Το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι να μουντζουρώσεις τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ δουλειάς και παιχνιδιού - Arnold J. Toynbee, 1889 - 1975, Βρετανός ιστορικός

Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ στην Εθνική Λυρική Σκηνή

15 Μαρτίου, 2024

Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την εμβληματική όπερα των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ, από τις 12 Απριλίου 2024 και για έξι παραστάσεις, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ. Τη νέα παραγωγή του αριστουργήματος του 20ού αιώνα διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης και σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς. Συμμετέχει μια πλειάδα σπουδαίων Ελλήνων πρωταγωνιστών. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ είναι μια πολιτική-σατιρική όπερα πάνω στον κοφτερό πολιτικό λόγο του κορυφαίου Γερμανού ποιητή και δραματουργού του «επικού θεάτρου» Μπέρτολτ Μπρεχτ και σε μουσική του σπουδαίου εξπρεσιονιστή Γερμανού συνθέτη του μεσοπολέμου Κουρτ Βάιλ. Το έργο περιγράφει την άνοδο και την πτώση μιας πόλης του κέρδους και των ηδονών, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως γινόταν αντιληπτό στο ιδεολογικό πλαίσιο της μεσοπολεμικής Γερμανίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. 

Η πρεμιέρα του έργου το 1930 στη Λειψία διακόπηκε από διαμαρτυρίες υποκινούμενες από τους ναζί. Παρά τις θετικές κριτικές και τις τροποποιήσεις σε κείμενο και σκηνοθεσία, το έργο παρουσιάστηκε μόνο σε τέσσερις νέες παραγωγές σε γερμανικά θέατρα. H πρεμιέρα του Βερολίνου σημείωσε μεγάλη επιτυχία, η οποία όμως συνοδεύτηκε από την οριστική απαγόρευση της μουσικής του Βάιλ από τους ναζί, λίγο αργότερα. 

Για την όπερα αυτή ο Βάιλ συνέθεσε μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια του, όπως το «Τραγούδι της Αλαμπάμας» και το «Τραγούδι του Μπενάρες», τα οποία στη συνέχεια αυτονομήθηκαν, με αποτέλεσμα να τα ακούει κανείς και ξεχωριστά από διάσημους ερμηνευτές, από τη Λόττε Λένυα έως τους Doors και τον Ντέιβιντ Μπάουι. Όπως ήταν σύνηθες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της συνομιλίας της κλασικής με την «εμπορική» μουσική, ο Κουρτ Βάιλ πειραματίστηκε με διάφορα είδη, όπως η τζαζ και το ράγκταϊμ, τα οποία ενσωματώνει στη μουσική γλώσσα του έργου.

Στις σημειώσεις του για την Άνοδο και την πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ τόνιζε, μεταξύ άλλων: «Γιατί είναι το Μαχαγκόννυ όπερα; Διότι η βασική του στάση είναι αυτή μιας όπερας, δηλαδή αποβλέπει στην εφήμερη, απροβλημάτιστη απόλαυση. Προσεγγίζει το Μαχαγκόννυ το αντικείμενό του με διάθεση να το απολαύσει; Το πλησιάζει. Αποτελεί το Μαχαγκόννυ βίωμα; Ναι. Διότι το Μαχαγκόννυ είναι μια ψυχαγωγία. Η όπερα Μαχαγκόννυ συνειδητά δικαιώνει το παράλογο που ενυπάρχει στο είδος της όπερας».

Για το ύφος και την ερμηνεία της μουσικής στην Άνοδο και την πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ, ο Κουρτ Βάιλ γράφει: «Η θεατρική κίνηση των τραγουδιστών, η κίνηση της χορωδίας όπως και συνολικά το όλο ύφος της σκηνοθεσίας αυτής της όπερας προσδιορίζεται από το ύφος της μουσικής. Η μουσική αυτή σε κανένα της σημείο δεν εικονογραφεί. Επιχειρεί να υλοποιήσει τη στάση του ανθρώπου σε διάφορες καταστάσεις που οδηγούν στην άνοδο και την πτώση της πόλης. Η στάση αυτή έχει προσδιοριστεί με τέτοιο τρόπο στη μουσική ώστε μια απλή, φυσική ερμηνεία της να προσδιορίζει από μόνη της το ερμηνευτικό ύφος. Γι’ αυτό ο υποκριτής μπορεί να περιοριστεί στις απλούστερες και φυσικότερες των χειρονομιών».

Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η Άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ παραμένει τρομακτικά επίκαιρη, καθώς οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις και το φάντασμα του ναζισμού χάσκουν ειρωνικά πάνω από την ανθρωπότητα. Σήμερα, η όπερα των Βάιλ και Μπρεχτ έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 20ού αιώνα παγκοσμίως και συμπεριλαμβάνεται ανελλιπώς στο ρεπερτόριο των μεγαλύτερων λυρικών θεάτρων και φεστιβάλ όπερας.

Για τη νέα παραγωγή του έργου, η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει αναθέσει τη σκηνοθεσία στον κορυφαίο Έλληνα θεατρικό σκηνοθέτη και πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Χουβαρδά. Μετά τη μεγάλη επιτυχία της Υπόθεσης Μακρόπουλου του Γιάνατσεκ το 2018 ο Χουβαρδάς επιστρέφει στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος για να παρουσιάσει τη «χρυσή πόλη των ονείρων μας που γίνεται σκόνη και αφανίζεται μπροστά στα μάτια μας», σε μια πολιτική ανάγνωση, με στιγμές «αγανάκτησης και απελπισίας». Μαζί του στα σκηνικά η Εύα Μανιδάκη, στα κοστούμια η Ιωάννα Τσάμη, στην κινησιολογία η Αμάλια Μπένετ, στους φωτισμούς ο Ράινχαρντ Τράουμπ και στον σχεδιασμό των βιντεοπροβολών ο Παντελής Μάκκας. Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια είναι η Έμιλυ Λουίζου και συνεργάτιδα δραματουργός η Έρι Κύργια.

O Γιάννης Χουβαρδάς σημειώνει για την παραγωγή: «Ας ξεκινήσουμε επιτέλους για το Μαγαγκόννυ, τη χρυσή πόλη των ονείρων μας, που εκτείνεται στις Ακτές της Παρηγοριάς μακριά από τη βουή του κόσμου. Εδώ στο Μαχαγκόννυ η ζωή είναι υπέροχη. Ακόμα και στο Μαχαγκόννυ όμως, υπάρχουν στιγμές αγανάκτησης και απελπισίας. Ήρθε η ώρα για να απαντήσουμε με συντριβή στα ερωτήματα του Θεού για την αμαρτωλή ζωή μας. Το υπέροχο Μαχαγκόννυ γίνεται σκόνη και αφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Στον επικό, φαντασμαγορικό και απολύτως κατασκευασμένο κόσμο των Μπρεχτ – Βάιλ, ο παγκόσμιος καπιταλισμός χορεύει φορώντας τις μπότες με τα σπιρούνια των πιονιέρων του Τέξας και κρατώντας τα μακρύκαννα περίστροφα των πιστολέρο της Άγριας Δύσης. Και όταν τραγουδάει, δανείζεται την αρρενωπή φωνή του Τζων Γουέιν και την ντελικάτη άχνα των κοριτσιών που ξημεροβραδιάζονται στα μεθυσμένα σαλούν».

Η μουσική διεύθυνση είναι του διακεκριμένου αρχιμουσικού Μίλτου Λογιάδη. Πρωταγωνιστούν καταξιωμένοι Έλληνες μονωδοί όπως, μεταξύ άλλων, οι Άννα Αγάθωνος, Χρήστος Κεχρής, Τάσος Αποστόλου, Μαρισία Παπαλεξίου, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός, Γιάννης Γιαννίσης κ.ά.

Όπερα – Νέα παραγωγή
Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ 
Κουρτ Βάιλ / Μπέρτολτ Μπρεχτ
12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30) 
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ

Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια: Έμιλυ Λουίζου
Συνεργάτιδα δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη (Flux Office)
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Χορογραφία, κινησιολογία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Ράινχαρντ Τράουμπ
Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Κάμερα επί σκηνής: Δημήτρης Παπαδόπουλος
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος 

Λεοκάντια Μπέγκμπικ: Άννα Αγάθωνος
Φάττυ: Χρήστος Κεχρής
Μωυσής Τριάδας: Τάσος Αποστόλου
Τζέννυ Σμιθ: Μαρισία Παπαλεξίου
Τζίμμυ Μάχονυ: Βασίλης Καβάγιας
Τζακ / Τόμπυ: Γιάννης Καλύβας
Μπιλ: Χάρης Ανδριανός
Τζο: Γιάννης Γιαννίσης
Έξι κορίτσια: Μαρία Μητσοπούλου, Ήρα Ζέρβα, Λιουντμίλα Μπονταρένκο, Αντωνία Δεσπούλη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Μάγδα Τζαβέλλα

Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής