Ο Κρίστοφερ Κινγκ, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ και από το 2019 κατοικεί μόνιμα στην Κόνιτσα των Ιωαννίνων, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο διακεκριμένος Αμερικανός εθνομουσικολόγος, συνθέτης, ακτιβιστής και συγγραφέας, βραβευμένος με Grammy το 2002, τιμητικά πολιτογραφημένος Έλληνας -πήρε την ελληνική ιθαγένεια πριν από έναν χρόνο σε ειδική τελετή στο Μέγαρο Μαξίμου- έχει αγαπήσει την Ελλάδα και την παραδοσιακή μουσική της, ειδικά την ηπειρώτικη. Μια μουσική στην οποία έχει εντρυφήσει ως ερευνητής μιας «αρχαιολογίας του ήχου», όρο που εφηύρε για να υποδηλώσει την ανάγκη σύγκρισης της μουσικής και των παραδόσεων σε βάθος χρόνου μέσα από την έρευνα τεκμηρίων -όπως οι δίσκοι των 78 στροφών που συλλέγει και μελετά-, αλλά και για να προτείνει σε όσους την ασκούν να μην επηρεάζονται από προσδοκίες και προκαταλήψεις -όπως ακριβώς (πρέπει να) κάνουν και οι αρχαιολόγοι πεδίου.
Με αφορμή την εκδήλωση «When Violin Was King – Όταν το βιολί ήταν βασιλιάς», που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στο αμφιθέατρο Cotsen Hall (Αναπήρων Πολέμου 9, Κολωνάκι), στις 7:00 μμ, ο Κρίστοφερ Κινγκ μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις έρευνές του, την «πολυπολιτισμική» μουσική της Ηπείρου που τόσο τον συγκινεί, τους λόγους που του αρέσει η ζωή στην Κόνιτσα, αλλά και για την πρωτότυπη διάλεξη – συναυλία στη Γεννάδειο, κατά την οποία θα ξεδιπλώσει, μέσα από τη μοναδική μεθοδολογία του, τη μουσική ιστορία της ηπειρώτικης μουσικής, τοποθετώντας αυτή τη φορά στο επίκεντρο το βιολί.
Στην εκδήλωση, που θα προβάλλεται και ζωντανά μέσω YouTube στα Αγγλικά (https://youtube.com/live/CjvIEHvR2HU) και στα Ελληνικά (https://youtube.com/live/VRpsjp08xPc), θα συνομιλήσει με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιτρόπων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Ανδρέα Ζομπανάκη, αλλά και με τους μουσικούς Κώστα Καραπάνο (βιολί), Aurel Qirjo (βιολί) και Μάριο Τούμπα (λαούτο), οι οποίοι θα ερμηνεύσουν ζωντανά παραδοσιακά κομμάτια της Ηπείρου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Κρίστοφερ Κινγκ στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στη δημοσιογράφο Ελένη Μάρκου:
Ερ.: Έχετε κυκλοφορήσει πάνω από 350 συλλογές με ιστορική παραδοσιακή μουσική από όλον τον κόσμο. Εδώ και 14 χρόνια έχετε αφιερώσει την έρευνά σας στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι και ειδικά στην ηπειρώτικη παραδοσιακή μουσική (μοιρολόγια, σκάρος), για την οποία το 2018 εκδώσατε το βιβλίο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη δημώδη μουσική της Ευρώπης» (η ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ). Τι σημαίνει μουσική για εσάς και τι σας άγγιξε αρχικά στην παραδοσιακή μουσική της Ηπείρου;
Απ.: Έχω μια ριζοσπαστική άποψη για τη μουσική. Η μουσική δεν είναι πτυχή του πολιτισμού. Η μουσική είναι πολιτισμός. Η μουσική είναι ένα βαρόμετρο με το οποίο μπορούμε να αξιολογήσουμε τη ζωτικότητα ομάδων ανθρώπων. Επειδή σε όλες τις εποχές και σε όλα τα μέρη του κόσμου κάθε ομάδα ανθρώπων είχε τη δική της κοινωνική μουσική, συνεπάγεται ότι είναι ένας «καθολικός δείκτης» πολιτισμού.
