Της Τόνιας Α. Μανιατέα
«Ο φόνος είναι πάντα στο μυαλό της και πάντα τον μπερδεύει με την αγάπη…». Όταν τη δεκαετία του ΄60 οι Αμερικανοί βιβλιοκριτικοί καταθέτουν την εκτίμησή τους για το έργο της Αμερικανίδας Πατρίσια Χάισμιθ, εκείνη, μία 38χρονη επιτυχημένη συγγραφέας, οργώνει τα ελληνικά τοπία και ετοιμάζει το επόμενο βιβλίο της με φόντο τους κίονες της Ακρόπολης και τα ταυροκαθάψια της Κνωσσού.
Η δημιουργός του ταλαντούχου κυρίου Ριπλέι (τον παρουσίασε στο βιβλιόφιλο κοινό το 1955), σκανδαλίζει ακόμα την αμερικανική ήπειρο με τον γοητευτικό ψυχοπαθή ήρωά της, που δολοφονεί ανθρώπους και με εντυπωσιακή επιτυχία «ντύνεται» τη ζωή τους. Η Χάισμιθ ταξιδεύει τον σκοτεινό ήρωά της ανά τη Μεσόγειο σε μία περιπετειώδη διαδρομή μίμησης ξένων χαρακτήρων και συνηθειών. Τον φτάνει στη νότια Ιταλία και κάπου εκεί τον αφήνει να εκδηλώσει την τρελή επιθυμία του να επισκεφθεί την Ελλάδα. Ο κ. Ριπλέι δεν προλαβαίνει. Η κ. Χάισμιθ, όμως, φαντάζεται ήδη τον εαυτό της να περιδιαβάζει τον βράχο της Ακροπόλεως. Το όνειρό της θα γίνει πραγματικότητα την άνοιξη του 1959. Σε λίγα χρόνια (1964) από εκείνο το ταξίδι θα κυκλοφορήσει το νέο της βιβλίο με τίτλο «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» με πλοκή, που εξελίσσεται σε ελληνικά τοπία. Ο τίτλος παραπέμπει στις δύο όψεις του Ιανού. «Τα όμορφα και τα άσχημα ενός χαρακτήρα ξεδιπλώνονται ευκολότερα σε όμορφα τοπία… Η ομορφιά είναι το καλό πρόσωπο του Ιανού. Αλλά το μίσος που αυτή μπορεί ταυτόχρονα να εμπνεύσει αποκαλύπτει το κακό» θα προσπαθήσει εκείνη να εξηγήσει, όταν τη ρωτούν.
Από την πρώτη στιγμή έχει χαρακτηριστεί συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά οι εμμονή της δεν είναι τα φονικά. Είναι οι χαρακτήρες των δολοφόνων της. Οι βέβηλες πράξεις τους δεν εξυπηρετούν σε τίποτ΄ άλλο παρά μόνον ως αφετηρία εσωτερικών ανασκαφών σε ανεξερεύνητα πάθη. Οι φόνοι είναι απλώς ένα φόντο δράσης. Γιατί είτε οι ανθρωποκτονίες της γίνονται «εκ προθέσεως», είτε «εξ αμελείας», εκείνη βασανίζει τους δράστες της ως την τελευταία στιγμή. Δεν τους υποβάλλει στον αγώνα του κυνηγητού από τον νόμο, αλλά στη δική τους, την εσωτερική τους αναζήτηση. Στην αναμέτρηση με τα σώψυχά τους, στην αυτοκριτική τους, στις ενοχές τους, στα συμπλέγματά τους. «Μου είναι αδύνατο να ζω από μέρα σε μέρα χωρίς να κρίνω τον εαυτό μου» θα εξομολογηθεί κάποτε η ίδια, όταν ερωτάται γιατί βάζει τους ήρωές της σε τέτοια βάσανο…
Όταν ο Ιρανο-βρετανός Hossein Amini αποφασίζει να προσαρμόσει το «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» για το σινεμά, οι άνθρωποι του χώρου κρατούν μικρό καλάθι… «Ας απολαύσουμε τουλάχιστον Ελλάδα. Δεν λύνεις εύκολα τους… κόμπους της Χάισμιθ» θα πουν. Παρά την πολυτέλεια της εικόνας, που διαθέτει το σινεμά, το βιβλίο είναι υπόθεση της πολύ κατώτερης στιβάδας. Αυτής που δεν μπορεί εύκολα να τρυπήσει η κάμερα.
