"Ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από το επίπεδο διαβίωσης των φυλακισμένων της."Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, 1821-1881, Ρώσος συγγραφέας

Οι σύγχρονες προκλήσεις για τους δημοσιογράφους στον μεταβαλλόμενο κόσμο της εργασίας, σύμφωνα με έρευνα

13 Δεκεμβρίου, 2023

Τις σύγχρονες προκλήσεις για το επάγγελμα του δημοσιογράφου στον μεταβαλλόμενο κόσμο της εργασίας παρουσίασε η έρευνα που σχεδίασε και υλοποίησε το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), σε συνεργασία με τις εταιρίες ερευνών ALCO και Prorata.

Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, με τίτλο «διάγνωση δεξιοτήτων του επαγγέλματος του δημοσιογράφου, υπό το πρίσμα των εργασιακών, ψηφιακών και επιδημιολογικών επιδράσεων», η παρουσίαση της οποίας πραγματοποιήθηκε σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ, είναι τα ακόλουθα:

«- Το επάγγελμα χαρακτηρίζεται συνολικά από χαμηλό προς μεσαίο βαθμό ρουτίνας, μεσαίο βαθμό εργασιακής αυτονομίας, αλλά και από σημαντικό βαθμό τεχνολογικών αλλαγών.

– Το επάγγελμα δεν αντιμετωπίζει υψηλό βαθμό κινδύνου, λόγω της αυτοματοποίησης-ψηφιοποίησης.

– Οι αλλαγές στο επάγγελμα οφείλονται κυρίως στις τεχνολογικές αλλαγές.

– Η πανδημία COVID-19 ενέτεινε την ανάγκη αναβάθμισης των δεξιοτήτων, ιδίως των ψηφιακών, ενώ επίσης επηρέασε τις μεθόδους εκτέλεσης των καθηκόντων.

– Η συμμετοχή των δημοσιογράφων σε δράσεις κατάρτισης κινείται σε μέτρια επίπεδα.

– Η περιορισμένη συμμετοχή σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης αποδίδεται στον περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο, στη δυσκολία ανταπόκρισης στο κόστος της εκπαίδευσης και στην ανεπαρκή πληροφόρηση για την ύπαρξη προγραμμάτων και σεμιναρίων.

– Καθοριστικός παράγοντας της μέτριας συμμετοχής είναι η έλλειψη υποστήριξης από την πλευρά των εργοδοτών.

– Οι δημοσιογράφοι προκρίνουν ως βασική ενέργεια για τη βελτίωση και την απόκτηση δεξιοτήτων την αλληλεπίδραση με τους συναδέλφους στην εργασία και τη μάθηση, μέσω δοκιμών και λαθών.

– Επίσης, αξιολόγησαν τα προγράμματα κατάρτισης στον χώρο εργασίας ως πρακτική που συμβάλλει θετικά στη βελτίωση και στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων.

– Όσον αφορά τη μορφή της εκπαίδευσης, τόσο η ποσοτική όσο και η ποιοτική ανάλυση ανέδειξαν τον συνδυασμό διά ζώσης και διαδικτυακής επιμόρφωσης.

– Ειδικές επαγγελματικές δεξιότητες, όπως είναι η κριτική σκέψη, ο έλεγχος της ορθότητας των πληροφοριών και η χρήση ψηφιακών μέσων, γενικές επαγγελματικές, όπως είναι η ενεργητική ακρόαση και κοινωνικοσυναισθηματικές, όπως η κοινωνική αντιληπτικότητα, είναι απαραίτητες για τους δημοσιογράφους, καθώς είναι δεξιότητες που κρίνουν πως απαιτούν περισσότερο οι εργοδότες.

– Σύγκλιση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ως προς την σημαντικότητα των παραπάνω δεξιοτήτων προκύπτει στην κριτική σκέψη, στην ενεργητική ακρόαση και στην κοινωνική αντιληπτικότητα.

– Ο βαθμός κατοχής υπερτερεί έναντι του βαθμού απαίτησης από τους εργοδότες σε όλες τις υπό διερεύνηση δεξιότητες, πλην της ευελικτότητας και της χρήσης ψηφιακών μέσων.

– Ως συνέπεια της τεχνολογικής αλλαγής και της αυτοματοποίησης, οι περισσότερες δεξιότητες των δημοσιογράφων αναμένεται ότι θα αναβαθμιστούν ή θα ζητούνται περισσότερο στην αγορά εργασίας, όπως η χρήση ψηφιακών μέσων, η χρήση οπτικών μέσων, η ευελικτότητα και η καινοτομία.

