Περισσότερη ανησυχία για την κλιματική αλλαγή, από ό,τι για την οικονομική κρίση, τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής, αλλά και από ζητήματα όπως το μεταναστευτικό ή το ενδεχόμενο εμπλοκής της χώρας σε πόλεμο, έχουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τη στήριξη του γερμανικού πολιτικού ιδρύματος «Kondrad Adenauer Shiftung» και σε συνεργασία με την εταιρεία «DataPower». Απαντώντας στο ερώτημα «τι είναι αυτό που σας απασχολεί άμεσα;», δύο στους τρεις Έλληνες και Ελληνίδες δήλωσαν πως είναι πολύ ανήσυχοι για την κλιματική αλλαγή, έναντι αντίστοιχου ποσοστού μόλις 26% για τους Γερμανούς, όπως προέκυψε από την έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε φέτος το καλοκαίρι σε δείγμα 750 ατόμων και παρουσιάστηκε από τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκο Βέττα, στην 88η ΔΕΘ, στην κεντρική σκηνή του γερμανικού περιπτέρου.
Μιλώντας διαδικτυακά στην ίδια εκδήλωση, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης, έκανε ιδιαίτερη αναφορά σε αυτό που χαρακτήρισε «κλιματική υποκρισία», το οποίο καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από παραπληροφόρηση, αφού -όπως είπε- ενώ η πλειονότητα των πολιτών συμφωνεί ότι η κλιματική αλλαγή υπάρχει και πρέπει να αντιμετωπιστεί, εκδηλώνονται έντονες αντιστάσεις, όταν πρόκειται να εγκατασταθούν σε έναν τόπο ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).
«Στην Ελλάδα είμαστε σαφώς στις δέκα πρώτες χώρες του πλανήτη στην ταχύτητα εγκαταστάσης ΑΠΕ ανάλογα με το μέγεθός μας. Είμαστε εξαιρετικά ανταγωνιστικοί και με ποικιλία ΑΠΕ, προπαντός ήλιο και αέρα σε πολύ καλή αναλογία. Αλλά αν αθροιστούν οι κλιματικοί υποκριτές -δηλαδή αυτοί που υποστηρίζουν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά την αποκλείουν εν τοις πράγμασι- με τους κλιματικούς αρνητές, τότε κανένα από τα δύο μεγάλα πλεονεκτήματα της πράσινης μετάβασης -η συνεισφορά στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου (…) και προπαντός η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια (…)- δεν μπορεί να πραγματωθεί. Είναι πάρα πολύ κρίσιμο το φαινόμενο αυτό και δεν μιλώ για τους εύλογους περιορισμούς με βάση την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αλλά για μια παραπληροφόρηση για τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ΑΠΕ και για μια ώθηση τοπικών κοινωνιών (…) στο να εμποδιστεί η εγκατάσταση, με πρακτικό αποτέλεσμα (…) να υπονομευτεί η πράσινη μετάβαση και η οικονομική βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς άφθονη και φθηνή ενέργεια, η Ελλάδα θα παραμείνει μια χώρα πολύ επιβαρυμένη περιβαλλοντικά από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, οικονομικά εξαρτημένη από το εξωτερικό και πολύ φτωχότερη σε σχέση με τις δυνατότητες που θα είχε, αν αξιοποιούσε τα τεράστια πλεονεκτήματά της για άφθονη και φθηνή ενέργεια» είπε χαρακτηριστικά ο Υπουργός.
