Μερικές φορές εύχομαι οι άνθρωποι να έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην τήρηση του νόμου από όση δίνουν στην επιβολή του. Calvin Coolidge, 1872-1933, Αμερικανός πρόεδρος

«Ξέρει η πάπια πού είναι η λίμνη;» το βιβλίο του Χρήστου Α. Χωμενίδη – Xιούμορ και κέφι για ζωή

31 Αυγούστου, 2024

«Ξέρει η πάπια πού είναι η λίμνη;» Με αυτό το μάλλον περιπαικτικό ερώτημα τιτλοφορεί ο Χρήστος Χωμενίδης το καινούργιο βιβλίο του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Δεν πρόκειται ούτε για ένα από τα πολυδιαβασμένα μυθιστορήματά του ούτε για μια από τις αραιότερες εκδοτικά συλλογές διηγημάτων του. Είναι ένα βιβλίο μεικτό και με πολλαπλές ερμηνευτικές εκδοχές, με κείμενα που κινούνται ανάμεσα στο διήγημα, το χρονογράφημα, το χιουμοριστικό σχόλιο, το παραμύθι, την ιστορία φαντασίας, τη σύγχρονη παραβολή, τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις και την αυτομυθοπλασία. Μπορούμε να διαβάσουμε αυτά τα πυκνά και σύντομα κατά κανόνα κομμάτια ανάλογα με τον ορίζοντα των προσδοκιών μας, με τις δημόσιες ενοχλήσεις και τις κοινωνικές και τις πολιτικές ευαρέσκειες ή απαρέσκειές μας, με το γούστο μας για τα βιβλία και τους ανθρώπους και με τις πεποιθήσεις μας για το φύλο και το σεξ. Ο συγγραφέας έχει απόψεις, και συχνά έντονες, δεν θέλει, ωστόσο, να κλείσει ποτέ τον δρόμο για μια αντίπαλη φωνή και αφήνει πάντοτε ανοιχτό τον δρόμο για όσους τον διαβάζουν, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια καπελώματος.    
  Ο Χωμενίδης φτιάχνει παραμύθια και κόσμους ιστορικής φαντασίας, ξετυλίγει με άφταστο κέφι τις παιδικές του αναμνήσεις, μιλάει χωρίς να φοβάται το συναίσθημα (το οποίο, εντούτοις, ουδέποτε επιτρέπει να μετατραπεί σε αισθηματολογική σούπα), για τη μητέρα του (για την οποία μας έδωσε παλαιότερα ένα κατά κοινή ομολογία επιτυχημένο μυθιστόρημα), για τον πατέρα του και για τους δυο παππούδες του (αμφότεροι διακεκριμένα στελέχη της Αριστεράς), για τις νεανικές του αναγνώσεις, αλλά και για τον συγγραφικό του βίο, που ξεκίνησε από νωρίς. Ο Χωμενίδης μιλάει επίσης για τον έρωτα και τις ποικίλες περιπέτειές του (δραματικές και κωμικές), δεν κρύβει τις πολλές του επιφυλάξεις για τις κοινωνίες της ορθοέπειας, που είναι οι κοινωνίες του καιρού μας, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, εξομολογείται τον θαυμασμό του για μουσικά μεγέθη όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και για λαϊκά είδωλα όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, δηλώνει απερίφραστα την αγάπη του για τον ταλαιπωρημένο τον τελευταίο καιρό Μ. Καραγάτση, επαινεί τις εξελίξεις αλλά και τις καθηλώσεις των ΗΠΑ, ταξιδεύει σε όλη την υδρόγειο, από την Αϊόβα και το Λονδίνο μέχρι την Αλεξάνδρεια, ανακαλεί, σαν παιδί γεννημένο κατά τη δεκαετία του 1960, το πώς ήταν η καθημερινή ζωή πριν από το διαδίκτυο και την υπερανάπτυξη της τεχνολογίας, τιμά τους επώνυμους και τους ανώνυμους φίλους του και δεν ξεχνά ούτε για μία στιγμή τον δικό του μοναδικό σκοπό, που δεν είναι άλλος από το γράψιμο. 
  Ο διδακτισμός, η ηθικολογία, η σοβαροφάνεια, ο γλυκασμός, η φλυαρία, ο κομπασμός  και η υπεροψία της αυτάρκειας είναι ζητήματα τα οποία ο Χωμενίδης αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι – το ίδιο ισχύει για τις θεωρίες συνωμοσίες, τις δήθεν σωτήριες ιδέες και τις αυταρχικές ιδεολογίες. Θα πρέπει επίσης να σημειώσω πως ο συγγραφέας δεν εμπιστεύεται τη λογοτεχνία η οποία κλείνει παταγωδώς την πόρτα στο ευρύ κοινό, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πως υποτιμά ή πως παραγνωρίζει τα υψηλά λογοτεχνικά έργα, και δεν φοβάται αυτά που παλαιότερα αποκαλούσαμε «προϊόντα μαζικής κουλτούρας», δίχως ευτυχώς να προτείνει τον οποιονδήποτε χρυσό κανόνα αντ’ αυτών. Και θα δούμε εν προκειμένω όχι την καλή του διάθεση (δεν θα καταλήξει δικαστής για τίποτε και για κανέναν), αλλά και την πηγαία, σχεδόν φυσική πίστη του στη δύναμη της δημιουργίας και στην προθυμία των πραγμάτων να επιφυλάξουν μια καλύτερη τύχη για όλους μας.          
           
Β. Χατζηβασιλείου