Όταν άκουσα πρώτη φορά την παραδοσιακή μουσική της Ηπείρου, ήταν από δίσκους 78 στροφών ηλικίας σχεδόν ενενήντα ετών. Αυτό που άκουσα ήταν ταυτόχρονα οικείο και ξένο -ένα είδος λίγο «πρωτόγονο», απλό και δυνατό, που είναι σχεδόν πανομοιότυπο με τη μουσική των νότιων Απαλαχίων και των μπλουζ της Αμερικής που αγαπώ, αλλά υπήρχε επίσης μια πρόθεση, ένα σχέδιο σε αυτή τη μουσική -κάποια απροσδιόριστη σκοπιμότητα- που δεν μπορούσα να κατανοήσω. Κι επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω, επέλεξα (ή με επέλεξε) να βυθιστώ μέσα της και να μάθω την πηγή, την ιστορία και τη λειτουργία αυτής της μουσικής στο πλαίσιο του τόπου, της Ηπείρου.
Ερ.: Από την ημέρα που ακούσατε τα πρώτα δισκάκια με ηπειρώτικη μουσική (τα οποία εντοπίσατε σε ένα μαγαζί με παλιούς δίσκους στην Κωνσταντινούπολη) έως τη μετακόμισή σας από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα και την Κόνιτσα, ποια γεγονότα σημάδεψαν την ενασχόλησή σας με την ελληνική παραδοσιακή μουσική;
Απ.: Είναι η βαθιά φιλία και εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε μεταξύ εμένα και των μουσικών, χωριανών, συγγραφέων, ερευνητών, όλων. Υπάρχει μια βαθιά αίσθηση εμπιστοσύνης που την κερδίζεις όταν απλά θέλεις να ακούσεις και να καταλάβεις. Είναι, επίσης, αυτή η αίσθηση του να μοιράζομαι κάτι μυστικό -μια μυστική γνώση- που μου δόθηκε ξανά και ξανά. Για παράδειγμα, στις 30 Νοεμβρίου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη θα ακούσετε τους φίλους μου Κώστα Καραπάνο και Aurel Qirjo να παίζουν μαζί βιολί. Γνωρίζω τον Κώστα πάνω από 12 χρόνια και τον Aurel μόνο δύο, αλλά έχω μάθει πάρα πολλά όχι μόνο για τη μουσική του βιολιού της Ηπείρου αλλά και για τη γενναιοδωρία, τη φιλοξενία, την επικοινωνία. Ομοίως, με τις καλές μου φίλες Ισοκράτισσες (πολυφωνικές τραγουδίστριες από την Ήπειρο) και τον Αθανάσιο Στυλίδη (Πόντιο μουσικό από τη Θεσσαλονίκη). Όλοι αυτοί οι μουσικοί έχουν εμφανιστεί στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και είναι φίλοι μου. Υπάρχει μια αίσθηση οικειότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Αυτό είναι κάτι πολύ σπάνιο και είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει δοθεί με την εμβάθυνσή μου στη μουσική της Ελλάδας και των νότιων Βαλκανίων.
Ερ.: Εκτός από τη μουσική, τι άλλο αγαπήσατε στην Ήπειρο;
Απ.: Στην Κόνιτσα τους ξέρω όλους και όλοι με γνωρίζουν. Υπάρχει μια βαθιά, οικεία αίσθηση στην Ήπειρο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα. Αισθάνομαι σαν το σπίτι μου.
Ερ.: Έχετε υποστηρίξει ότι η ελληνική είναι η πιο πλούσια δημοτική μουσική παράδοση σε όλη την Ευρώπη, ίσως και στον κόσμο. Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια πάνω σε αυτό;
Απ.: Νομίζω ότι αυτή είναι μια γενίκευση που ισχύει για την Ελλάδα και μεγάλο μέρος των νότιων Βαλκανίων. Υπάρχει παραδοσιακή μουσική στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν φαίνεται να ευημερεί όπως εδώ. Νομίζω ότι πολλά από αυτά έχουν να κάνουν με τη στενά συνδεδεμένη αίσθηση της κοινότητας και της μουσικής, ότι πολλά διαφορετικά είδη εκδηλώσεων πρέπει να έχουν μουσική, αλλιώς δεν είναι ολοκληρωμένα. Αυτό το βλέπω σε όλα τα νότια Βαλκάνια και ειδικά στην Ήπειρο.
