Η Χαν Κανγκ (Han Kang) από τη Νότια Κορέα τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2024. Η συγγραφέας έχει ξεχωρίσει στη χώρα της και διεθνώς για το μυθιστόρημά της «Η χορτοφάγος», που απέσπασε το Βραβείο Booker το 2016. «Η ενσυναίσθηση της Κανγκ πρωτίστως για την ευάλωτη ζωή των γυναικών γίνεται αμέσως αισθητή στις σελίδες της και ενισχύεται από τη μεταφορική δύναμη της πεζογραφίας της», δήλωσε ο Άντερς Όλσον, πρόεδρος της επιτροπής του Νόμπελ, συμπληρώνοντας: «Έχει κατανοήσει με μοναδικό τρόπο το πώς συνδέεται η ψυχή με το σώμα, το πώς οι ζωντανοί δένονται με τους νεκρούς. Βασισμένη στο ποιητικό και πειραματικό της ύφος έχει αποδειχθεί καινοτόμος στη σύγχρονη πεζογραφία». Η Κανγκ γεννήθηκε το 1970 στην ΓκουάνγκΤζου, πόλη στα νοτιοδυτικά της Νότιας Κορέας. Όταν ήταν δέκα ετών, η οικογένειά της μετακόμισε στη Σεούλ, όπου και η Χαν Κανγκ σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα της «Η χορτοφάγος», σε μετάφραση Αμαλίας Τζιώτη, εκδόσεις Καστανιώτη 2020, και «Μάθημα ελληνικών», σε μετάφραση της ίδιας (και τα δύο βιβλία από τα κορεάτικα), εκδόσεις Καστανιώτη 2022. Η Χαν Γκανγκ έχει δημοσιεύσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων «Τα φρούτα της γυναίκας μου» (2000) και «Η σαλαμάνδρα της φωτιάς» (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα «Μαύρο ελάφι» (1998), «Τα κρύα σου χέρια» (2002), «Φυσάει αέρας, πήγαινε» (2010), «Ανθρώπινες πράξεις» (2014), «Το λευκό βιβλίο» (2016) και «Δεν ξεχνώ» (2021).
«Η χορτοφάγος» αποτελεί μια τρομώδη ιστορία άρνησης για κρέας, όπου δεσπόζουν η ηθική και η κοινωνική παραγνώριση της γυναίκας, η σωματική και η ψυχολογική βία, η οποία ασκείται εις βάρος της, καθώς και η τυραννική διεκδίκηση της γυναικείας αυτονομίας. Το βιβλίο κοιτάζει σαφώς προς τη θεματική του οικο-μυθιστορήματος, συνομιλώντας εκ παραλλήλου με τον κόσμο του παραλόγου και των καφκικών μεταμορφώσεων, όπως και με ένα κλίμα παραισθητικών εικόνων που δεν αποκλείεται να έχουν πολλαπλή (όχι μόνο ψυχιατρική) καταγωγή.
Η ΓιόνγκΧιε έχει αποφασίσει για λόγους σχεδόν υπερβατικούς (επειδή είδε ένα όνειρο) να πάψει να τρώει κρέας, γεγονός που προκαλεί θύελλα οικογενειακών αντιδράσεων: από τον πατέρα, τη μάνα και τα αδέλφια της μέχρι τον άντρα της. Ο σύζυγος νιώθει αηδία και απώθηση για τη γυναίκα του, η οποία αθετεί τη νόρμα της παράδοσης, υποσκάπτοντας το ανδρικό του εγώ, και δεν θα έχει τον παραμικρό δισταγμό να τη βιάσει προκειμένου να τη νουθετήσει. Στον χορό των ακραίων αντιδράσεων της οικογένειας συμμετέχει και ο γαμπρός της ηρωίδας, που μπαίνει στο σπίτι της με την κάμερά του (είναι εικαστικός και κινηματογραφικός καλλιτέχνης), καταλήγοντας να επιβάλει στο κρεβάτι το δικό του εγώ. Ο εγκλεισμός της ΓιόνγκΧε καταλήγει σε ψυχιατρείο, όπου εφαρμόζεται πρόγραμμα καταναγκαστικής διατροφής. Το παράλογο εισβάλλει όταν η ΓιόνγκΧε, κάτω από αυτές τις αφόρητες πιέσεις, θέλει και προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε φυτό.
Βασανισμός κάτω από τον πατριαρχικό κανόνα, όπου η πρωταγωνίστρια θα δοθεί τροφή στη μηχανή των κοινωνικών συμβάσεων, εφιαλτικό παιχνίδι με τις μεταμορφώσεις του Κάφκα, αφήγηση με αδιάκοπες ανατροπές και έκφραση ικανή να κόψει την ανάσα, ποιητικές εικόνες της φύσης και κινηματογραφική γραφή. Ένα κοινωνικό, πολιτισμικό, έμφυλο, οικολογικό, αλλά και υπαρξιακό θρίλερ.
Στο «Μάθημα ελληνικών» πρωταγωνιστούν μια βουβή γυναίκα κι ένας σχεδόν τυφλός άντρας. Μοιράζονται την ερήμωση και τη μοναξιά τους. Σε δεδομένη στιγμή εκείνος στερείται τα γυαλιά του (σπάζουν), χωρίς τα οποία είναι αδύνατον να διδάξει αρχαία ελληνικά σε εκείνη (το μοναδικό της καταφύγιο). Τότε οι δυο τους θα έρθουν πιο κοντά, σε μια λυτρωτική συγκατοίκηση βοήθειας και αλληλεγγύης. Θρυμματισμένες μνήμες και πολύτροποι μονόλογοι συνθέτουν τον ιστό μιας αφήγησης μέσα από την οποία η Χαν Κανγκ αποδεικνύει την ευφυία της τεχνικής και το βάθος της ευαισθησίας της.
Β. Χατζηβασιλείου