Π.Αλμάιερ: Η Ελλάδα έχει γεωστρατηγική αποστολή
Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικά ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πράσινη μετάβαση, όχι απλά επειδή ο ήλιος λάμπει, αλλά και επειδή υπάρχει η δυνατότητα συνεργασιών με τις γειτονικές χώρες, διατύπωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Ενέργειας της Γερμανίας, Πέτερ Αλτμάιερ, ενώ πρόσθεσε ότι η χώρα μας «έχει γεωστρατηγική αποστολή» στην περιοχή. Συμπλήρωσε ότι η ΔΕΘ είναι ενδεικτική των φιλόδοξων στόχων της Ελλάδας και τόνισε ότι σε μια περίοδο που η πράσινη μετάβαση βρίσκεται σε εξέλιξη στηνΕλλάα «θα μπορούσαμε να αντλήσουμε γνώση από την ελληνική εμπειρία». Ο κ.Αλτμάιερ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αξία των συνεργειών σε αυτό το πεδίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο: «Πιστεύω ότι η ενεργειακή μετάβαση θα είναι φθηνότερη και πιο προσιτή για όλους μας, αν την κάνουμε σε ευρωπαϊκή κλίμακα, αν συνεργαστούμε και δεν δράσει κάθε χώρα μόνο ξεχωριστά (…) (Με τη συνεργασία) μπορεί να σταθεροποιηθεί η ασφάλεια του (ενεργειακού) εφοδιασμού, διότι σχεδόν πουθενά στην Ευρώπη δεν λάμπει πάντα ο ήλιος ή φυσάει πάντα ο άνεμος. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες και εδώ σε αυτή την περιοχή, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση της δημιουργίας αξίας στην Ελλάδα συνολικά» σημείωσε.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη ενημέρωσης και ενεργοποίησης των τοπικών κοινωνιών, αλλά και στο να δοθεί προσοχή ώστε να μην υπάρχουν μόνο αρνητικές συνέπειες για κάποιους λόγω της ενεργειακής μετάβασης. Κατά τον κ.Αλτμάιερ, οι ΑΠΕ είναι όντως φαινομενικά φθηνές, αλλά το όλο ζήτημα θα συνεχίσει να δημιουργεί οικονομικά προβλήματα. Γιατί; «Διότι έχουμε εσωτερικεύσει τα οφέλη της εκβιομηχάνισης για πάνω από 200 χρόνια -χρησιμοποιήσαμε τα χρήματα για κοινωνικά συστήματα, κατασκευή δρόμων, υποδομές, ευημερία, υψηλότερους μισθούς- και εξωτερικεύσαμε το κόστος της εις βάρος των ποταμών, του ουρανού μας, του κλίματος. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αρχίσαμε να το αλλάζουμε αυτό, αλλά (…) η αλλαγή στοιχίζει. Όταν κατασκευάσαμε εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων σε όλες τις μεγάλες πόλεις κατά μήκος του Ρήνου, αυτό κόστισε πολλά χρήματα. Όταν καταστήσαμε υποχρεωτικό τα αυτοκίνητα να κινούνται με αμόλυβδη βενζίνη και να είναι εφοδιασμένα με καταλυτικό μετατροπέα, τα αυτοκίνητα ήταν 3.000 μάρκα ακριβότερα σε σχέση με πριν. Ο κόσμος είπε ότι αυτό είναι πολύ ακριβό για εμάς, δεν το θέλουμε. Αλλά το χρηματοδοτήσαμε» εξήγησε και πρόσθεσε πως σήμερα πρέπει να εξετάσουμε ποιος θα πρέπει να αναλάβει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης: «(Στην Ευρώπη)αποκομίσαμε μαζί τους καρπούς της εκβιομηχάνισης επί 200 χρόνια και πιστεύω ότι πρέπει επίσης να επωμιστούμε το κόστος από κοινού. Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία που ψηφίζουν σήμερα εξτρεμιστικά κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς το κάνουν από ανησυχία για το βιοτικό τους επίπεδο (…) Πιστεύω πως πρέπει να διασφαλίσουμε εγκαίρως ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού δεν θα μεταβληθεί από την ενεργειακή μετάβαση και ότι θα παραμείνουμε ανταγωνιστικοί».
Τα ευρήματα της έρευνας
Παρουσιάζοντας κάποια από τα ευρήματα της μελέτης, με τίτλο «Στάσεις της κοινής γνώμης για την πράσινη μετάβαση και τις ΑΠΕ στην Ελλάδα», ο κ.Βέττας σταχυολόγησε τα εξής:
*Αν ρωτήσεις τους Έλληνες «τι είναι αυτό το οποίο σε απασχολεί σημερα άμεσα», πολύ περισσότερο από οτιδήποτε τούς απασχολεί το θέμα της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της θερμοκρασίας. Ποσοστό 65,7% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι το θέμα τους ανησυχεί «πάρα πολύ» και το 24,8% «αρκετά». Τα αντίστοιχα ποσοστά για την οικονομική κρίση/πληθωρισμό/κόστος ζωής είναι 60,7% και 32,4% αντίστοιχα, για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ελλάδας σε πόλεμο 40,4% και 35,7% και για το μεταναστευτικό 34,9% και 33,6% αντίστοιχα.
