Την ιστορία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Λειψία και και τη Σαξονία, όπως την διηγήθηκαν οι ίδιοι και οι απόγονοί τους, αποτυπώνει η έκθεση «Ανάμεσα σε πατρίδα και ξενιτειά», που εγκαινιάστηκε στο Ινστιτούτο Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη.
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, το 1949, περίπου 1.300 πρόσφυγες έφτασαν στη σοβιετική ζώνη κατοχής, αργότερα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν παιδιά και νέοι. Σε αυτή την έκθεση, έχουν τον πρώτο λόγο και αφηγούνται τις ιστορίες τους.
«Παρόλο που δεν ξέραμε πού θα καταλήξουμε, κυριάρχησε η ελπίδα ότι σύντομα θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια ασφαλή ζωή. Και μόνο η προοπτική να μην χρειάζεται πλέον να πεινάω, έκανε τον επικείμενο χωρισμό από την οικογένειά μου ευκολότερο», αναφέρει η Θεοδώρα Αφεντουλίδου στη μαρτυρία της που φιλοξενείται στην έκθεση.
Μια διαφορετική οπτική δίνει ο γιος προσφύγων Άρης Καλαϊτζής: «Παρατήρησα μεγάλη θλίψη στη μητέρα μου, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η μητέρα της την έστειλε στο εξωτερικό. Αυτό την ενοχλούσε μέχρι το θάνατό της και αυτό με ενοχλεί και εμένα»
Η έκθεση παρουσιάζει φωτογραφίες και κείμενα, ενώ συνοδεύεται από ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ των Σουζάνε Γκρουτζ και Κώστας Κηπουρού και έναν κατάλογο. Το Ιόνιο Πανεπιστήμιο Κέρκυρας, που είναι ένας από τους εταίρους του έργου, έχει ψηφιοποιήσει την έκθεση (https://history.ionio.gr/hdnt/exhibition/gr/) και έχει αναπτύξει συνοδευτικό εκπαιδευτικό υλικό για την αξιοποίησή της στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας της Γ’ Λυκείου, ή μικρότερων τάξεων, εφόσον τροποποιηθεί κατάλληλα.
Στον χαιρετισμό της στα εγκαίνια, η γενική πρόξενος της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, Μόνικα Φρανκ, επισήμανε ότι υπάρχουν πάρα πολλές πτυχές ενδιαφέρουσες πτυχές στην ιστορία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι οποίες ακόμα είναι σε μεγάλο βαθμό σχετικά άγνωστες, και εξέφρασε την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι έγινε αίτηση στο Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον για τη χρηματοδότηση του έργου.
Χαρακτήρισε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα παιδιά γίνανε δεκτά στη νεοϊδρυθείσα Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου, όπως είπε, «οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν αφήσει πίσω τους μόνο συντρίμμια και στάχτες».
Τόνισε ότι η επίσημη εξήγηση που δόθηκε τότε από το επίσημο καθεστώς, ήταν ότι η υποδοχή των παιδιών ήταν μια πράξη αλληλεγγύης, και ήταν ουσιαστικά και μια επανόρθωση του κακού που είχανε τότε πράξει οι Γερμανοί στον πόλεμο.
Η κ. Φρανκ επισήμανε ακόμα ότι η διαμονή των παιδιών και των νέων, διήρκησε πολύ περισσότερο από ό,τι είχε σχεδιαστεί αρχικά, γιατί μετά στην Ελλάδα ήρθε η Χούντα, οπότε ήταν αδύνατο να γυρίσουν. Πρόσθεσε ότι οι πρόσφυγες ήταν απάτριδες, δεν είχαν διαβατήρια και δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν μέχρι το 1974.
Πρωτοποριακό χαρακτήρισε το έργο ο καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Αγγελάκος, επισημαίνοντας ότι για πρώτη φορά οι πολιτικοί πρόσφυγες μέσα από τις μαρτυρίες τους, ζωντανεύουν την ιστορική τους πορεία.
Για ένα εγχείρημα με στόχο την διατήρηση της μνήμης έκανε λόγο η συντονίστρια του προγράμματος Κάρλα Μανωλοπούλου και πρόσθεσε ότι είναι η τελευταία ευκαιρία, λόγω της ηλικίας τους, να μάθει κανείς από τους πρόσφυγες.
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε η διευθύντρια του Ινστιτούτου Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη, Μπεάτε Κέλερ.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 8 Νοεμβρίου και είναι επισκέψιμη από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 10 το πρωί έως τις 8 το βράδυ. Το έργο υποστηρίχθηκε με πόρους του ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας / Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον. Εταίροι είναι o γερμανοελληνικός σύλλογος Griechenhaus Leipzig e.V. και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο/Κέρκυρα.
Γ.Χ.