Το αληθινό είναι πάντα υπερβολικά απλό. Πρέπει να φτάνεις σ΄αυτό πάντα μέσα από το πολύπλοκο. George Sand, 1804-1876, Γαλλίδα συγγραφέας

Οδοιπορικό στα Πιέρια Όρη – Ένας χειμώνας γεμάτος ιστορίες, μαγειρέματα, τσίπουρο και καλή καρδιά στα χωριά της Δ.Ε. Μακεδονίδος

 Ο Αλιάκμονας μας ακολουθεί. Σαν μικρό παιδί «παίζει» κρυφτό μαζί μας σε κάθε στροφή. Ξέρει πως θα ανέβουμε ψηλά και από εκεί θα αντικρίσουμε όλο του το μεγαλείο. Τότε εμφανίζονται τα «στενά του Αλιάκμονα» και μας καθηλώνουν.

   «Εδώ τοποθετούσε η μυθολογία τους αρχαίους κήπους του Μίδα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός αυτό, καθώς είναι μία περιοχή όπου υπήρχαν νερά και εκεί κοντά χτίζονταν και οι οικισμοί, είτε σε θάλασσα, είτε σε άλλες υδάτινες επιφάνειες» εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δημοτικός σύμβουλος της Δημοτικής Ενότητας Μακεδονίδος του δήμου Βέροιας, πρόεδρος του Νομικού Προσώπου ΚΑΠΑ Βεροίας και πρόεδρος της σχολικής επιτροπής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του δήμου Βέροιας, Αθανάσιος Δέλλας.

   Ανεβαίνοντας τα Πιέρια όρη, οι αναφορές του κ. Δέλλα για την περιοχή θα επιβεβαιωθούν. Η φύση οργιάζει. Η βλάστηση είναι πυκνή. Οι φλαμουριές μπλέκονται με τις οξιές, τα έλατα και πιο ψηλά τις καστανιές και τις καρυδιές. Ο δρόμος, παρά το υψόμετρο, είναι βατός.

   «Η οδική πρόσβαση στα χωριά δεν κλείνει ποτέ τον χειμώνα. Τα Πιέρια όρη είναι ένα καταπράσινο βουνό, και ευκολοδιάβατο» θα επισημάνει ο κ. Δέλλας.

   Σφηκιά

   Το πρώτο «καρφωμένο» χωριό στο βουνό, σε υψόμετρο 650 μέτρων, είναι η Σφηκιά. Το χωριό με τις πολλές εκκλησίες. Πρόκειται για το δεύτερο σε πληθυσμό χωριό των Πιερίων όρων, με τους κατοίκους το χειμώνα να μην ξεπερνούν τους 250. Από τη γεωργία, την καλλιέργεια κερασιών και κηπευτικών το καλοκαίρι, οι κάτοικοι περνούν σε άλλους ρυθμούς ζωής.

   Σημείο συνάντησής τους, καθημερινά, το μικρό καφέ στην πλατεία του χωριού, «το Πατρικό».

   Θωμάς, ο μοντέρνος καφετζής

   «Εδώ γεννήθηκα αυτό ήταν σπίτι. Από σπίτι έγινε κατάστημα. Το ξεκίνησα το 2007 και έκτοτε δεν έκλεισε ούτε μέρα» θα πει ο 42χρονος Θωμάς Ακριβόπουλος, που το μεράκι του είναι αποτυπωμένο σε κάθε γωνιά του μαγαζιού.

   Το τζάκι τον χειμώνα δεν σβήνει ποτέ στο μικρό καφέ, ενώ όλος ο χώρος είναι «ντυμένος» με πέτρα. «Ο χειμώνας εδώ είναι δύσκολος και βαρύς. Δυστυχώς έχουν ερημώσει όλα τα χωριά. Κοιτάνε όλοι να φύγουν από την επαρχία γιατί δεν θέλουν να ασχοληθούν με τις αγροτικές εργασίες» θα πει, με πικρία γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν τον τόπο, ο Θωμάς, ο οποίος τα κατάφερε και έμεινε στο χωριό.

   «Τα χιόνια δεν κλείνουν εδώ τους ανθρώπους στο σπίτι. Καθημερινά έρχονται δέκα – είκοσι άνθρωποι στο καφέ, ενώ κάνουμε και πολλές εκδηλώσεις σε όλες τις γιορτές- τα Χριστούγεννα και τις απόκριες», θα επισημάνει, σημειώνοντας ότι πολλές φορές διοργανώνονται και μουσικές βραδιές.

