Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου ο ιδιωτικός τομέας είναι εκείνο το κομμάτι της οικονομίας που ελέγχει η κυβέρνηση και ο δημόσιος τομέας είναι εκείνο το κομμάτι της οικονομίας που δεν ελέγχει κανένας. Sir James Goldsmith, 1933-1997, Βρετανός επιχειρηματίας

Σημαντική μείωση του πληθυσμού των μινκ στη Δυτική Μακεδονία

10 Ιανουαρίου, 2024

του ανταποκριτή μας Σπ. Κουταβά

Οι πληθυσμοί των μινκ που το 2010 και 2011, μετά από πράξεις δολιοφθοράς σε φάρμες γουνοφόρων ζώων, διέφυγαν στο φυσικό περιβάλλον, έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό, σύμφωνα με την μελέτη του έργου LIFE ATIAS με τίτλο «Αντιμετώπιση της απειλής των εισβλητικών ειδών στη Βόρεια Ελλάδα, μέσω της ανάπτυξης συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και πληροφοριών για θηλαστικά». Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν σήμερα στην Κοζάνη σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Αποκεντρωμένη διοίκηση Ηπείρου- Δυτικής Μακεδονίας με τους εταίρους του προγράμματος.

Ο Δημήτριος Μπακαλούδης, Καθηγητής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Άγριας Πανίδας και Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων στο ΑΠΘ, μίλησε συνολικά για την μείωση ειδών της πανίδας από την εισαγωγή ή μεταφορά άλλων ειδών που κυριαρχούν στις νέες περιοχές «με αποτέλεσμα να έχει χαθεί το 16% των ειδών της γης». Για το αμερικανικό μινκ που εκτρεφόταν στις φάρμες ο κ. Μπακαλούδης τόνισε ότι «στο ευρωπαϊκό περιβάλλον το συγκεκριμένο σαρκοβόρο εξαφανίζει κυρίως πουλιά αλλά και ψάρια και λόγω της διάπλασής του εκτοπίζει ακόμη και το ευρωπαϊκό μινκ που μπορεί να ζει ελεύθερο στην φύση».

Η περιοχή έρευνας κάλυπτε μια μεγάλη έκταση που ξεκινούσε από την Καστοριά, εκτεινόταν στην παραποτάμια περιοχή του Αλιάκμονα και έφτανε έως τις περιοχές της λίμνης Βεγορίτιδας δηλαδή εκεί όπου παρατηρήθηκε η διασπορά και η επιβίωση των γουνοφόρων μετά τη διαφυγή τους από τις φάρμες. Τοποθετήθηκαν συνολικά 150 παγίδες στις οποίες αιχμαλωτίστηκαν κυρίως θηλυκά μινκ τα οποία εν συνεχεία μεταφέρθηκαν στις φάρμες εκτροφής. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα μικρά γουνοφόρα ζώα κατάφεραν να προσαρμοστούν και να αναπαραχθούν σε περιοχές που διαθέτουν νερό, όπως οι όχθες της λίμνης και των ποταμών, σε περιβάλλον βραχώδες και με χαμηλή βλάστηση.

Εκτός από τη μείωση της εξάπλωσης των μινκ, ο βασικός στόχος του προγράμματος σύμφωνα με τον κ. Μπακαλούδη ήταν «η αποτροπή με κάθε τρόπο των σαρκοβόρων να φτάσουν στην περιοχή των Πρεσπών όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα φωλιάζουν σπάνια πουλιά». Στην ημερίδα ανακοινώθηκαν ακόμη στοιχεία για την ανάκαμψη του πληθυσμού των κορμοράνων και των λαγγόνων. Πρόκειται για υδρόβια πουλιά που ζουν στην λίμνη της Καστοριάς και της Βεγορίτιδας τα οποία επηρεάστηκαν αρχικά από την παρουσία των μινκ στον βιότοπό τους.

Σημαντικό στοιχείο για τη μελλοντική αξιοποίηση της έρευνας ήταν ότι οι περισσότερες συλλήψεις των μινκ έγιναν την περίοδο του φθινοπώρου, γεγονός που μπορεί να ληφθεί υπόψιν στο μέλλον εάν αποφασιστεί η συνέχιση του προγράμματος αιχμαλωσίας τους.

Επίσης, έγιναν αναφορές και στον ρόλο των ΜΜΕ ως προς τον τρόπο παρουσίασης του θέματος των μινκ και της παρουσίας τους σε περιοχές της Κοζάνης ενώ επρόκειτο για ένα είδος πετροκούναβου που ενδημεί στην περιοχή.

Ο κ. Μπακαλούδης τόνισε ότι «η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ότι στο έργο LIFE ATIAS εφαρμόστηκαν μέτρα και καλές πρακτικές διαχείρισης του πληθυσμού του αμερικανικού μινκ», με ιδιαίτερη έμφαση σε υγροτόπους του δικτύου Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000 που είναι πιο ευάλωτες στην απώλεια της βιοποικιλότητας. Σημείωσε ότι σήμερα «είμαστε αρκετά πλούσιοι σε εμπειρίες και γνώση για την διαχείριση τέτοιων θεμάτων» και πρόσθεσε ότι όλα τα στοιχεία της έρευνας θα διαχυθούν στην επιστημονική κοινότητα, στους αρμόδιους φορείς τις τοπικές Αρχές», ώστε στο μέλλον να λειτουργήσουν έγκαιρα και με μέθοδο για την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από την εξάπλωση των χωροκατακτητικών ξενικών ειδών στο σύνολο της χώρας.

Το LIFE ATIAS είναι ένα έργο που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Πράσινο Ταμείο, στο πλαίσιο του Προγράμματος LIFE και ολοκληρώνεται τον Μάρτιο του 2024. Τον συντονισμό του προγράμματος είχε το ΑΠΘ κι ως εταίροι συμμετείχαν η Αποκεντρωμένη διοίκηση Ηπείρου – Δυτ. Μακεδονίας, η Αποκεντρωμένη διοίκηση Μακεδονίας Θράκης, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, η Ελληνική Ομοσπονδία Γούνας και η Κυνηγητική Ομοσπονδία Μ-Θ.