Ερ.: Πού νομίζετε ότι οφείλεται η σύνδεση της νέας γενιάς με την ελληνική μουσική παράδοση; Τι ενέργειες πιστεύετε ότι πρέπει να γίνουν ώστε να διατηρηθεί και στο μέλλον η μουσική αυτή;
Απ.: Νομίζω ότι οι νεότεροι «ξανα-ανακαλύπτουν» πράγματα που τους συνδέουν με τις ρίζες τους, τις οικογένειές τους, τους παλιότερους τρόπους ζωής. Προφανώς υπάρχει κάτι ιδιαίτερα βαθύ και σημαντικό στο ότι μαθαίνουν αυτή τη μουσική και μετά την εκτελούν σε πανηγύρια, γλέντια, γάμους κ.λπ. Γιατί δεν κερδίζεις πολλά χρήματα παίζοντάς την -αυτό το γνωρίζω καλά. Και για να αποφασίζουν σήμερα νέοι και νέες από την Ελλάδα να ακολουθήσουν αυτή την πορεία, σημαίνει ότι η δημιουργία της μουσικής αυτής τους δίνει κάτι θετικό και ζωντανό, μια αίσθηση που επιβεβαιώνει την ίδια τη ζωή.
Συνεπώς, θεωρώ ότι είναι πολύ λάθος να πιστεύουμε ότι μπορούμε να «διατηρήσουμε» τη μουσική. Κανείς δεν μπορεί. Η έννοια της «παραδοσιακής μουσικής» αφορά τη διαδικασία, όχι τη διατήρηση. Νομίζω ότι η μακροζωία και η ακεραιότητα μιας μουσικής έχει άμεση σχέση με το πόσο νόημα έχει για μια ομάδα ανθρώπων και πόσο ενεργά συμμετέχουν σε αυτήν. Αλλά αυτό δεν μπορεί να μετρηθεί με επιστημονικό τρόπο. Έχει πολύ περισσότερο να κάνει με την πίστη ή την πεποίθηση. Αν πιστεύουμε ότι η μουσική μπορεί να μας προσφέρει τα πάντα, τότε θα το κάνει. Αν, όμως, πιστεύουμε ότι η μουσική δεν κάνει και δεν είναι τίποτα, τότε δεν θα πάρουμε και τίποτα.
Ερ.: Μιλήστε μας για την εκδήλωση «When Violin Was King – Όταν το βιολί ήταν βασιλιάς». Σήμερα, έχουμε συνδέσει το κλαρίνο με την ηπειρώτικη μουσική. Πότε το βιολί ήταν ο «βασιλιάς» της; Τι ξέρουμε για την εξέλιξή της; Με άλλα λόγια, ποια είναι η «αρχαιολογία» της ηπειρωτικής μουσικής;
Απ.: Το βιολί ήταν λίγο πολύ το κυρίαρχο όργανο της ηπειρώτικης μουσικής από το 1720 έως το 1920 περίπου, δηλαδή για διακόσια χρόνια περίπου. Σε ορισμένα μέρη, όπως στις περιοχές μεταξύ της βορειοανατολικής Ηπείρου και της κεντροδυτικής και κεντρικής Μακεδονίας, το βιολί παραμένει ακόμα αρκετά κυρίαρχο, επίσης σε μέρη της Πωγωνίας και, περιέργως, ιδιαίτερα στα Ιωάννινα. Είναι συναρπαστικό για μένα γιατί δεν έχει γίνει αντικείμενο σοβαρής έρευνας από Έλληνες ή άλλους. Το βιολί δεν ήταν γηγενές όργανο και πιθανότατα εισήχθη μέσω μουσικών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, μάλλον από τη Ρουμανία και την Οδησσό. Αυτοί που μετέφεραν το βιολί από αυτά τα μέρη στην Ήπειρο, τόσο στη Νότια Αλβανία όσο και στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν κατά κύριο λόγο Ρομά. Καθώς εγκαταστάθηκαν στα χωριά και στις πόλεις της Ηπείρου, μπόλιασαν το στυλ και τις μουσικές αισθητικές τους στα τραγούδια και στους χορούς που προϋπήρχαν. Προσθέστε, στη συνέχεια, μια συχνά περίπλοκη ποικιλία επιρροών -μικρασιατικούς και αραβοτουρκικούς ήχους (μακάμ/makimi) και στυλ, σαρακατσάνικα και βλάχικα τραγούδια, πεντατονικά μοιρολόγια και πολυφωνικά τραγούδια από το Πωγώνι και την Κόνιτσα, χορούς των Τσάμηδων και άλλων από την κεντρική και νότια Αλβανία, αμανέδες από τα Γιάννενα, επτατονικές μελωδίες από τους Ασκενάζι Εβραίους της Ευρώπης που είχαν σταθερές ανταλλαγές επιρροών με τους Ρωμανιώτες Εβραίους των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και της Άρτας- και έχετε την πλούσια εικόνα της μουσικής στην Ήπειρο. Όλα αυτά τα τραγούδια και οι χοροί παίζονταν κυρίως στο βιολί -ή, ακριβέστερα, σε πολλά βιολιά- έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτή μπορούμε να πούμε ότι είναι η εξέλιξη.