   «Δεν ήθελα να πάω στην πόλη και να δουλεύω για να πληρώνω μόνο τα ενοίκια και τις υποχρεώσεις μου. Ήθελα να κάνω κάτι δικό μου. Ο τόπος αυτός συνδυάζει τα πάντα» θα πει γεμάτος αισιοδοξία ο Θωμάς, ο οποίος παραμένει εργένης παρά τα 42 του χρόνια. «Η δουλειά είναι δέσμευση, αλλά πρέπει να βρεθεί και η κατάλληλη. Οι γάμοι παλαιότερα γίνονταν στο χωριό, με προοπτική να φύγει κάποιος από την περιοχή. Ευτυχώς που έχουμε κάποιους μετανάστες που ζουν εδώ και έχουν μικρά παιδιά. Λίγες είναι οικογένειες με παιδιά» λέει.

   «Δεν είναι εύκολο για τους νέους» θα πει, όλο παράπονο, ένας ηλικιωμένος θαμώνας του μικρού καφενείου.

   «Εδώ το ισοζύγιο είναι αρνητικό. Την περίοδο του κορονοϊού στα Ριζώματα είχαμε 200 θανάτους και μόνο δέκα γεννήσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Δέλλας.

   «Φέρε ένα τσιπουράκι» θα ακουστεί από έναν άλλο θαμώνα του καφέ, τον Γιάννη Λαζόπουλο, ο οποίος είναι γνωστός για τις επιδόσεις του στο κυνήγι -κυρίως του αγριογούρουνου, που επιτρέπεται αυτή την εποχή.

   Γιάννης, ο συνταξιούχος

   «Τον χειμώνα το αγριογούρουνο έχει την τιμητική του. Τα μονοπάτια είναι γνωστά στους ντόπιους. Φέτος εμφανίστηκαν και αρκούδες, αλλά εμάς δεν μας φοβίζουν. Το κυνήγι ξεκινά από τις 15 Σεπτεμβρίου και διαρκεί μέχρι τέλος Φεβρουαρίου. Συνταξιούχοι είμαστε, παιδί μου, τι να κάνουμε. Ο χειμώνας εδώ έχει και τα καλά του. Κυνήγι, τσίπουρο και “κάτσιμο”» θα πει, ο κ. Λαζόπουλος, που χαρακτηρίζει τον χειμώνα ως την καλύτερη εποχή.

   Τα περισσότερα παλιά πέτρινα σπίτια στα χωριά των Πιερίων όρων, έχουν αντικατασταθεί από νέες κατοικίες που κρατούν, όμως, μορφολογικά την παράδοση της περιοχής. «Τα χωριά τα χτύπησε άσχημα ο μεγάλος σεισμός 6,6 Ρίχτερ, που έγινε στην Κοζάνη και τα Γρεβενά το 1995. Καταστράφηκαν πολλές κατοικίες στα τρία χωριά. Το Δάσκιο, τη Σφηκιά και τα Ριζώματα. Η Πολιτεία φρόντισε, έδωσε κίνητρα και ανακατασκευάστηκαν πολλές κατοικίες» θα επεξηγήσει ο κ. Δέλλας.

   Δάσκιο, το χωριό με τις πέτρινες βρύσες

   Το τελευταίο χωριό στα δυτικά του νομού Ημαθίας, πριν από το νομό Κοζάνης, σε υψόμετρο 650 μέτρων, είναι το Δάσκιο. Παντού ακούγεται γάργαρο νερό που τρέχει από πέτρινες βρύσες. Από τις καμινάδες αναδύεται ο λευκός καπνός. Οι κάτοικοι είναι λιγοστοί- κάτω από 100. Το δημοτικό σχολείο κλειδαμπαρωμένο. Η τεράστια αυλή θύμιζε πως κάποτε εδώ έτρεχαν και έπαιζαν μικρά παιδιά. Την ελπίδα του επαναπατρισμού έφερε φέτος ο Κώστας Παπαευθυμίου, που αποφάσισε να αφήσει την πόλη και να επιστρέψει στο χωριό. «Έχει κρύο και χιόνια, αλλά ετοιμάσαμε τα ξύλα για τη θέρμανση, έχουμε και ένα μικρό μπακάλικο και θα περάσουμε τον χειμώνα μεταξύ μας» θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαευθυμίου.

