Ένα λυγερό αλλά κάπως σιτεμένο κορίτσι, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Κρήτης της δεκαετίας του 1930, που μεγαλώνει υπό τον αστερισμό της επίμονης διαμάχης βενιζελικών και βασιλικών, ζει κλεισμένο σε έναν λευκό γάμο, χειρίζεται με φανερή επιδεξιότητα τη μεγάλη πατρική του κληρονομιά και προσπαθεί να ανταποκριθεί στους πιο αντιφατικούς κοινωνικούς ρόλους, παλεύοντας με την υποχονδρία και την κατάθλιψη. Αυτή είναι η ιστορία, την οποία ξετυλίγει ο Γιώργος Παπαδάκης στο μυθιστόρημά του «Η κυρία Ερασμία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Εστία.
Με το μυθιστόρημα «Ο ταχυδρόμος» (2018), ο Παπαδάκης μάς έδωσε μια σύγχρονη, ρεαλιστική ηθογραφία, ικανή να ανακινήσει και να φέρει στην επιφάνεια ένα σχεδόν υπαρξιακό ζήτημα, συνδέοντας άρρηκτα τις τύχες του συνόλου με τη μοίρα την οποία θα επιφυλάξει στο άτομο μια περίκλειστη ορεινή κοινότητα στο Ρέθυμνο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Το Ρέθυμνο αποτελεί τόπο της γέννησης του συγγραφέα και σε αυτό επιστρέφει με το μυθιστόρημα «Άτακτο αίμα» (2021), γραμμένο πριν από τον «Ταχυδρόμο». Η διαφορά είναι πως με το «Άτακτο αίμα» ο Παπαδάκης δεν εστιάζει σε κάποιες ώρες και ημέρες της μεταπολεμικής καθημερινότητας: σπεύδει, αντιθέτως, να καταπιαστεί με μια μακρά ιστορική περίοδο, που ξεκινάει από το 1896 και την τελευταία κρητική επανάσταση (η μεγαλόνησος θα γίνει μέρος της ελληνικής επικράτειας το 1913), φτάνοντας μέχρι την απόβαση από αέρος της ναζιστικής Γερμανίας το 1941.
Η Ερασμία, που ξεπηδά από το ίδιο χρονικό και τοπικό πλαίσιο, είναι ένα πρόσωπο με πολλαπλές όψεις. Υποχονδριακή σε βαθμό νευρασθένειας, πλένει ακατάπαυστα τα χέρια και το κορμί της, υποκύπτει σε αβυσσαλέους φόβους όποτε έρχεται σε επαφή με άλλο σώμα ή με το περιβάλλον, παραγγέλνει και έχει πάντοτε μαζί της πολλά ζευγάρια γάντια και μολονότι καταφέρνει να αφοσιωθεί στον σύζυγό της δεν του επιτρέπει ποτέ να την αγγίξει, με την εξαίρεση μίας και μοναδικής νύχτας κατά την οποία τα πάντα μοιάζουν πιθανά. Παράλληλα, η Ερασμία αξιοποιεί την καλή της μόρφωση, παίζει στα δάχτυλα, όπως και η αδελφή της, τα γαλλικά, κυβερνά με οξύ επιχειρηματικό πνεύμα την περιουσία της, διεκδικεί τη γυναικεία αυτονομία και ανεξαρτησία της, πηγαίνοντας κόντρα στους γονείς, στην αδελφή και στα πεθερικά της, πιστεύει ακράδαντα στην πολιτική του Βενιζέλου, νοιάζεται για τα ρούχα και τις κομμώσεις της, παρακολουθεί φανατικά τις θεατρικές παραστάσεις του καιρού όταν ταξιδεύει με τον άντρα της στην Αθήνα, κινείται με άνεση, ευγλωττία και ετοιμότητα στα αθηναϊκά σαλόνια και διαβάζει ακούραστα εφημερίδες, ακόμα κι αν τις αγοράζει επειδή πιστεύει πως το μελάνι είναι η καλύτερη προστασία για τα πανταχού παρόντα μικρόβια. Η Ερασμία έχει επιπροσθέτως, τη δύναμη να ανεχθεί τις συνεχείς ερωτοτροπίες του συζύγου της με ποικίλης κοινωνικής καταγωγής γυναίκες ως αποτέλεσμα της συμφωνίας τους για λευκό γάμο – ο οποίος βολεύει παρεμπιπτόντως τον ούτως ή άλλως μπερμπάντη σύζυγο.
