Για «καλό δημοκρατικό συμβιβασμό» έκανε λόγο ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, αναφερόμενος από το βήμα της Βουλής στη συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων προκειμένου να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό των 17 δισεκατομμυρίων ευρώ στον προϋπολογισμό του 2024. Για «δημοσιονομικά τεχνάσματα» και «κυβερνητική κρίση» έκανε λόγο ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς, προέβλεψε νέα υπέρβαση του προϋπολογισμού το επόμενο έτος και κάλεσε τον καγκελάριο να ζητήσει τον Ιανουάριο εκ νέου την ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών.
«Το θέμα είναι πάντα οι συνέπειες της ιστορικής καμπής (ενν. τον πόλεμο στην Ουκρανία) και το πώς μπορούμε να εγγυηθούμε την ασφάλεια της Γερμανίας και της Ευρώπης σε ταραγμένους καιρούς», δήλωσε ο κ. Σολτς στην ολομέλεια της Bundestag, στην καθιερωμένη ομιλία του καγκελάριου πριν από τις συνόδους κορυφής της ΕΕ. Ο καγκελάριος περιέγραψε τον πόλεμο στην Ουκρανία ως την «κεντρική πρόκληση της πολιτικής της ηπείρου μας για την ασφάλεια» και επανέλαβε την απόφαση του Βερολίνου να συνεχίσει την παροχή στήριξης στο Κίεβο. «Αυτή η στήριξη είναι απαραίτητη», εξήγησε, καθώς η Ρωσία «έχει αφιερώσει την οικονομία της πλήρως στην υπηρεσία αυτού του πολέμου», ενώ στρατολογεί δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες «χωρίς να ενδιαφέρεται για τις απώλειες». Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, πρόσθεσε ο Όλαφ Σολτς, «παραμένει αποφασισμένος να γονατίσει την Ουκρανία και ο κίνδυνος αυτός ο υπολογισμός να λειτουργήσει δεν μπορεί να απορριφθεί». Το θέμα μας είναι η ασφάλεια της Ευρώπης και αυτό αποτελεί βασική προτεραιότητα για τη Γερμανία, η οποία επιθυμεί τη διατήρηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ειρήνης, υπογράμμισε. «Ενόψει ενός μακροχρόνιου πολέμου, η υποστήριξη της Γερμανίας προς την Ουκρανία είναι επίσης πολύ σημαντική. Η επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας δεν είναι ένας οποιοσδήποτε πόλεμος στον κόσμο. Έχει να κάνει με το αν τα σύνορα στην Ευρώπη θα είναι στο μέλλον ασφαλή ή εάν η αρπαγή γης και η κατοχή θα καταστούν φυσιολογικές. Αυτή το θέμα είναι κρίσιμο», τόνισε και πρόσθεσε ότι η χρηματοδότηση της στήριξης προς το Κίεβο προβλέπεται να γίνει για το 2024 με 8 δισεκατομμύρια που έχουν ήδη εγγραφεί στον προϋπολογισμό. Διευκρίνισε ωστόσο, προκαλώντας την αντίδραση της αντιπολίτευσης, ότι, αν η κατάσταση στην Ουκρανία επιδεινωθεί, «θα πρέπει να αντιδράσουμε». Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει, συνέχισε, να εισηγηθεί στη Βουλή την έγκριση υπέρβασης του προϋπολογισμού σε περίπτωση απρόβλεπτων εξελίξεων.
Ο κ. Σολτς δήλωσε ακόμη ότι η Γερμανία στηρίζει απερίφραστα την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ουκρανία και τη Μολδαβία, καθώς και με τη Γεωργία, ενώ εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την καθυστέρηση στην ενταξιακή διαδικασία των Δυτικών Βαλκανίων. «Είναι ο καιρός να δούμε όλοι τη μεγάλη εικόνα – και αυτό ισχύει τόσο για τις υποψήφιες χώρες όσο και για τα κράτη – μέλη της ΕΕ», είπε χαρακτηριστικά και τάχθηκε υπέρ της επιτάχυνσης των ενταξιακών διαδικασιών και της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, ακόμη και στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας. «Όταν μια χώρα έχει προχωρήσει σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, όπως π.χ. στην περίπτωση της Αλβανίας, πρέπει αυτό να αναγνωρίζεται, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος για εκτεταμένες συνέπειες συνολικά στη διαδικασία διεύρυνσης, κάτι που δεν μπορούμε να επιτρέψουμε», δήλωσε. Αναφερόμενος στις συνταγματικές αλλαγές στη Βόρεια Μακεδονία, ζήτησε τη βοήθεια του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), το οποίο, όπως είπε, θα μπορούσε να ασκήσει την επιρροή του στο εκεί αδελφό κόμμα.
Παίρνοντας αμέσως μετά τον λόγο, ο αρχηγός του CDU Φρίντριχ Μερτς απέρριψε τον ισχυρισμό του καγκελάριου περί «καλού συμβιβασμού» και «συντεταγμένης διαδικασίας» και έκανε λόγο για «τύποις συμβιβασμό» μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, με στόχο να διευθετηθεί μια πραγματική κυβερνητική κρίση. «Πρόκειται για δημοσιονομικό τέχνασμα», δήλωσε και προέβλεψε ότι «η βούληση του καγκελάριου να αυξήσει, αν χρειαστεί, τη βοήθεια προς την Ουκρανία, δείχνει ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα έρθει».
Ο κ. Μερτς έθεσε ακόμη ζήτημα κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης και κάλεσε τον καγκελάριο να ζητήσει τον Ιανουάριο εκ νέου την ψήφο της Βουλής. «Αν δεν το κάνετε, η επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όσο χαοτικά τελειώνει το 2023 και αυτό η Γερμανία, οι άνθρωποι, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν πλέον να το αντέξουν. Η χώρα έχει φτάσει στα όρια των δυνάμεών της και είναι στο χέρι σας να το σταματήσετε», δήλωσε σε έντονο ύφος.