*Μεταξύ όλων των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, αυτό που ανησυχεί περισσότερο τους Ελληνες είναι οι πυρκαγιές. Σχεδόν οκτώ στους δέκα (ποσοστό 78,9%) δηλώνουν πως τις θεωρούν πολύ επικίνδυνες, συν ένα 17,3% που τις χαρακτηρίζει «αρκετά επικίνδυνες». Ακολουθούν κατά πόδας τα φαινόμενα που σχετίζονται με το νερό, είτε αυτά είναι πλημμύρες είτε ξηρασία, με ποσοστά 74,9% (πολύ επικίνδυνα) και 22,1% (αρκετά επικίνδυνα) αντίστοιχα, η απώλεια βιοποικιλότητας (41,1% και 49,6% αντίστοιχα) και η ασφάλεια των τροφίμων (35,9% και 46,3%). Συγκριτικά με τα παραπάνω, οι ερωτηθέντες δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα για τις πιθανές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τοπικό τουρισμό, παρότι αυτός βρίσκεται πολύ ψηλά ως πηγή εισοδήματος για την Ελλάδα (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 38,4% και 23,2% αντίστοιχα).
*Στις λιγότερο αστικές περιοχές, αγροτικές και άλλες, η ανησυχία σε σχέση με το κλίμα είναι πολύ εντονότερη. Όπως παρατήρησε ο κ.Βέττας, οι άνθρωποι στα αστικά κέντρα φαίνεται ότι νιώθουν πιο προστατευμένοι. Επίσης, οι κάτοικοι των νησιών φαίνεται ότι έχουν πιο έντονη ανησυχία όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, καθώς και το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει επίδραση στον τουρισμό.
*Στο ερώτημα αν στην Ελλάδα είμαστε στη σωστή τροχιά, αν κάνουμε αυτά τα οποία χρειάζεται να γίνουν, το 91,2% των ερωτηθέντων «συμφωνούν ισχυρά» ή «συμφωνούν» ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα.
*Στο ερώτημα «κατά πόσο στην καθημερινή ζωή σας η συμπεριφορά σας είναι φιλική προς το περιβάλλον», εννέα στους δέκα Ελληνες (έναντι περίπου επτά στους δέκα Γερμανούς) απαντούν πως ναι, είναι φιλική, γιατί ανακυκλώνουν (αυτό δηλώνει 88,8% των πολιτών), αποφεύγουν τη χρήση ΙΧ (36,3%) και αεροπλάνων (41,5%) και την κατανάλωση κρέατος και ζωικών προϊόντων (22,2%). «Άρα, ενδεχόμενα εάν χρειαστεί να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, μπορεί να αναρωτηθούν γιατί να το κάνουν, αφού θεωρούν πως είναι ήδη φιλική» επισήμανε ο κ.Βέττας.
*Η διείσδυση φωτοβολταϊκών και η ηλιακή ενέργεια έχει πολύ μεγαλύτερη αποδοχή από τους ερωτηθέντες, σε σχέση με οτιδήποτε άλλο βοηθάει στην πράσινη μετάβαση και στην κλιματική αλλαγή (59,8%, έναντι π.χ., 27% για τις ανεμογεννήτριες).
*Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης των ερωτηθέντων, τόσο πιο μεγάλη είναι η αποδοχή τους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, ακόμα και μεταξύ των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου, έξι στους δέκα διαφωνούν με την εγκατάσταση ανεμογεννητριών κοντά στο σπίτι τους. Ενδιαφερόν είναι και το εύρημα σχετικά με το κατά πόσο οι ερωτηθέντες θα δέχονταν κάποια μορφή αποζημίωσνς για την εγκατάσταση ΑΠΕ στην περιοχή τους. «Και εδώ η απάντηση είναι “όχι” κι αυτό το όχι ενσωματώνει δύο όχι. Το ένα είναι όχι, γιατί δεν χρειάζεται. Και το δεύτερο, γιατί κάτι τέτοιο θα με ενοχλούσε τόσο πολύ, που οποιοδήποτε λογικό ποσό και να μου έδινες δεν θα έφτανε για να με κάνει να αλλάξω γνώμη» εξήγησε ο κ.Βέττας.
*Το 85% του δείγματος απαντά ότι οι ανανεώσιμες πηγές σημαντικά βοηθούν να μετριαστεί η κλιματική αλλαγή. Το 42% όμως πιστεύει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βλάπτουν το περιβάλλον με άλλους τρόπους, πχ,. στο επίπεδο της χωροταξίας.
Αλεξάνδρα Γούτα