   Και εδώ, το λεωφορείο από τη Βέροια φτάνει μόνο μία φορά την εβδομάδα: κάθε Τρίτη. Οι επιβάτες είναι ελάχιστοι τον χειμώνα και αυτοί ηλικιωμένοι…

   Ο Θανάσης και η Ανθία

   Ο Θανάσης Παπαβασιλείου, με τη σύζυγό του Ανθία, μένουν όλη τους τη ζωή στο Δάσκιο. Το καλοκαίρι ασχολούνται κυρίως με τα καπνά, παρά το υψόμετρο, ενώ τον χειμώνα απολαμβάνουν τους καρπούς από τα κηπευτικά τους. «Κάνουμε διάφορες εργασίες για να προετοιμαστούμε για τον χειμώνα. Μαζεύουμε ρίγανη, πατάτες, φασόλια και πολλά ξύλα. Τη ρίγανη τη μαζεύουμε κλωνί κλωνί, μετά την τρίβουμε, την περνάμε σε κόσκινο και στη συνέχει τη βάζουμε σε φακελάκια. Είναι για το σπίτι, αλλά τη δίνουμε και για φίλους» λέει ο κ. Παπαβασιλείου και τρίβει τη φρέσκια άγρια ρίγανη, που μοσχοβολά όλη την αυλή.

   Με περηφάνια μας δείχνει τα σακιά με τα «προσανάματα» για τη σόμπα- ξερές κουκουνάρες που τις μάζεψε το καλοκαίρι. Τα ξύλα είναι ήδη στοιβαγμένα στο υπόστεγο. Θέλουν τουλάχιστον 15 τόνους ξύλα. Η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει μέχρι και -20 βαθμούς Κελσίου, ενώ σίγουρα διαρκεί πολύ καιρό κάτω από το 0 ° C, μέχρι τον Απρίλιο. Σόμπες και λέβητες καίνε «αβέρτα», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαβασιλείου.

   Στο Δάσκιο, τη φιλοξενία θα τη ζήλευε και ο Δίας. Η Ανθία τρέχει να φέρει τα «καλά» ποτήρια για να μας κεράσει φρέσκο χυμό, ενώ η κόρη τρέχει για τα σοκολατάκια.

   Η αυλή είναι χάρμα οφθαλμών, τα σταφύλια κρέμονται ακόμη από ψηλά, ενώ μέσα τους μπλέκονται και κάποια κολοκυθάκια στρογγυλά και καταπράσινα. Τα λουλούδια δεν φοβούνται τον χειμώνα που έρχεται και οι ροζ τριανταφυλλιές με τις πολύχρωμες μολόχες αφήνουν το δικό τους άρωμα, παλεύοντας ποια θα επιβληθεί να κερδίσει, με τα χρυσάνθεμα να «κορδώνονται» για την ομορφιά τους. Εδώ δεν αισθάνεσαι ξένος, αισθάνεσαι επίτιμος και καλοδεχούμενος καλεσμένος.

   Φρέσκια σάλτσα και πλαστό ψωμί

   Η μυρουδιά της φρέσκιας σάλτσας μας κεντρίζει το ενδιαφέρον. Την ακολουθούμε και ανακαλύπτουμε το βασίλειο της Ανθίας. Ένας μεγάλος κάτασπρος πέτρινος φούρνος στέκεται φρουρός. Στο τραπέζι ξεχωρίζουν οι κατακόκκινες ντομάτες.

   «Είναι μαζεμένες από τον μπαχτσέ. Ούτε ράντισμα, ούτε λίπασμα» θα πει η Ανθία και θα μας αποκαλύψει όλα τα μυστικά για τις σάλτσες που ετοιμάζει για τον χειμώνα. «Μαζεύουμε τις ντομάτες. Πρέπει να είναι πάρα πολύ ώριμες και να μην έχουν καμία σαπίλα. Όσο πιο ώριμη είναι, τόσο καλύτερη σάλτα θα βγει» λέει.

   Δίπλα η ζάχαρη, τα πράσα, τα κρεμμύδια, οι πιπεριές και τα σκόρδα. Σάλτσα με ό,τι γεύση θέλεις να κάνεις. Μπορείς να βάλεις ό,τι αγαπάς! Όσον αφορά, όμως, τη σάλτα τη φαγητού, αυτή γίνεται μόνο με ντομάτα και λαδάκι δικής μας παραγωγής» λέει χαρούμενη η Ανθία, που διεκδικεί επάξια ένα δικό της αστέρι Michelin και για τις σάλτσες της, αλλά και για τον γλυκό τραχανά της και το ψωμί στον φούρνο, το «πλάστο» όπως το λέει.