Στον εσώτερο κόσμο της, η Ερασμία έχει να αντιμετωπίσει τον τρόμο της παιδικής της ηλικίας με τα ποντίκια και το τραύμα του, τις πατριαρχικές διαθέσεις του πατροπαράδοτου μπαμπά της, τον καχύποπτο για όλα καθημερινό της περίγυρο και πρωτίστως, την εγκατάλειψή της στον σκοτεινό κόσμο των καταθλιπτικών επεισοδίων τα οποία την πλήττουν συχνά. Κι όμως: βυθισμένη στις αντινομίες της, εξαρτημένη από την υποχονδρία και τσακισμένη από τον ανέραστο βίο της, η Ερασμία θα κατορθώσει εντέλει να ελέγξει τον εαυτό της, να αβγατίσει την περιουσία της, να τα βγάλει πέρα με τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες που έφερε η χρεοκοπία της Ελλάδας το 1932, ακόμα κι αν θα χρειαστεί να στραγγίξει γείτονες, συγγενείς και φίλους με τις άκαρδες απαιτήσεις της.
Το μυθιστόρημα του Παπαδάκη δεν είναι ιστορικό μολονότι βασίζεται σε θεμελιώδη κεφάλαια τόσο της τοπικής όσο και της εθνικής ιστορίας. Στην πρώτη γραμμή της δράσης θα παρακολουθήσουμε να εντάσσονται από τη μια πλευρά, η φρενήρης προσωπικότητα της Ερασμίας (οπαδός του πολιτικού εκσυγχρονισμού, αγωνίστρια για τη θέση και για τα δικαιώματα του φύλου της και νευρασθενική) και από την άλλη, η καθημερινότητα της Κρήτης και της Αθήνας: η Κρήτη με τους γάμους, τα συνοικέσια, τις οικονομικές συμφωνίες ή δραστηριότητες, τις γιορτές, τους απαράβατους κανόνες και τις απρόσμενες ανοχές της και η Αθήνα με την κινητικότητα των επαγγελματιών της πολιτικής, τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τον κοσμοπολιτισμό και τις κάθετες ταξικές της διακρίσεις. Δεν ξέρω αν όλα αυτά, αποτελούν ηθογραφία ή νεοηθογραφία. Μα, όπως στον «Ταχυδρόμο» η ηθογραφία ξεπερνιέται με τη ρεαλιστική αφήγηση και με την ισχυρή εξατομίκευση της συλλογικής ζωής της κοινότητας, έτσι και στην «Κυρία Ερασμία» ο κυρίαρχος ρόλος της κεντρικής ηρωίδας σπάει κάθε παραδεδομένο δεσμό. Γιατί μέσα από τη σκιαγράφηση της Ερασμίας δεν καταγράφονται ήθη και έθιμα της Κρήτης ή της πρωτεύουσας πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο αγώνας μιας γυναίκας να ανταποκριθεί κατά τον γονιμότερο τρόπο, στους κοινωνικούς ρόλους τους οποίους έχει την τόλμη να αναλάβει. Και τέτοιος αγώνας δεν μπορεί παρά να έχει και τις ώρες της ήττας και της συντριβής του. Αυτή είναι, όμως, η δουλειά του μυθιστορήματος όταν έχει να μιλήσει για ένα ζήτημα όπως το βάρος του φύλου, σε μια κατεξοχήν απρόσφορη περίοδο. Και να προσθέσω, ως επιλογικό σχόλιο, πως ο συγγραφέας ευτυχεί στους σκοπούς του χάρη και σε μια υπόγεια, πλην ιδιαιτέρως δραστική (αν και σταθερά διακριτική) διάθεση διακωμώδησης είτε της Ερασμίας είτε των μυθιστορηματικών καταστάσεων που συνδέονται μαζί της.
Β. Χατζηβασιλείου