– Αντίθετα, ο έλεγχος της ορθότητας πληροφοριών αναμένεται να υποβαθμιστεί, ενώ οι κοινωνικοσυναισθηματικές δεξιότητες (κοινωνική αντιληπτικότητα και ενεργητική ακρόαση) και οι συνθέτες διαπροσωπικές δεξιότητες αναμένεται ότι θα παραμείνουν στάσιμες ως προς τη σημασία τους.

– Το γεγονός ότι η δεξιότητα του ελέγχου της ορθότητας των πληροφοριών φαίνεται να υποβαθμίζεται μπορεί να αποδοθεί στο ότι οι νέες τεχνολογίες και η γρήγορη διάδοση των πληροφοριών κάνουν πιο δύσκολη τη διασταύρωση των πληροφοριών.

– Αν και η ψηφιακή οικονομία αναμένεται να αλλάξει τον τρόπο εκτέλεσης είτε συγκεκριμένων καθηκόντων είτε ολόκληρων επαγγελμάτων, φαίνεται ότι οι δεξιότητες που σχετίζονται με στάσεις, αντιλήψεις και συναισθήματα των εργαζομένων, καθώς και οι συστημικές, συνθέτες διαπροσωπικές δεξιότητες, είναι σχετικά δύσκολο να υποκατασταθούν».

Μιλώντας στην εκδήλωση, η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, Μαρία Αντωνιάδου, δήλωσε ότι η παρουσίαση από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ της επιστημονικής και απόλυτα τεκμηριωμένης μελέτης για το επάγγελμα του δημοσιογράφου είναι αφορμή για έντονο προβληματισμό. Όπως είπε, «οι κλαδικές μελέτες είναι πολύτιμες, καθώς προσφέρουν την περιγραφή των δεξιοτήτων, αλλά και των προβλημάτων κάθε κλάδου. Έτσι, γίνονται πολύτιμοι οδηγοί τόσο για τους εργαζόμενους όσο για εκείνους που επιθυμούν να μπουν στον χώρο. Επιπλέον, δείχνουν τις τάσεις και τις προοπτικές απασχόλησης και θέτουν στέρεες βάσεις για τις συζητήσεις με τις κυβερνήσεις, αλλά και με τους εργοδότες».

Σύμφωνα με την κ. Αντωνιάδου, «τα τελευταία 15 χρόνια, η οικονομική, κοινωνική και υγειονομική κρίση, σε συνδυασμό με το άλμα της τεχνολογίας, αλλά και την ανάπτυξη του διαδικτύου, έχουν αλλάξει εντελώς τον τρόπο που πληροφορείται και ενημερώνεται η ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, μεγάλες αλλαγές συντελέστηκαν στις συνθήκες εργασίας των δημοσιογράφων. Ο κλάδος των ΜΜΕ ήταν ο δεύτερος, μετά τις κατασκευές, σε μείωση τζίρου. Χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν, ενώ άλλοτε κραταιοί όμιλοι κατέρρευσαν. Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι απαραίτητες δεξιότητες που έπρεπε να έχουν οι δημοσιογράφοι, την ίδια ώρα που υπήρχε κατακρήμνιση των μισθών».

Σήμερα, όπως σημείωσε η κ. Αντωνιάδου, έχει επιτευχθεί μία σχετική σταθερότητα και ισορροπία στην αγορά εργασίας, χωρίς βέβαια να έχουν ανακτηθεί οι μισθοί, που υπήρχαν, πριν από την κρίση.

«Επομένως, είναι η ώρα να δούμε τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας. Η μελέτη έρχεται την πιο κατάλληλη στιγμή» ανέφερε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Στο σημείο αυτό, η κ. Αντωνιάδου υπογράμμισε ότι οι δημοσιογράφοι έχουν σφοδρή επιθυμία για διαρκή επιμόρφωση.

«Ωστόσο, καταγράφεται χαμηλή ανταπόκριση από τους ιδιοκτήτες των μέσων για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων επωμίζεται το κόστος. Είναι θέμα που θα μας απασχολήσει έντονα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας» τόνισε η κ. Αντωνιάδου, επισημαίνοντας ότι, σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε, πριν από μία εβδομάδα, με τους ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών, ένα από τα θέματα που έθεσε η ΕΣΗΕΑ είναι η εκπαίδευση των δημοσιογράφων και η πιστοποίηση, αρχής γενομένης από τους δημοσιογράφους που καλύπτουν πολεμικές συρράξεις.