   «Εμείς δεν αγοράζουμε ποτέ ψωμί, εγώ κάνω “πλαστό” όλο τον καιρό», λέει καθώς τρέχει να μας σερβίρει για να δοκιμάσουμε πόσο νόστιμο είναι.

   Το χωριό δεν αποκλείεται ποτέ από χιόνι καθώς οι μπουλντόζες «δουλεύουν στο φουλ» λέει ο σύζυγός της, παρότι κάποιες φορές ο χειμώνας τους πρόδωσε. «Έναν χειμώνα θυμάμαι, είχα τον μπαμπά μου, τον συγχωρεμένο, στο νοσοκομείο. Ήταν ο ιερέας του χωριού. Ήταν στα τελευταία, θέλαμε να κατεβούμε κάτω και δεν μπορούσαμε…» θα πει με πικρή νοσταλγία η Ανθία.

   Ριζώματα, το κεφαλοχώρι

   Ο γδούπος από το τσεκούρι που σχίζει τα ξύλα διαπερνά την ησυχία του βουνού. Είναι δυνατός και συνάμα σταθερός σαν να βασίζεται πάνω σε κάποια μουσική σύνθεση που εναρμονίζεται όμως απόλυτα με το πυκνό δάσος συνθέτοντας μία μοναδική άρια.

   Από μακριά διακρίνεται η φιγούρα ενός άνδρα που στοιβάζει επιμελώς τα ξύλα στο σιδερένιο καρότσι για να τα μεταφέρει ένα ένα στις αποθήκες και τα υπόστεγα του σπιτιού του, δημιουργώντας έναν επιπλέον στιβαρό ξυλόχτιστο τοίχο.

   Μάκης, ο ροκάς

   Ο Μάκης Ανεμόπουλος σχίζει με το τσεκούρι του 12 με 15 τόνους ξύλα κάθε καλοκαίρι προκειμένου να ετοιμαστεί για τον χειμώνα. «Πρώτα τα κόβω με το μηχανάκι και μετά τα σχίζω με το τσεκούρι. Μετά τα κουβαλάω, τα στοιβάζω και τα σκεπάζω έτσι ώστε ο χειμώνας που θα έρθει, να με βρει προετοιμασμένο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μάκης, γνωστός σε όλους ως «ο Μάκης ο ροκάς».

   Είχε λατρεία με τη φύση και όσο μεγάλωνε είχε συνειδητοποιήσει ότι η ζωή στην πόλη τον εγκλώβιζε. «Ήθελα να ησυχάσω, να ηρεμήσω και ταυτόχρονα να ασχοληθώ με όλα αυτά που είναι ευεργετικά για τον άνθρωπο και την υγεία του. Είχα χορτάσει από την πόλη» θα πει χαρακτηριστικά ο Μάκης, ο οποίος διατηρούσε και δικό του ερασιτεχνικό ραδιοφωνικό σταθμό στη Βέροια.

   «Από τα νεανικά μου χρόνια ήμουν ροκάς. Έχω πάνω από 3000 δίσκους, που τους έφερα μαζί μου και τους ακούω συχνά. Άλλες εποχές τότε. Πιστεύω πως εκείνες τις εποχές, σε σχέση με τη μουσική τα τραγούδια, δίνανε παιδεία. Σήμερα είναι ανύπαρκτη» λέει.

   Για τον Μάκη, η φύση τού έδωσε το δικό του όραμα. «Αυτή με ζωντάνεψε ξανά. Έχω γίνει ένα με τη φύση και όχι μόνο εγώ, όλοι οι συγχωριανοί μου. Αρκεί να την αγαπάς» θα προσθέσει.

   Τον Μάκη, όπως και τους κατοίκους στα Ριζώματα, το κεφαλοχώρι της περιοχής, που το όνομά του το πήρε από τις ρίζες του βουνού -τον «τρόχαλο», όπως τον λένε οι ντόπιοι- ο χειμώνας δεν τους τρομάζει. Το χωριό είναι και το μόνο που έχει παιδικό σταθμό, νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο, γυμνάσιο και λύκειο. Εξυπηρετεί όλα τα παιδιά των χωριών της δημοτικής ενότητας Σφηκιά, Ριζώματα, Δάσκιο, Πολυδένδρι, Χαράδρα, Ελαφίνα και Συκιά.