Μια «ηχητική αρχαιολογία» της Ηπείρου εξαρτάται από κάτι πολύ κρίσιμο: το ότι η Ήπειρος, πριν από το 1943, ήταν μια πολυγλωσσική, θρησκευτικά ποικιλόμορφη και πολυπολιτισμική περιοχή. Το 1943 δεν είναι και τόσο μακριά. Η μουσική παραμένει και πρέπει να κατανοήσουμε τις πηγές και το πλαίσιό της. Το βιολί εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση του στην ηπειρωτική μουσική και, στην πραγματικότητα, διαμόρφωσε κατά πολύ τα τραγούδια που ακούμε σήμερα. Πριν από 120 χρόνια, ορισμένα τραγούδια ακούγονταν αρκετά διαφορετικά επειδή παίζονταν μόνο στο βιολί. Και ορισμένα μουσικά κομμάτια παίζονταν μόνο στο βιολί -κάτι που δεν συμβαίνει πια στα πανηγύρια. Όσοι έρθουν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στις 30 Νοεμβρίου θα έχουν τη σπάνια ευκαιρία να ακούσουν αυτά τα κομμάτια ηπειρώτικης μουσικής που δεν παίζονται πια.
Ερ.: Ποια η σημασία αυτής της «ηχητικής αρχαιολογίας»;
Απ.: Οι περισσότεροι εθνομουσικολόγοι επικεντρώνονται στις «ζωντανές παραδόσεις» της μουσικής και όχι στη σύγκριση της σχέσης μεταξύ μουσικής και παραδόσεων/πολιτισμών σε βάθος χρόνου χρησιμοποιώντας δίσκους 78 στροφών σαν έναν τρόπο για την κατανόηση των αλλαγών. Επίσης -ως ηχητικοί αρχαιολόγοι- θα πρέπει να απεμπλακούμε από προσδοκίες και προκαταλήψεις. Όπως, δηλαδή, κάνουν οι καλοί αρχαιολόγοι που δεν σκάβουν στο έδαφος με προσδοκίες για το τι θα βρουν, αλλά κάθε λεπτομέρεια προσθέτει και κάτι καινούργιο. Ομοίως με τη μουσική, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να εκπλαγούμε από όσα μαθαίνουμε για την προέλευσή της, στην προκειμένη περίπτωση για την προέλευση της μουσικής στην Ήπειρο.
Ερ.: Τι μελετάτε αυτό το διάστημα; Θα γράψετε κι άλλα βιβλία για την παραδοσιακή ελληνική μουσική ή για άλλο θέμα;
Απ.: Αυτή τη στιγμή ταξιδεύω αρκετά, κάνοντας επιτόπιες ηχογραφήσεις και έρευνες στην Ελλάδα, την Αλβανία, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία. Ο καλός μου φίλος Ντιν Μαυρίδης (Dean Mavridis) μου έδωσε έναν υπνόσακο ελληνικού στρατού και έτσι τώρα περνάω πολύ χρόνο στην ύπαιθρο προσπαθώντας να ανακαλύψω μουσική. Με τον φίλο μου Ανδρέα Ζουμπανάκη θα αρχίσουμε σύντομα να ‘κυνηγάμε’ την υπο-εκπροσωπούμενη, εξαιρετική κρητική μουσική. Διαβάζω επίσης πολύ, κάτι που είναι πολύ χρήσιμο για τη συγγραφή.
