Νικήτα Χρουστσόφ, 1894-1971, Σοβιετικός ηγέτης

Με τη «Μνήμη του πάγου» ολοκληρώνεται η τριλογία της Ι. Μπουραζοπούλου για τον Δράκο της Πρέσπας

10 Φεβρουαρίου, 2024

  Τι είναι και τι μπορεί να θέλει από την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία ο Δράκος που απειλεί και τις τρεις παρόχθιες χώρες της λίμνης της Μεγάλης Πρέσπας στην τριλογία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου; Υπό τον κοινό τίτλο «Ο Δράκος της Πρέσπας» η Μπουραζοπούλου έχει δημοσιεύσει κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας τα μυθιστορήματα «Η κοιλάδα της λάσπης» (2014), «Κεχριμπαρένια έρημος» (2019) και «Η μνήμη του πάγου» (λίγο προτού κλείσει το 2023). Με μυθιστορήματα πολιτικής, αλληγορικής και δυστοπικής φαντασίας, που λειτουργούν από τη μια πλευρά ως παραμυθητικές αφηγήσεις γεμάτες περιπέτειες, μυστήρια και πρωταγωνιστές αγκυρωμένους στη δράση και από την άλλη μεριά, ως παραβολές για τις σχέσεις στο εσωτερικό των κοινωνιών της Δύσης, όπως για την κουλτούρα ή για τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης, η Μπουραζοπούλου έχει διαμορφώσει εδώ και αρκετά χρόνια -και όχι, βεβαίως, μόνο με την τριλογία της- ένα στιβαρό όσο και πολυεπίπεδο συγγραφικό προφίλ.

    Μια μείζων αλληγορική τριλογία είναι και «Ο Δράκος της Πρέσπας». Δράκος ακατανόητος, επίφοβος, μοχθηρός και πανούργος, ικανός για άπειρες μεταμορφώσεις, πανταχού παρών και επίσης σκοτεινός, αδιαφανής και αόρατος. Ο Δράκος μπορεί να εκπροσωπήσει στην τριλογία όλα τα δεινά του καιρού μας: να εμφανιστεί ως διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, έτοιμο να κατασπαράξει τους πάντες, να συγκεντρώσει στα απειλητικά του άκρα ή κάτω από το γεμάτο ανατριχιαστικές φολίδες δέρμα του πλήθος χειραγωγικές εξουσίες (εξουσίες κρατικές, κυβερνητικές, διοικητικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές), να αποτελέσει τέρας του εμπορίου και ακούραστο θηρευτή ή χυδαίο απολογητή της κατανάλωσης, καθώς και να εξαπλωθεί, οπουδήποτε στον κόσμο, ως αχανές υπαρξιακό κενό και ως χλωμό πεδίο θανάτου. Στην Ελλάδα του πρώτου τόμου, ο Δράκος επιτίθεται απροκάλυπτα στους κατοίκους και ζει κάτω από τόνους λάσπης με τη βροχή να δέρνει αλύπητα το τοπίο. Στη Βόρεια Μακεδονία του δεύτερου τόμου μοιάζει λιγότερο ζωομορφικός και είναι πιθανόν να κινείται σε μια ατέλειωτη έκταση ξηρασίας, ζέστης και άμμου, την οποία οι δρακολόγοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με διαρκώς μετακινούμενες εξέδρες. Στην Αλβανία, πάλι, του τρίτου τόμου ο Δράκος δείχνει εντελώς απρόσωπος, κάτι σαν οργανικό μέρος του παγωμένου τόπου, του κρύου και του ασταμάτητου χιονιά. Όσο για τους δρακολόγους, είναι μόνο αρσενικού φύλου στην Ελλάδα, άντρες και γυναίκες στη Βόρεια Μακεδονία και μόνο γυναίκες, τοξότριες και ιέρειες, στην Αλβανία – όπως οι πολεμίστριες μυθικές αμαζόνες ή ο σκυθικός λαός της Ευρασίας και οι νομαδικές φυλές του.