   Βασίλης, ο ντοματοπαραγωγός

   Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είναι ο μεγαλοπαραγωγός ντομάτας της περιοχής. Η ντομάτα Ριζωμάτων είναι φημισμένη σε όλη την Ελλάδα. Ετησίως, ο κ. Παπαγεωργόπουλος μπορεί να βγάλει από πέντε έως 12 τόνους ντομάτας. Το μεγάλο του παράπονο είναι πως θέλει να δώσει δουλειά στους νέους ανθρώπους για να μείνουν στο χωριό, όμως δεν βρίσκει «χέρια».

   «Δεν έμεινε νέος κόσμος για να δουλέψει. Δεν ασχολείται ο νέος. Όλοι κοιτάζουν για μία θεσούλα και μία μεταθεσούλα που λέμε εμείς» λέει με πικρία, ενώ όπως εξηγεί, εδώ και 25 χρόνια παίρνει εργάτες από την Αλβανία.

   «Η περιοχή έχει πολύ εύφορο έδαφος. Απασχολώ περισσότερα από 50 άτομα, που μπορεί να φτάσουν και τους 90. Η σοδειά της ντομάτας ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο» αναφέρει.

   «Τίποτα δεν δουλεύει εδώ το χειμώνα. Είμαστε εμείς και εμείς. Παίζουμε κανένα μπουρλότ και πίνουμε κανένα τσιπουράκι στο καφενείο. Ευτυχώς έχουμε καλό μεζέ, κυρίως αγριογούρουνο» θα τονίσει.

   Γεύση γνωστή το αγριογόυρουνο για όλους τους κατοίκους των μικρών χωριών στα Πιέρια όρη. Όλοι γνωρίζουν ποιοι πήγανε για κυνήγι αγριογούρουνου και τι χτυπήσανε. Τα νέα «ταξιδεύουν» γρήγορα στο καφενείο του χωριού, καθώς η χαρά είναι μεγάλη για όλους, αφού το θήραμα θα μοιραστεί όχι μόνο στους κυνηγούς που απαρτίζουν την ομάδα, που πολλές φορές φτάνουν και τα 12 άτομα, αλλά και σε όλους τους θαμώνες του καφενείου.

   «Κανείς δεν κυνηγάει για εμπόριο, όλοι το κάνουν για προσωπική ευχαρίστηση, ίσως είναι και η πιο μεγάλη του χειμώνα» λέει ο Βασίλης.

   Θανάσης, ο καλύτερος κυνηγός αγριόχοιρων της περιοχής

   Ο 42χρονος Θανάσης Μελιόπουλος δεν έφυγε ποτέ από τα Ριζώματα. Η αγάπη του για την περιοχή ήταν αυτή που τον κράτησε, θα αποκαλύψει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

   Θεωρείται από τους συγχωριανούς του ο καλύτερος κυνηγός αγριόχοιρων της περιοχής. Όπως ο ίδιος ομολογεί, «την περιοχή την ξέρει «πατηλιά πατηλιά».

   «Πήγαμε στο κυνήγι και εντοπίσαμε τον αγριόχοιρο. Νάζουμε τα καρτέρια και πώς έτυχε, εγώ πήγα στο καρτέρι που ήταν το γουρούνι. Τα σκυλιά το βρήκανε και άρχισαν να το κυνηγάνε. Πότε σταματούσε, πότε ξεκινούσε, ήταν πολύ μεγάλο. Πολλά σκυλιά τραυματίστηκαν, τα έκοψε το γουρούνι. Σε μια στιγμή άκουσα το γουρούνι να έρχεται. Σημαδεύω προς τη μεριά που άκουγα το θόρυβο, όταν βγήκε και κατάλαβα πως είναι το γουρούνι και δεν ήταν κάτι άλλο, το αφήνω έρχεται πολύ κοντά μου και τότε το χτύπησα. Ήταν τόσο μεγάλο που σηκωνόταν όρθιο. Είχε δόντια τεράστια. Καταφέραμε και το βγάλαμε με τους άλλους φίλους μου από τη ρεματιά, μετά από μία ώρα. Ζύγιζε πάνω από 180 κιλά» εξιστορεί ο Θανάσης.

