Τα χρόνια περνούν, τα λογοτεχνικά είδη μεταβάλλονται, αλλά το ιστορικό μυθιστόρημα (είδος που έχει επίσης αλλάξει εντυπωσιακά τις τελευταίες δεκαετίες) δεν χάνει ποτέ την ικανότητά του να προσελκύει αναγνώστες, ακόμα και να διευρύνει το κοινό του. Ίσως επειδή η Ιστορία αποτελεί έναν τρόπο για να καταλάβουμε καλύτερα την εποχή μας, πιθανόν εξαιτίας του ότι μπορούμε να ανακαλύπτουμε πίσω από καθιερωμένα πρόσωπα και καταξιωμένες περιόδους λεπτομέρειες και αναλογίες, οι οποίες βοηθούν να συνδέσουμε τον εαυτό μας με πολιτισμούς και νοοτροπίες που αλλιώς θα παρέμεναν πολύ μακριά μας. Η μακραίωνη πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ακόμα περισσότερο η πτώση του Βυζαντίου, προσφέρουν πλήθος αφορμές και τεράστιο υλικό για μυθιστορηματικές αφηγήσεις.
Στο βιβλίο της «Οι εξόριστοι του Βυζαντίου», που κυκλοφορεί σε μετάφραση Μανώλη Πιμπλή από το Στερέωμα, η Κατρίν Ερμαρί-Βιέιγ (Catherine Hermary-Vieille), η οποία έχει διακριθεί στη Γαλλία για τα ιστορικά μυθιστορήματα και τις βιογραφικές της συνθέσεις, πιάνει την ιστορία της από την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, στις 29 Μαΐου του 1453, όταν μέσα στον χαλασμό και την καταστροφή, δύο αδέλφια, ο Νικόλαος και ο Κωνσταντίνος Διώνης, καταφέρνουν να γλιτώσουν από το χέρι των κατακτητών και να καταφύγουν ο ένας στη Ρωσία και ο άλλος στις ακτές της Μεσογείου. Στην αρχή, βεβαίως, τίποτε δεν θα είναι εύκολο ή αυτονόητο. Πολλώ δε μάλλον που τα δύο αδέλφια προέρχονται από οικογένεια ξακουστών αγιογράφων και θα είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουν μια τέτοια πορεία στους νέους και παντελώς άγνωστους τόπους όπου θα εγκατασταθούν.
Και όντως ο οικογενειακός κλάδος της Μέσης Ανατολής (από Συρία και Βηρυτό μέχρι Αλεξάνδρεια και Κάιρο) θα καταπιαστεί με τις καλλιέργειες, με το λάδι, με το εμπόριο και με την παραγωγή μπαμπακιού. Ο ρωσικός κλάδος, πάλι, θα καταφέρει να μείνει στην επικράτεια της τέχνης με τους επιγόνους να σταδιοδρομούν λαμπρά στα σαλόνια των αριστοκρατών και στην τσαρική αυλή. Η Βιέιγ θα παρακολουθήσει τις τύχες και τη διαδρομή της μοίρας των Διώνηδων επί πέντε συναπτούς αιώνες, με συνεχείς μετακινήσεις από τη Ρωσία προς τη Μέση Ανατολή και τανάπαλιν, και πάντοτε στο εσωτερικό του ίδιου ιστορικού χρόνου. Στη Μέση Ανατολή, οι γενιές που ακολουθούν τα δυο αδέλφια ως κατιόντες (άντρες και γυναίκες) θα φτάσουν με τα ταξίδια και με τις συναλλαγές τους στην Αγγλία, σωρεύοντας πλούτη και επιχειρήσεις. Μέχρι και την απόφαση του Νάσερ κατά τη δεκαετία του 1950 να διώξει από την Αίγυπτο το ξένο εμπόριο και το ξένο κεφάλαιο, προσπαθούν, και κατορθώνουν, να διατηρήσουν από τη μια πλευρά τη χριστιανική τους πίστη και από την άλλη την ικανότητά τους για συνεχή αστική άνοδο. Και ο κλάδος της Ρωσίας, ωστόσο, θα διαδώσει την τέχνη της αγιογραφίας και θα στηρίξει το όνομα της οικογένειας μεταξύ των πολιτικών, κοινωνικών και ταξικών ελίτ της αυτοκρατορίας – μέχρι η αυτοκρατορία να μετατραπεί σε Σοβιετική Ένωση και οι Διώνηδες να καταλήξουν στο Παρίσι, σε παράλληλο χρόνο με τα αδέλφια τους της Μέσης Ανατολής (περίπου κοντά στον θάνατο του Στάλιν), όπου θα καταλήξουν και κάποιοι από τους Διώνηδες της Μεσογείου. Ο όρκος του Νικολάου και του Κωνσταντίνου Διώνη ότι κάποια ημέρα εντός του αχανούς χρόνου οι απόγονοί τους θα συναντηθούν παραμένει έτσι ανοιχτός, σαν ένα ιστορικό και οικογενειακό ανεκπλήρωτο που δεν θέλει να παραιτηθεί από τις προοπτικές του μέλλοντος. Θα μείνει ο αγώνας σειράς αιώνων για επιβίωση, αλλά και για τη διάσωση της οικογενειακής ταυτότητας.
Η συγγραφέας ξέρει πώς να στήσει ένα μυθιστόρημα με πολλαπλές τοιχογραφίες και τοπογραφίες εποχών και χώρων (ας σκεφτούμε μόνο τη φάση του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης ή την εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και την κατοπινή υποκατάστασή του από τους Βρετανούς), όπως και πώς να χτίσει χαρακτήρες και προσωπικότητες κάτω από τις πιο διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές περιστάσεις. Όσο για την ίδια την ιστοριογραφική της ύλη, δεν βαραίνει ποτέ υπέρμετρα στη μυθιστορηματική δράση, επιτρέποντας στις ατομικές περιπέτειες και στην ατομική ψυχολογία να ενεργήσουν με τους δικούς τους ρυθμούς, επινοώντας και τους δικούς τους μηχανισμούς στήριξης της φαντασίας. Θα πρέπει σε όλα αυτά να προσθέσουμε την ακρίβεια, την εκφραστικότητα και την πολυσημία της γλώσσας της Βιέιγ, που είχε την καλύτερη δεξίωση στα ελληνικά με την εύρωστη μετάφραση του Πιμπλή.
Β. Χατζηβασιλείου