«Προκειμένου να παρέχεται έγκυρη πληροφόρηση, η διαρκής επιμόρφωση, ο πλουραλισμός και η τήρηση της δεοντολογίας, είναι το τρίπτυχο για ένα υψηλό επίπεδο δημοσιογραφίας» σχολίασε η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, δήλωσε ότι, στην Ελλάδα, τόσο ο δημόσιος διάλογος όσο και η χάραξη των δημόσιων πολιτικών για την ανάπτυξη δεξιοτήτων συνεχίζουν ακόμη να εκκινούν από ένα παρωχημένο ερμηνευτικό σχήμα των δεξιοτήτων ως αφηρημένης έννοιας, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων θέσεων εργασίας και στην αναγκαία διάσταση της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου, αποδοτικού και κοινωνικά δίκαιου παραγωγικού υποδείγματος.

Σύμφωνα με τον κ. Παναγόπουλο, είναι αναγκαιότητα να διατυπωθεί μία ατζέντα γενικότερων δομικών αλλαγών, οι οποίες βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο εξέλιξης σε ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες.

Όπως ανέφερε, κεντρικό ζήτημα που είναι απαραίτητο να συμπεριληφθεί στην  ατζέντα αυτή, που πρέπει να προωθηθεί στην Ελλάδα, είναι η βελτίωση των δεικτών ποιότητας των προσφερόμενων θέσεων εργασίας και οι δίκαιες μισθολογικές απολαβές για τους εργαζόμενους. Σε αυτή τη διάσταση υποχρεωτικά εντάσσονται το αίτημα της καθολικής κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, μέσω των εθνικών κοινωνικών εταίρων, ως προς το σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού.

Για τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, ιδιαίτερο σημαντικό γεγονός είναι και η αποκατάσταση μίας αρκετά προβληματικής κατά τα φαινόμενα σχέσης των επιχειρήσεων με την έννοια της γνώσης ως λειτουργικού παραγωγικού συντελεστή. Όπως σημείωσε, «οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν στη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων και στην επαγγελματική ανάπτυξή τους.

Ένα ακόμα κρίσιμο θέμα είναι η πληρέστερη κατανόηση της έννοιας της μετάβασης τόσο σε σχέση με τις ψηφιακές τεχνολογίες όσο και σε σχέση με τις αλλαγές που επιφέρουν τα πρότυπα της πράσινης και κυκλικής οικονομίας. Μετάβαση χωρίς συνολικότερους και περισσότερο μακροχρόνιους σχεδιασμούς δεν μπορεί να υπάρξει με όρους αποτελεσματικούς και όρους κοινωνικής δικαιοσύνης» σχολίασε ο κ. Παναγόπουλος.

Αυτές τις προτάσεις διατύπωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κατάσταση στην αγορά εργασίας στην παρούσα κοινωνική και οικονομική συγκυρία. Με βάση τα στοιχεία, που παρέθεσε, στη χώρα μας, ένας στους τρεις εργαζόμενους απασχολείται σε θέσεις εργασίας που υπολείπονται των προσόντων του, μία στις τρεις επιχειρήσεις συνεχίζει να βασίζεται στην ένταση εργασίας και όχι στη γνώση και στην καινοτομία, η Ελλάδα παρουσιάζει τις χειρότερες επιδόσεις όσον αφορά στην ποιότητα των θέσεων εργασίας, αναφέροντας ενδεικτικά ότι μόνο το 24% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, επίσης λιγότερο από μία στις τρεις θέσεις εργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί θέση υψηλής ειδίκευσης, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να εμφανίζουν το χαμηλότερο ποσοστό προσφοράς προγραμμάτων κατάρτισης, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, με χαοτική διαφορά 50 ποσοστιαίων μονάδων πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας, διευκρίνισε ότι οι νέες τεχνολογίες, η τεχνητή νοημοσύνη και η πράσινη μετάβαση, διαφοροποιούν και μετασχηματίζουν τις αναγκαίες δεξιότητες των επαγγελμάτων. Όμως, δεν εξαφανίζουν τα επαγγέλματα.

Μετά την παρουσίαση της έρευνας, ακολούθησε πάνελ συζήτησης με τους δημοσιογράφους Μάρα Ζαχαρέα, Γιώργο Κακούση, Ρίτσα Μπιζόγλη και Παναγιώτη Στάθη, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο, Αναστασία Γιάμαλη, για το παρόν, αλλά κυρίως για το μέλλον του επαγγέλματος του δημοσιογράφου.

Επισημαίνεται ότι συγγραφέας είναι η Χριστίνα Παρασκευοπούλου, την επιστημονική επιμέλεια ανέλαβαν η Ελίνα Δρακάκη, ο Κώστας Μπουκουβάλας και ο Δημήτρης Παϊταρίδης, ενώ υπεύθυνη έργου είναι η Αλίκη Κύρου.