   Το αγριογούρουνο μοιράστηκε σε όλη την παρέα, ενώ ακολούθησε γλέντι για όλους στο καφενείο. Ο Θανάσης είναι και αυτός παραγωγός ντομάτας, αλλά παραμένει και αυτός εργένης.

   «Είναι δύσκολα εδώ τα πράγματα για τις γυναίκες» θα πει, χωρίς να χάνει όμως τις ελπίδες του.

   Μπιλ the Greek

   Ο 68χρονος Βασίλης Παπαγεωργίου ζούσε 21 χρόνια στην Αμερική. Επέστρεψε στο χωριό για να δει για πρώτη φορά τα ανίψια του, αλλά από λάθος στο διαβατήριο δεν μπόρεσε να επιστρέψει πίσω και έμεινε για πάντα στο χωριό.

   «Ήρθα να δω την αδερφή και τα τρία της παιδιά, που δεν τα είχα δει ποτέ, αλλά από λάθος στο διαβατήριο δεν μπόρεσα να επιστρέψω στην Αμερική. Έφυγα από το χωριό για τα καράβια 15 ετών και μετά πήγα στη Νέα Υόρκη, εκεί ασχολούμουν με πισίνες. Έφτιαξα 763. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μετά πήγα στην Ολλανδία, αλλά πάλι επέστρεψα. Αυτό το μετάνιωσα» θα πει. Σήμερα, παρότι περιμένει τη σύνταξή του, ασχολείται με τα οπωροκηπευτικά.

   «Δεν μου αρέσει εδώ ο χειμώνας γιατί δεν έχεις τι να κάνεις. Λίγο τάβλι, χαρτί, άντε και κανένα τσιπουράκι» λέει και συνεχίζει τις ιστορίες με κάποιες τουρίστριες από την Αμερική που ήρθαν στο χωριό και ευτυχώς ήταν αυτός που μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους, όπως λέει με περηφάνια.

   Αυτό που κάνει είναι να παρακινεί τους νέους να παντρευτούν για να μη μείνουν μόνοι όπως ο ίδιος, αλλά και για να γεμίσει ο τόπος με παιδιά. «Στην παρέλαση, όλα και όλα είναι μόνο 64 παιδιά από όλα τα χωριά. Πρέπει οι νέοι να παντρευτούν. Αυτό λέω και στον ανιψιό μου. Καλά τα κυνήγια, αλλά η οικογένεια είναι το παν» τονίζει.

   Απόστολος, ο καστανοπαραγωγός

   Ο Απόστολος Κουτσιούκης διατηρεί ένα mini market στο χωριό και έχει μάντρα οικοδομικών υλικών. Ήταν χρόνια στη Γερμανία, αλλά επέστρεψε στα πάτρια εδάφη. Για να περνάει πιο εύκολα ο χειμώνας, αλλά και να εξασφαλίσει επιπλέον έσοδα, έσπειρε καστανιές και καρυδιές.

   «Για να εξασφαλίσω ένα επιπλέον εισόδημα τον χειμώνα» θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα συμπληρώσει: «δεν είμαι και μεγαλοπαραγωγός, έχω 50 καστανιές και 100 καρυδιές. Βέβαια, το κάστανο είναι τόσο νόστιμο που μπορεί να τος φας και ωμό» λέει.

   Συκιά, το χωριό των μεταναστών

   Τα παραθυρόφυλλα είναι επτασφράγιστα. Μεγάλες κλειδαριές στις εξώπορτες, δένουν ασφυκτικά τα όμορφα σπίτια. Νεκρική σιγή. Μόνιμοι κάτοικοι κάτω από 100. Όλοι ηλικιωμένοι. Μόνο μία οικογένεια με δύο παιδάκια που μετακινούνται στο σχολείο, στα Ριζώματα, με ταξί.

   Η Συκιά είναι το τελευταίο χωριό της Δημοτικής Ενότητας Μακεδονίδος, από την ανατολική πλευρά των Πιερίων όρων. Πολλοί την αποκαλούν «χωριό των μεταναστών». Οι κάτοικοι του το έχουν σχεδόν εγκαταλείψει, με τους ηλικιωμένους να μένουν άγρυπνοι φρουροί του τόπου.

