Ο Μάρκος Κρητικός έχει δημοσιεύσει πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα με ήρωα έναν ντετέκτιβ που προδίδει αμέσως τις επιρροές του από το αμερικανικό μαύρο μυθιστόρημα. «Ο αναρχικός τραπεζικός» (τίτλος εμπνευσμένος από τον Φερνάντο Πεσσόα), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σηματοδοτεί τον εγκλιματισμό του συγγραφέα σε ένα καθαρά ελληνικό τοπίο, όπου πρωταγωνιστούν ένας τραπεζικός υπάλληλος και μια καθηγήτρια Γαλλικών, η φρικώδης μαμά της καθηγήτριας, μια ομάδα τυχάρπαστων φίλων, καθώς και η θάλασσα, τα βράχια και τα τοπία της Τήνου. Το χιούμορ δεν έλλειψε ποτέ από τον Κρητικό, εδώ, όμως, αγγίζει τα όρια της μαύρης κωμωδίας και κάνει ιδιαιτέρως ευχάριστη την ατμόσφαιρα, χωρίς να διασπά ποτέ την ενότητα των διακλαδώσεων του μύθου και τη συνοχή του πλαισίου της δράσης. Το μυθιστόρημα πλέκει επίσης και αναδιατάσσει υλικά από τα τρία πρώτα αστυνομικά βιβλία του Κρητικού, διατηρώντας στο ακέραιο την αυτονομία του -από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα- και επιπλέον παρεμβάλλει στο εσωτερικό των κεφαλαίων του, στίχους από τον Ίγκι Ποπ, τον Ντέιβιντ Μπάουι, τους Στόουνς και ελληνικά συγκροτήματα: στίχοι που επιτείνουν κατά κανόνα τη διάθεση της διακωμώδησης, σχολιάζοντας υπονομευτικά κορυφαία σημεία αποθάρρυνσης ή και πλήρους απογοήτευσης του τραπεζοϋπαλλήλου.
Τι ακριβώς, όμως, εκπροσωπεί ο τραπεζοϋπάλληλος και με ποιον τρόπο καταλήγει αναρχικός; Στριμωγμένος σε μια δουλειά την οποία απεχθάνεται, μπουχτισμένος από την πεθερά του και από τον αυτονόητο συζυγικό του βίο, ο Μάρκος (συνονόματος του συγγραφέα, όχι, όμως, και αυτοβιογραφικό προσωπείο του) πατάει στην κρίσιμη ζώνη της μέσης ηλικίας δίχως να τρέφεται από την παραμικρή προσδοκία για την οποιαδήποτε αλλαγή. Και τότε έρχεται η δολοφονία ενός Αλβανού μαφιόζου στη γειτονιά του και ο Μάρκος μπλέκει με σπείρες, με εκβιαστές, με επικίνδυνες γυναίκες και με πλήθος αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, για να γλιτώσει εντέλει απ’ όλα μα και για να χάσει τα πάντα: τη δουλειά του στην τράπεζα, τη γυναίκα του, ακόμα και την πεθερά του.
Απελευθερωμένος, θέλοντας και μη, από τις προηγούμενες συμβάσεις του, αφημένος στο ποτό και δοσμένος εξ ολοκλήρου στη μοναξιά του, ο Μάρκος θα «στήσει» μετά τις αθηναϊκές του περιπέτειες, στη γενέτειρά του, την Τήνο, μια ληστεία τράπεζας με «κοινωνικό μήνυμα» – τουλάχιστον αυτό θα συνομολογήσουν μεταξύ τους οι συνεργοί, μιλώντας για το συστηματικό ξεζούμισμα των μη εχόντων και των μη κατεχόντων από τις τράπεζες. Το δεύτερο μέρος του «Αναρχικού τραπεζικού» προσδίδει στο μυθιστόρημα του Κρητικού όλη την αξία του: η πλοκή γίνεται ευρηματική, πολλαπλασιάζοντας τις μεταστροφές και τους ρυθμούς της, η απεχθής πεθερά αποκτά αίφνης απολύτως κρίσιμο ρόλο, ο δεσμός με τη σύζυγο αναβαπτίζεται ερωτικά και η κωμωδία μπαίνει στο σκληρό κόκαλο της αφήγησης. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως από τη μια μεριά είναι έτοιμη να κάνει (και όντως κάνει) θαύματα ενώ από την άλλη δεν καταντά ούτε για μία στιγμή υπέρμετρη ή και αναληθοφανής. Ένα ακόμα από τα προνόμια του Κρητικού είναι πως αποφεύγει να πέσει σε πολιτικές τερατολογίες ή σε κοινωνικές καταγγελίες, όπως θα το ευνοούσε το θέμα της τραπεζικής ληστείας. Παραμένοντας ελεύθεροι να βγάλουμε όποιο κοινωνικοπολιτικό συμπέρασμα θέλουμε, ας κρατήσουμε από τον «Αναρχικό τραπεζικό» την ουσία του: την απρόσμενη και συναρπαστική μυθοπλασία του και το αβίαστα φυλαγμένο γέλιο του.
Β. Χατζηβασιλείου