    Το μεγάλο παιχνίδι του Δράκου και στις τρεις όχθες της Μεγάλης Πρέσπας το κάνει η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης, που έχει σαρώσει όλους τους προγενέστερους διεθνείς οργανισμούς, έχει εγκαταστήσει υπό την άγρυπνη επιτήρησή της τελωνειακές αρχές και στις τρεις χώρες και έχει επιβάλει δρακολογικό μονοπώλιο για άπαντες. Ο Δράκος είναι, λοιπόν, μια επινόηση του άτεγκτου διεθνούς κεφαλαίου κι ένα εμπορικό προϊόν προς διάθεση και κατανάλωση, σε μια γιγάντια επιχείρηση, την οποία έχει επωμιστεί ο πολύς Έκτορας Μόζερ, φόβητρο για δικαίους και αδίκους σε τρεις παρόμοιες βαλκανικές κοινωνίες, που πάσχουν εξίσου από οικονομική καχεξία και διαφθορά, από αμαρτωλές συναλλαγές και από αναρίθμητες μικρές ή μεγάλες φιλοδοξίες για την υπέρβαση της υπανάπτυξής τους. Όχι ακριβώς και όχι μόνο. Ο Δράκος διατηρεί απείραχτη την παραμυθητική φορεσιά του χάρη στις ακάματες μεταστοιχειώσεις του από χώρα σε χώρα και από όχθη σε όχθη – και χάρη, επιπλέον, στη συλλειτουργία του με άλλα υπερβατικά στοιχεία, όπως η Μάνα Κουράγιο, στον δεύτερο και στον τρίτο τόμο (μια γκροτέσκα όσο και υποβλητική εκδοχή των κρυφών κλάδων της εξουσίας), ο δεσμός του αλχημιστή και του μαθητή, σε όλους τους τόμους, δίδυμο το οποίο θα στήσει τη θεατρική σκηνή και τον περιρρέοντα διάκοσμο της τριλογίας, η τοξότρια και θεά του έρωτα Βαλμίρα του τρίτου τόμου και η ραψωδία λ’ της «Οδύσσειας», και στους τρεις τόμους, που είναι το ταξίδι του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο μα και η συνένωση του πραγματικού και του φανταστικού στον ίδιο, ενιαίο κορμό. Το φανταστικό στη μυθιστοριογραφία της Μπουραζοπούλου συνενώνεται με την πραγματικότητα επειδή διεκδικεί στο ακέραιο τα δικαιώματά του επί της πραγματικής ύλης, επειδή το φανταστικό έχει μια αυτονομία ικανή να γεννηθεί ως μυθοπλαστική πραγματικότητα. Μια τέτοια πραγματικότητα είναι ο Δράκος και οι άλλες παραμυθητικές μορφές της τριλογίας, μια πραγματικότητα την οποία μπορούμε να διαβάσουμε και ως ιδεολογική σύναψη. Η διαφορετική φύση και οι διαφορετικοί δράκοι σε κάθε όχθη είναι δυνατόν να υπαινίσσονται, ή και να προδίδουν, είτε μια μαζική ψευδαίσθηση είτε μια μαζική υπνοβασία, η οποία χωρίς να χάνει διόλου τη μαγική της υπεροχή, δεν αποκλείεται να αναδεικνύει και διαφορετικές ψευδείς συνειδήσεις. Κι όταν δρακολόγοι και κάτοικοι και των τριών χωρών θα το καταλάβουν στον τρίτο τόμο, ο Δράκος θα πάψει να υπάρχει και να καταδυναστεύει οποιονδήποτε. Κι αν αυτό προσμετρηθεί δίπλα στον αφανισμό του Μόζες και στον έρωτα της Βαλμίρας για έναν «αλλόχθιο» (νεολογισμός με σπάνια ακουστική εμβέλεια), η μυθολογία του Δράκου θα καταρριφθεί παταγωδώς, συμπαρασύροντας στην πτώση της το γκρέμισμα των συνόρων και την απαγόρευση της κυκλοφορίας ανάμεσα στις τρεις όχθες.

    Ιδού πώς η Μπουραζοπούλου χτίζει με τα πιο στέρεα και με τα πλέον ενεργά αφηγηματικά και αρχιτεκτονικά υλικά την αυτοτέλεια και ταυτόχρονα τη συνοχή και την εσωτερική ενότητα των τριών τόμων, επιτρέποντας στη δυστοπία της να ανασάνει μέσα από κάποιους δραστικούς πόρους ελευθερίας ως προς το επερχόμενο μέλλον, δίχως να ξεπέσει ποτέ στην πολιτική καταγγελία αλλά και χωρίς να αφήσει ούτε μια στιγμή ανυπεράσπιστη τη σύνθεσή της απέναντι στον λογικό έλεγχο τον οποίο απαιτούν οι ισχυρές δόσεις φαντασίας με τις οποίες τροφοδοτεί κάθε σελίδα της. Σίγουρα, ένα πεζογραφικό έργο μεγάλης πνοής.

   Β. Χατζηβασιλείου