Σε αυτό το βιβλίο της, η Χάισμιθ θα «σκοτώσει» το πρώτο θύμα σε κάποιο δωμάτιο του 5ου ορόφου του «Kings Palace», στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου («ξενοδοχείο όχι πολυτελές, αλλά πρώτης κλάσεως» το περιγράφει). Στην πραγματικότητα, η πρώτη επιλογή για το ζεύγος των ηρώων του βιβλίου, που φτάνουν στην Ελλάδα είναι η «Μεγάλη Βρετανία», αλλά το μετανιώνουν. Δεν θέλουν να δώσουν στόχο. Έτσι επιλέγουν το γειτονικό («Η λευκή πρόσοψη της Μεγάλης Βρετάννιας απέπνεε έναν αέρα επισημότητας, αλλά και αποστείρωσης, σε αντίθεση με τα πιο χαμηλά και βρόμικα κτήρια γύρω της στην πλατεία Συντάγματος. Υπήρχε κάποιο κυβερνητικό κτήριο στα δεξιά, με την ελληνική σημαία να κυματίζει και δύο στρατιώτες με φούστες και λευκές κάλτσες να στέκονται φρουροί»…).
Το δεύτερο θύμα της Χάισμιθ στην Ελλάδα θα εκπνεύσει με φόντο την περίφημη τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων στην αυλή του Λίθινου Στομίου, στο παλάτι της Κνωσσού. Η τοιχογραφία, που ταξιδεύει ανά τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου διδάσκοντας μινωικό πολιτισμό, εναλλάσσεται σε ρυθμό φλας με τη σορό του δεύτερου θύματος…
Θα είναι ανθρωποκτονίες από αμέλεια, αλλά ο θύτης, που θα καταδιώκεται ανά τη χώρα πρώτα από τον εαυτό του κι ύστερα από τους εκπροσώπους του νόμου, έχει ήδη βεβαρυμμένο παρελθόν. «Δεν θα βάψει την Ελλάδα με βρόμικο αίμα. Την αγαπάει την Ελλάδα» θα αναφέρεται σε σχετική κριτική μετά την έκδοση του βιβλίου της με φόντο τα ελληνικά τοπία (το αίμα βρομίζει όταν το προκαλείς…). Για χάρη του τόπου, που η ίδια η Χάισμιθ έχει μετατρέψει σε ποθητό φαντασιακό, ο κριτικός υπερθεματίζει στον θαυμασμό της συγγραφέως για την Ελλάδα, «στρογγυλεύοντας», σχεδόν δικαιολογώντας, την αφαίρεση της ζωής («πώς θα μπορούσε κανείς να διαπράξει προμελετημένο φονικό σε ένα τέτοιο τοπίο;» αναρωτιέται ο κριτικός, όταν «στην Ελλάδα βρίσκει την έμπνευσή του ένας ποιητής…» σχολιάζει η ηρωίδα του βιβλίου).
Αλλά η ζωή της Χάισμιθ, που θα αποκαλυφθεί σε εύρος, μετά τον θάνατό της, θα διαψεύσει την αμερικανική κριτική. Στην πραγματικότητα, ο φόνος (ασχέτως προθέσεως ή μη) είναι το αγαπημένο εργαλείο της συγγραφέως για να αναποδογυρίζει ξεδιάντροπα τα μέσα έξω των κατά κανόνα μοναχικών, συμπλεγματικών, καταπιεσμένων ομοφυλόφιλων ηρώων της. Πίσω από κάθε ψυχότροπη κατάσταση κρύβεται η ίδια και μάλλον η ομοφυλοφιλία της, που δεν κατάφερε ποτέ να πετάξει στα μούτρα της αμερικανικής συντηρητικής κοινωνίας της εποχής της, ακόμα κι όταν έγραφε με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν το «The price of Salt», μία ιστορία που αναφέρεται στην ερωτική σχέση δύο φαινομενικά αταίριαστων γυναικών. Το βιβλίο απέσπασε ακραία διφορούμενες κριτικές, διθυραμβικές ή περιφρονητικές. Η ίδια, πάντως, όταν ρωτήθηκε για το βιβλίο -πριν αποκαλυφθεί ότι πίσω από τη συγγραφή του βρισκόταν η ίδια- το χαρακτήρισε «βρόμερο»…
Είναι τόσο σκληρή όσο και εύθραυστη, τόσο μισάνθρωπος όσο και ταγός του ανθρώπινου μυστηρίου, τόσο φαντασιόπληκτη όσο και κυνικά αληθινή. Η Χάισμιθ, μέσα από τις ιστορίες της, εξερευνάει τα κακοτράχαλα μονοπάτια, που χάραξε η προβληματική σχέση με τη μητέρα της. Έτσι κι αλλιώς δεν γνώρισε την πατρική φροντίδα (οι γονείς της χώρισαν λίγες μέρες πριν εκείνη γεννηθεί) και πολύ νωρίς πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα, που την έφερε στη ζωή, πάλευε να την ξεφορτωθεί πριν τη γεννήσει. Μεγάλωσε σε περιβάλλον που την έκανε να νιώθει ξένη και ανεπιθύμητη, με έναν πατριό που της κληροδότησε το επώνυμό του, αλλά που ποτέ της δεν συμπάθησε. Ακόμα και η συνύπαρξη με τη γιαγιά της, από την οποία ζητούσε στοργή, έγινε ψηφίδα στο παζλ του προβληματικού χαρακτήρα της. Η μητέρα της μάνας της, λάτρις των γραμμάτων και των βιβλίων, δίδαξε την εγγόνα της πολύ νωρίς γραφή και ανάγνωση και, ως παιδική χαρά, πρόσφερε στην Πατρίσια την πλούσια βιβλιοθήκη της. Αλλά αντί για παραμύθια και ανάλαφρα μυθιστορήματα εκείνη προτίμησε να μελετάει τα συγγράμματα του Φρόιντ… Πριν κλείσει τα οκτώ της χρόνια έπαιζε στα δάχτυλα τις ψυχιατρικές ερμηνείες της πυρομανίας και της σχιζοφρένειας!