   Καθώς το μεσημέρι δίνει σιγά σιγά τη θέση του στο απόγευμα, στο μπαλκόνι ενός σπιτιού συναντάμε δυο ηλικιωμένους που λιάζονται. «Τα παιδιά μας φύγανε στο εξωτερικό. Εγώ έχω παιδιά, έχω και εγγόνια, αλλά είναι στη Γερμανία» λέει ο Δημήτρης Ταμπάκας, που βλέπει τη ζωή αισιόδοξα. «Δεν έχει εγκαταλειφθεί το χωριό. Απλώς φύγανε στη Γερμανία και έρχονται το καλοκαίρι» επισημαίνει.

   «Τον χειμώνα μένουμε εδώ εμείς, μόνοι μας, με ένα σωρό προβλήματα» θα πει ο φίλος του, που έρχεται σε αψιμαχία μαζί του, για να του θυμίσει πως «ούτε λεωφορείο δεν πηγαίνει στο χωριό».

   «Τα προβλήματα είναι πολλά», λέει σε έντονο ύφος, με τον κ. Ταμπάκα να απαντά πως το χωριό είναι ωραίο και πως δεν χρειάζεται λεωφορείο καθώς όλοι οδηγούν. Βέβαια, ούτε οι γιαγιάδες οδηγούν, ενώ οι ηλικιωμένοι που οδηγούν έχουν ήδη ξεπεράσει τα 80…

   Η μεταξύ τους αψιμαχία συνεχίζεται μέχρι να καταλήξουν στις μέρες του χειμώνα, που παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες, φαίνεται πως τους ζεσταίνει την καρδιά. «Τον χειμώνα περνάμε καλά. Καθόμαστε, λέμε τα δικά μας, πίνουμε το τσιπουράκι μας και είναι μια χαρά» θα καταλήξει ο κ. Ταμπάκας.

   Οι διαφωνίες πολλές, οι ιστορίες ακόμη πιο πολλές. Το τσίπουρο ρέει άφθονο και τα «τσιμπολόγια» συνοδεύουν την καλή παρέα, στα μικρά καφενεία των χωριών, στα Πιέρια όρη. Οι μόνιμοι κάτοικοι θα «ροκανίσουν» αισιόδοξα τον χειμώνα. Θα είναι έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν. Θα ζητήσουν ακόμα μια φορά από την πολιτεία γιατρό, γιατί, όπως λένε, «μία στις 15 μέρες δεν φτάνει» και θα ζητήσουν και πιο συχνή συγκοινωνία. «Μία Τρίτη την εβδομάδα δεν αρκεί. Πρέπει να βρεθεί μία λύση. Πρέπει να χωριά μας να μπορούν να επικοινωνούν με την πόλη πιο συχνά, ίσως έτσι παρακινηθούν και οι νέοι και επιστρέψουν» θα επισημάνει ο κ. Δέλλας, που βρίσκεται από αγάπη για τον τόπο του δίπλα σε όλους τους κατοίκους, ξεπερνώντας κατά πολύ κάθε αρμοδιότητα και υποχρέωση ως δημοτικός σύμβουλος.

   «Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, τα χωριά έχουν λίγο πληθυσμό, φυλλορροούν λόγω εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Πρέπει να δοθούν κίνητρα. Λείπουν οι υποδομές υγείας. Πριν από 50 χρόνια στην περιοχή υπήρχε αγροτικός γιατρός, νοσηλεύτρια και μαία, και σήμερα μας επισκέπτεται στην περιοχή ένας αγροτικός γιατρός ανά 15 μέρες. Φανταστείτε, κακές καιρικές συνθήκες τον χειμώνα και να μην υπάρχει η δυνατότητα πρωτοβάθμιας περίθαλψης για ένα απλό ή πιο δύσκολο περιστατικό. Όσο για τη συγκοινωνία, είναι ένα τεράστιο θέμα καθώς μόνο μία φορά την εβδομάδα δεν αρκεί. Πώς μπορεί ένας κάτοικος -και κυρίως οι γεροντότεροι που δεν έχουν τους δικούς τους ανθρώπους κοντά- να εξυπηρετηθεί και να έχει και την ασφάλεια ότι αν παραστεί κάποια ανάγκη θα μπορεί να βρεθεί κοντά στο αστικό κέντρο; Εμείς ζητάμε να επιδοτηθεί η γραμμή ως άγονη ώστε να μπορούν οι κάτοικοι να εξυπηρετούνται» καταλήγει ο κ. Δέλλας, που αγωνιά για τον όμορφο τόπο του.

   Άννυ Ταπάσκου

   * Φωτογραφία και βίντεο: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