Όπως το έδαφος, όσο και αν είναι γόνιμο, αδυνατεί να παράγει κάτι δίχως καλλιέργεια, έτσι και ο νους του ανθρώπου: δίχως την εκπαίδευση αδυνατεί να δώσει τους αναμενόμενους καρπούς. Πλούταρχος, 47-120 μ.Χ.  Αρχαίος Έλληνας ιστορικός

Κριστίν Λαγκάρντ: Δεν είναι προαποφασισμένη η επόμενη μείωση των επιτοκίων

12 Σεπτεμβρίου, 2024

Σε μείωση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,25% όπως αναμενόταν, προχώρησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων (βασικό επιτόκιο) να διαμορφωθεί στο 3,5%, μετά την επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της για την ανάπτυξη της ευρωζώνης και τη θετική εξέλιξη του πληθωρισμού.

 

Πιο αναλυτικά, η ΕΚΤ προβλέπει ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 0,8% το 2024, θα αυξηθεί σε 1,3% το 2025 και σε 1,5% το 2026. Πρόκειται για ελαφρά πτωτική αναθεώρηση σε σύγκριση με τις προβολές του Ιουνίου, κυρίως λόγω της ασθενέστερης συμβολής της εγχώριας ζήτησης τα επόμενα τρίμηνα. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ προέβλεπε ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα αυξηθεί φέτος κατά 0,9%, 1,4% το 2025 και κατά 1,6% το 2026.

 

Αντιθέτως στο μέτωπο του πληθωρισμού τα πρόσφατα στοιχεία για τον πληθωρισμό ήταν σε γενικές γραμμές τα αναμενόμενα και οι τελευταίες προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες προβλέψεις του Ιουνίου για τον πληθωρισμό.

 

Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 2,5% το 2024, 2,2% το 2025 και 1,9% το 2026, όπως και στις προβολές του Ιουνίου. Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί και πάλι στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Στη συνέχεια, ο πληθωρισμός θα πρέπει να μειωθεί προς τον στόχο της ΕΚΤ κατά το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους. Όσον αφορά τον πυρήνα του πληθωρισμού, οι προβολές για το 2024 και το 2025 έχουν αναθεωρηθεί ελαφρώς προς τα πάνω, καθώς ο πληθωρισμός των υπηρεσιών ήταν υψηλότερος από ό,τι αναμενόταν. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ εξακολουθεί να αναμένει ταχεία μείωση του πυρήνα του πληθωρισμού, από 2,9% φέτος σε 2,3% το 2025 και 2,0% το 2026.

 

Σχολιάζοντας τη σημερινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια πολιτικής επαρκώς περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτού του στόχου.

 

«Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας του περιορισμού. Ειδικότερα, οι αποφάσεις μας για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Δεν δεσμευόμαστε εκ των προτέρων σε μια συγκεκριμένη πορεία επιτοκίων.

Σε κάθε περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα που διαθέτουμε στο πλαίσιο της εντολής μας για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας και να διατηρήσουμε την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής» ανέφερε χαρακτηριστικά.

 

Η επικεφαλής της ΕΚΤ κράτησε κλειστά τα χαρτιά της για τις επόμενες κινήσεις στο μέτωπο των επιτοκίων στην επομένη συνεδρίαση του Δ.Σ τον Οκτώβριο, κατά την οποία θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει καμία δέσμευση εκ των πρότερων για μείωση των επιτοκίων ούτε και συγκεκριμένος οδικός χάρτης για την αποκλιμάκωση τους.

 

Ερωτηθείσα για την Έκθεση του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, ανέφερε ότι η ευθύνη για τις διαρθρωτικές αλλαγές που προτείνονται σε αυτήν ανήκει στις εθνικές κυβερνήσεις, προσθέτοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

 

Απαντώντας σε ερώτηση για την εξαγορά από την ιταλική UniCredit του 4,5% της γερμανικής Commerzbank, με αποτέλεσμα να γίνει ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της τράπεζας μετά το γερμανικό κράτος, η Kριστίν Λαγκάρντ παρέπεμψε στον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ, τον SSM, επισημαίνοντας ότι είναι αρμόδιος προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο η εξέλιξη αυτή επηρεάζει τους βασικούς εποπτικούς δείκτες των δύο τραπεζών, και υπενθύμισε ότι η ΕΚΤ κατά πάγια τακτική δεν σχολιάζει επιχειρηματικές κινήσεις μεταξύ ιδιωτικών πιστωτικών ιδρυμάτων.