Οι ήρωές της είναι μικρο-μέγαλοι κακοποιοί, κλέφτες, απατεωνίσκοι, δολοφόνοι… «Μέσα από την αθόρυβη παραβατικότητά τους, η Πατρίσια Χάισμιθ, στην εποχή των μέσων του 20ου αι., θα προσθέσει στη βιβλιογραφία έναν νέο τρόμο: το ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ, όπου η καταδίωξη είναι παντού, ταυτότητες, φύλα, είδη υπονομεύονται, η ενοχή ταλαιπωρεί ακόμα και τους αθώους και οι καλές προθέσεις διαφθείρουν με μία εντυπωσιακή φυσικότητα. Δεν είναι η Ελλάδα -και καμμία Ελλάδα- η κολυμπήθρα του δικού της Σιλωάμ» θα γράψει στον «New Yorker» η Μ. Τάλμποτ.
Δεν είναι το ελληνικό τοπίο, που ονειρεύεται και εντέλει γνωρίζει, η καταφυγή της. Έτσι κι αλλιώς, η δική της θέση θα είναι πάντα ότι «η ζωή είναι μια ασφυκτική παγίδα από την οποία ούτε οι πιο καταξιωμένοι λογοτέχνες της απόδρασης δεν μπορούν να βρουν μία κομψή έξοδο».
Η εκκεντρικότητά της είναι εντυπωσιακή και ανεπιτήδευτη. Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τίποτα. Η μόνες αδυναμίες της είναι οι γάτες και τα σαλιγκάρια (κατά την ταξιδιωτική της περιπλάνηση στην Ελλάδα «θα ταΐσει τον μισό πληθυσμό των αδέσποτων γατιών» θα εξομολογηθεί χρόνια μετά η τότε συνοδός και σύντροφός της, Τζ. Πάρκερ). Ο κήπος του σπιτιού της, στην Αγγλία, είναι η χαρά του σαλίγκαρου. Κάποτε που θα κληθεί σε κάποιο εγγλέζικο κοκτέιλ, θα εμφανιστεί με μία τεράστια χαρτοσακούλα, που θα περιέχει ένα μαρούλι και καμμία 20ρια σαλιγκάρια… «Τα έφερα για να μου κάνουν παρέα» θα πει στην οικοδέσποινα, αφήνοντάς την άφωνη.
Η Πατρίσια Χάισμιθ θα ζήσει μία ζωή βυθισμένη στα πάθη και το αλκοόλ. Και παρά τον μισανθρωπισμό της θα εμπνεύσει και θα εμπνευστεί από δυνατούς έρωτες μόνο με ομόφυλές της, αλλά δεν θα καταφέρει ποτέ να ερμηνεύσει τη λέξη «αγάπη». Ίσαμε την τελευταία της πνοή, στα 74 χρόνια της, θα παλεύει να αποδεχθεί το έλλειμμα της μητρικής φροντίδας που άφησε τα πιο μελανά στοιχεία στον χαρακτήρα της.
Σε λίγες μέρες (4 Φεβρουαρίου) συμπληρώνονται 29 χρόνια από τον θάνατό της, στο σπίτι της, στην Ελβετία. Κληροδότησε το σύνολο της περιουσίας της (περί τα 3 εκατ. δολάρια) στη λέσχη καλλιτεχνών και συγγραφέων Yaddo (βόρεια της ΝΥ), για την οποία κάποτε της είχε μιλήσει ο Τρούμαν Καπότε. «Έλα στις συνεδρίες των ομοφυλόφιλων γυναικών. Θα σε βοηθήσουν σε αποδεχθείς τον εαυτό σου» της είχε πει εκείνος, για να πάρει ως απάντηση… «Διασκεδαστικό ακούγεται… Και πού ξέρεις; Μπορεί να αποπλανήσω και μερικές από αυτές…».
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
– P. Highsmith «The two Faces of January» (MACFADDEN BARTELL, USA 1969)
– New Yorker Magazine
– Britannica Library
– New York Times
– Smithsonian Magazine