Τον προβληματισμό ότι «είναι πάρα πολύ λεπτά τα όρια ανάμεσα στη ρύθμιση και στην αυτορρύθμιση», διατύπωσε ο κ. Περδικάρης, εξηγώντας ότι η ρύθμιση μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια επιβολής λογοκρισίας, είτε και πονηρά να χρησιμοποιηθεί για να επιβληθεί λογοκρισία, καθώς «υπάρχουν καθεστώτα τα οποία επιδιώκουν μέσα από τη ρύθμιση των μέσων ενημέρωσης και του τοπίου να επιβάλλουν κανόνες οι οποίοι ισοδυναμούν με λογοκρισία». «Η αυτορρύθμιση αφορά εμάς, αφορά τη δουλειά μας, αφορά τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε. Αφορά τους ηθικούς κανόνες, που έχουμε και σήμερα, τη δεοντολογία και τον τρόπο που εργαζόμαστε, βάζοντας πλέον στη μεγάλη εικόνα και την τεχνητή νοημοσύνη», πρόσθεσε.
Η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και η ευαισθητοποίηση σχετικά με την παραπληροφόρηση είναι σημαντική και για τη διατήρηση της δημοκρατίας μας, υπογράμμισε από την πλευρά της η κ. Claridge φέροντας παραδείγματα όπου τα fake news χρησιμοποιοήθηκαν προς επηρεασμό προεκλογικών εκστρατειών. Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι είναι πολύ σημαντική η εκπαίδευση των δημοσιογράφων, ώστε γρήγορα να μπορούν να αναγνωρίζουν την ψευδή πληροφορία, όμως η παράλληλη εκπαίδευση των χρηστών, είναι που διασφαλίζει τη δημοκρατία.
Σμαρώ Αβραμίδου