Αυτή τη στιγμή δουλεύω πάνω σε δύο νουβέλες και ένα μυθιστόρημα, που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ τα δυο επόμενα χρόνια. Η μία είναι μια ιστορία φόνου, η άλλη είναι μια ιστορία λύτρωσης μέσω της δημιουργίας και η τρίτη είναι μια καταγραφή ενός ανεξερεύνητου πολιτισμού. Μου αρέσει να παίζω μουσική για άλλους ως μια πράξη μοιράσματος και φυσικά θα γράψω γι’ αυτά τα πράγματα.
Ερ.: Είστε ενθουσιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου. Πόσους έχετε συλλέξει και τι αφορούν οι μουσικές τους; Πώς θα θέλατε να αξιοποιήσετε τη συλλογή αυτή;
Απ.: Έχω γύρω στους 5.000 δίσκους 78 στροφών κυρίως αμερικανικού μπλουζ, μουσικής κάντρι, γκόσπελ και τζαζ. Έχω επίσης 2.000 δίσκους 78 στροφών με αυτό που αποκαλώ «το Βαλκανικό αποτύπωμα», που σημαίνει ότι είναι κυρίως ελληνική μουσική αλλά με βαθιές αλληλοεπικαλύψεις από αλβανικές, βουλγαρικές, τουρκικές, αρμενικές, καθώς και από διάφορες σλαβικές και κεντρο/ανατολικο-ευρωπαϊκές περιοχές. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου είναι η Βαλκανική συλλογή μου να βρει «στέγη» σε ένα ισχυρό ίδρυμα στην Ελλάδα, ώστε να μπορεί να ψηφιοποιηθεί, να μελετηθεί και να είναι διαθέσιμη σε όλους. Θα ήθελα να επιμεληθώ μια τέτοια συλλογή, ώστε να διατηρηθεί και μετά από μένα.
Ερ.: Θεωρείτε ότι οι παραδοσιακές μουσικές του κόσμου συνδέονται κατά κάποιον τρόπο; Αν ναι, ποιο είναι το «νήμα» που τις ενώνει;
Απ.: Ο καλύτερος ορισμός που έχω βρει για τη μουσική είναι από τον εθνομουσικολόγο John Blacking, ο οποίος είπε ότι η μουσική είναι «ανθρώπινα οργανωμένος ήχος». Ομοίως, όταν βρίσκομαι κοντά σε πολύ καλούς μουσικούς στα Βαλκάνια, αυτό που αντιλαμβάνομαι ότι κάνουν είναι πως «παίζουν με τον αέρα»: διευθετούν ήχους, κάτι που κάνουν με παιχνιδιάρικο τρόπο, σαν παιδιά ή σαν άτομα που κυριεύονται από τα μουσικά όργανά τους. Αυτό είναι κάτι γενικό μεταξύ όλων των ανθρώπων. Οπότε, το νήμα που ενώνει τα πάντα είναι αυτή η ανθρώπινη περιέργεια με τον ήχο, ότι όλοι -τελικά- έχουμε την τάση να επικοινωνήσουμε μέσω του άυλου.
Ερ.: Έχετε αποκτήσει τιμητικά την ελληνική ιθαγένεια. Πόσο Έλληνας αισθάνεστε;
Απ.: Παραδόξως, αισθάνομαι Έλληνας πολιτισμικά επειδή γνωρίζω τις συχνά σιωπηρές χειρονομίες, τις συνήθειες και τους τρόπους των Ελλήνων. Επειδή όμως αγαπώ την Ήπειρο και ζω εδώ, νομίζω ότι οι τρόποι που καταλαβαίνω περισσότερο είναι των Ηπειρωτών. Αλλά τα ελληνικά μου είναι απαίσια. Δεν είμαι δίγλωσσος σε καμία περίπτωση. Η κόρη μου, που φοιτά στο εξαιρετικό και υπέροχο ΑΡΣΑΚΕΙΟ σχολείο στα Ιωάννινα, μιλάει πολύ καλύτερα ελληνικά.
Πόσο Έλληνας νιώθω; Εξαρτάται από την ώρα της ημέρας. Νομίζω ότι αισθάνομαι «πιο Έλληνας» το πρωί όταν πίνω τον καφέ μου στο Bruno Coffee Shop στα Ιωάννινα, στον κεντρικό δρόμο κοντά στο διαμέρισμά μου.
Ελένη Μάρκου