Τα «Γλωσσίδια» του Ανδρέα Παππά, που κυκλοφόρησαν πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Πατάκη, προέρχονται από την ομότιτλη στήλη του στην εφημερίδα «Τα Νέα», αλλά αποκτώντας τη μορφή βιβλίου απευθύνονται εκ των πραγμάτων, σε ένα κατά πολύ ευρύτερο κοινό. Στις σελίδες του, είναι τώρα εύκολο να σκύψουν άνθρωποι με ειδικό ενδιαφέρον για τη γλώσσα (και απ’ όσο ξέρουμε υπάρχουν πολλοί στη χώρα μας) μα και αναγνώστες-πολίτες, οι οποίοι παρακολουθούν την καθημερινότητα του δημόσιου βίου, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαλέγουν βιβλία λογοτεχνίας από την εγχώρια παραγωγή, ξεχωρίζουν δείγματα από τον μεγάλο όγκο των μεταφράσεων ή νοιάζονται για ζητήματα της τέχνης και της Ιστορίας.
Το βιβλίο του Παππά, με χαρακτηριστικό υπότιτλο «Κείμενα για τη γλώσσα και όχι μόνο», δεν θα αρέσει σε εκείνους που αγαπούν τους αδιάρρηκτους κανόνες ή τρέφουν υπέρμετρο σεβασμό για τις σιδερένιες πειθαρχίες. Οι κρίσεις του είναι συχνά αυστηρές, ή και πολύ αυστηρές, οι διατυπώσεις του, παρά τη εν γένει μετριοπάθειά τους, καταλήγουν σε ιδιαιτέρως αιχμηρά συμπεράσματα και κανένας σύγχρονος μύθος (γλωσσικός, πολιτικός ή ιστορικός) δεν μοιάζει ικανός να αντισταθεί στην κριτική του διύλιση. Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά, κι αυτό είναι το κυριότερο, ο συγγραφέας, που είναι σταθερά φιλοπαίγμων, δεν επηρεάζεται από κανενός είδους δόγμα, δεν πιστεύει -και εκ τούτου δεν εφαρμόζει- οιαδήποτε ρυθμιστική αρχή και δεν πορεύεται έξω από την πραγματικότητα, παραμένοντας επίμονα στο πεδίο του εφικτού. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως νιώθει υποχρεωμένος να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις, προβαίνοντας στους πάντοτε αναγκαίους συμβιβασμούς και συγκερασμούς.
Άξιος μεταφραστής, επιμελητής εκδόσεων, δοκιμιογράφος και οξύς πολιτικός αρθρογράφος, ο Παππάς εντοπίζει, με υπομονή μυρμηγκιού, γλωσσικά λάθη και λεκτικά ολισθήματα, ανακρίβειες, βάρβαρες χρήσεις των ελληνικών, κλισέ που βγάζουν μάτι, καθώς και πλήθος εκφραστικές ανεπάρκειες (τα ανάλογα ισχύουν και για τις μεταφραστικές του παρατηρήσεις), δίχως να ζητάει επί πίνακι την κεφαλήν όσων λανθάνουν. Γιατί τα λάθη είναι περίπου αναπόφευκτα, και στην καθημερινή εκφορά και γραφή της γλώσσας και στις μεταφράσεις. Με την πάροδο δε του χρόνου, δεν αποκλείεται κάποια λάθη να «απολανθάνονται». Τι ευρηματική λέξη, παρά τη λόγια καταγωγή της, προκειμένου να μιλήσουμε για ένα πολύ πυκνό και αενάως επαναλαμβανόμενο φαινόμενο – την καθιέρωση λαθών στον καθημερινό λόγο τα οποία αν δοκιμάσουμε να διορθώσουμε είναι πιθανόν να φτάσουμε σε καταστάσεις πλήρους ασυνεννοησίας.
Τι θα συμβεί, επί παραδείγματι, αν μπούμε σε ταξί και ζητήσουμε από τον οδηγό να μας πάει σε κάποιο σημείο στην «οδό Κηφισιάς»; Η «Κηφισιά» κάνει στη γενική «Κηφισιάς» και είναι εκ πρώτης όψεως ακατανόητο το από πού έχει προέλθει το «Κηφισίας». Τι θα καταλάβει, όμως, ο οδηγός μας, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος, αν του το πούμε έτσι; Μάλλον το παραμικρό. Όπως προσφυώς, σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ακαδημαϊκός και ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, ο Παππάς ξέρει πως η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και υπό αυτή ακριβώς την έννοια, είναι καλύτερο να μην επιμένουμε ανυποχώρητα στη «λαθολογία» (όπως στο προηγούμενο παράδειγμα), όπως και να μη βιαζόμαστε να υψώσουμε απαγορευτικά τείχη στην είσοδο και στην ενσωμάτωση νέων λέξεων και καινούργιων τύπων, που αποτελούν είτε δάνεια από άλλες γλώσσες (δεν υπάρχουν γλώσσες που να μη δανείζονται από άλλες γλώσσες) είτε ευφυείς προσαρμογές ξένων λέξεων τα ελληνικά.
Θα μπορούσα να γεμίσω το ανά χείρας άρθρο, με άπειρα ευρήματα από τις εργώδεις ανασκαφές του Παππά, και να αποδείξω κατ’ αυτόν τον τρόπο και το αστείρευτο χιούμορ του. Περισσότερο, εντούτοις, από μια ωραία συλλογή μαργαριταριών ενδιαφέρει το αδέσμευτο πνεύμα του συγγραφέα, το οποίο θα συναντήσουμε και στα ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά του σημειώματα (έχω ήδη μιλήσει για τα γλωσσικά και για τα μεταφραστικά). Ο Παππάς ψάχνει εδώ, όχι τον εντυπωσιασμό και τη μάταιη επίδειξη γνώσεων, με τις οποίες θα αφήσει κατάπληκτο τον αναγνώστη, αλλά μια μέθοδο για να εγκλιματίσει ιστορικές λεπτομέρειες και ιστορικά ανέκδοτα στην τρέχουσα κοινωνική ή πολιτική συγκυρία. Και όλα αυτά, θα του δώσουν ξανά την ευκαιρία να αναφερθεί σε ονόματα και σε εξελληνισμούς προσώπων και τόπων, κεντρίζοντας τις πλέον ευφρόσυνες διαθέσεις μας.
Στον χορό θα λάβουν μέρος και τα βιβλιογραφικά και τα βιβλιοκριτικά σημειώματα, όπου η αγάπη για τη λογοτεχνία δεν σκιάζει την ετοιμότητα του κριτικού για διεισδυτικές επισημάνσεις και όπου για άλλη μια φορά, η ανάλαφρη ατμόσφαιρα θα μετατραπεί σε χρυσή ευκαιρία για πολύ σοβαρές και κρίσιμες συζητήσεις. Ας διαβάσουμε πολλές φορές το βιβλίο του Παππά κι ας το ανοίξουμε κάθε φορά σε διαφορετική σελίδα. Θα ανακαλύψουμε κάθε φορά τον ίδιο συνδυασμό: την πάση θυσία αποφυγή της σοβαροφάνειας με την ανάγκη να μη χαθούν από το βλέμμα μας καταστάσεις που έχουν κατά πάσα πιθανότητα, να κάνουν με όλους μας.
Β. Χατζηβασιλείου