Όταν νίπτει κανείς τας χείρας του σε μια σύγκρουση μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων, δε σημαίνει ότι μένει ουδέτερος, σημαίνει ότι παίρνει το μέρος των ισχυρών. Paulo Freire, 1924-1997, Βραζιλιάνος παιδαγωγός

Μια απροσδόκητη ανακάλυψη στο αριστούργημα του Ρέμπραντ «Νυχτερινή περίπολος»

16 Δεκεμβρίου, 2023

Μια απροσδόκητη ανακάλυψη έφερε στο «φως» μια νέα τεχνική απεικόνισης με ακτίνες Χ που εφάρμοσαν ερευνητές στο αριστούργημα του Ρέμπραντ «Νυχτερινή περίπολος». Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύονται στο περιοδικό «Science Advances». 
Η έρευνα εντόπισε ένα άγνωστο μέχρι σήμερα στρώμα μολύβδου στον καμβά, το οποίο οι επιστήμονες εκτιμούν ότι χρησιμοποίησε ο Ρέμπραντ για να προστατεύσει τον πίνακα από την υγρασία, αντί της τυπικής μεθόδου της εποχής με την εφαρμογή ενός στρώματος κόλλας. 
Η «Νυχτερινή περίπολος» («The Night Watch»), το πιο διάσημο έργο του Ρέμπραντ, ολοκληρώθηκε το 1642 και εκτίθεται στο Rijksumuseum του Άμστερνταμ. Πρόκειται για έναν από τους πλέον γνωστούς πίνακες της χρυσής ολλανδικής εποχής στη ζωγραφική. 
Ο μεγάλων διαστάσεων πίνακας απεικονίζει τον λοχαγό Φρανς Μπάνινκ Κοκ να διατάζει τους φρουρούς του να βγουν έξω για να προστατεύσουν την πόλη τους. Το έργο εντυπωσιάζει για τις δραματικές αντιθέσεις που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης μεταξύ φωτός και σκιάς για να τονίσει τους πιο σημαντικούς χαρακτήρες της σκηνής. Αν και παλαιότερα υπήρχε η πεποίθηση ότι η σκηνή που αποτύπωνε ήταν νυχτερινή, στην πορεία διαπιστώθηκε ότι η συσσώρευση ρύπων και βερνικιού ήταν η αιτία που τον έκανε σκοτεινό. 
Οι μεγάλες αλλαγές που έχει υποστεί ο πίνακας μέσα στους αιώνες οδήγησε το Rijksmuseum στην απόφαση να ξεκινήσει την «Επιχείρηση Νυχτερινή Περίπολος» το 2019, ένα πολυετές έργο έρευνας και συντήρησης που διερευνά πώς ο Ρέμπραντ δημιούργησε το έργο, αλλά και την τρέχουσα κατάστασή του, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία απεικονιστικών και υπολογιστικών τεχνικών. Η κατανόηση των παραπάνω παραμέτρων είναι σημαντική για να προχωρήσουν οι επιστήμονες στη συντήρηση του πίνακα με την καλύτερη δυνατή τεχνική που θα διασφαλίζει τη μακροχρόνια διατήρησή του. 
Στο πλαίσιο των παραπάνω ερευνών, βρέθηκαν στο επίκεντρο τα προπαρασκευαστικά στρώματα του πίνακα. Νωρίτερα είχαν εντοπιστεί άσπρα στίγματα σε διάφορα σημεία του  πίνακα, που διαπιστώθηκε ότι αποτελούν προεξοχές μολύβδου. 
Η ερευνητική ομάδα συνέλεξε από τον πίνακα ένα μικρό θραύσμα μπογιάς και το μελέτησε με μια νέα μέθοδο, που συνδυάζει τεχνικές φθορισμού ακτίνων Χ με πτυχογραφική νανοτομογραφία ακτίνων Χ, με σκοπό να αναγνωρίσει και να οπτικοποιήσει χημικά στοιχεία μικρότερης κλίμακας στα κατώτερα στρώματα του καμβά. 
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Φρεντερίκ Μπρόερς (Frederique Broers), επικεφαλής συγγραφέας της δημοσίευσης και ερευνήτρια στα Πανεπιστήμια του Άμστερνταμ, της Αμβέρσας και της Ουτρέχτης και στο Rijksumuseum, πρόκειται για μια τεχνική που δεν έχει εφαρμοστεί ξανά στη μελέτη πινάκων ζωγραφικής και η οποία εξασφαλίζει τη διερεύνηση και των τριών διαστάσεων του πίνακα και των σωματιδίων χρώματος που τον αποτελούν.  
Με τη βοήθεια της τεχνικής αυτής, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι κάτω από το στρώμα εδάφους από χαλαζία και άργιλο στον καμβά, υπάρχει ένα στρώμα πλούσιο σε μόλυβδο.  «Αυτό το εύρημα μας δείχνει ότι ο Ρέμπραντ δεν φοβόταν να δοκιμάσει νέες τεχνικές», παρατηρεί η κ. Μπρόερς. «Ο πίνακας ήταν τόσο μεγάλος σε διαστάσεις που ο ζωγράφος δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις συνήθεις μεθόδους, οπότε αναζητούσε εναλλακτικές και εκτιμούμε ότι χρησιμοποίησε μόλυβδο για να προστατεύσει τον πίνακα από την υγρασία», προσθέτει.  
Είναι γνωστό στους ερευνητές ότι τον 17ο αιώνα ο μόλυβδος χρησιμοποιήθηκε για να προστατεύσει αντικείμενα, από ξύλο, πέτρα και μέταλλο. Σε βιβλίο της εποχής, ο Theodore De Mayerne συμβούλευε τους ζωγράφους πώς να προετοιμάσουν τον καμβά με ζωική κόλλα και σε μια υποσημείωση πρότεινε τη χρήση λαδιού που περιέχει μόλυβδο για να προστατεύσει από την υγρασία πίνακες που κρέμονταν στον τοίχο. Φαίνεται λοιπόν πως η μέθοδος εμποτισμού ενός καμβά με λάδι που περιέχει μόλυβδο ήταν γνωστή, αν και όχι ευρέως διαδεδομένη. 
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
www.science.org/doi/10.1126/sciadv.adj9394
Μαρία Κουζινοπούλου