Την ανάγκη αξιοποίησης της τεχνολογίας στα σχολικά περιβάλλοντα με δημιουργικούς τρόπους, με στόχο την εξατομικευμένη εκμάθηση και τελικά τη συμπερίληψη, ώστε οι εκπαιδευτικοί «να ακούσουν τη φωνή όλων των μαθητών τους», αναδεικνύει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τζέριντ Μπόρουπ, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Τεχνολογιών Εκμάθησης του Πανεπιστημίου George Mason των ΗΠΑ. Την ίδια ώρα, σε μια εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να αλλάξει πλήρως τα εκπαιδευτικά συστήματα ο κ. Μπόρουπ υπογραμμίζει ότι το ζητούμενο είναι «το πώς μπορούμε να προετοιμάσουμε τους μαθητές να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη».
Πολυβραβευμένος ερευνητής ψηφιακής μάθησης και συγγραφέας, ο Τζέριντ Μπόρουπ βρέθηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του προγράμματος «Athens Inclusive Education Training» για να μιλήσει για τη δύναμη της τεχνολογίας προς όφελος όλων των μαθητών, από την πρωτοβάθμια μέχρι και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην ανάπτυξη διαδικτυακών κοινοτήτων μάθησης και στον εντοπισμό συστημάτων υποστήριξης των έφηβων μαθητών σε διαδικτυακά περιβάλλοντα.
«Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει ώστε η συμπερίληψη να είναι καλύτερη και ευκολότερη», λέει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Δίνει ως παράδειγμα τις περιπτώσεις, όπου οι μαθητές συνδέονται σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στον υπολογιστή τους, βάσει των προσωπικών τους αναγκών, χωρίς να γνωρίζουν ο ένας για τον άλλο ποιο πρόγραμμα χρησιμοποιεί. Έτσι, οι μαθητές που χρειάζονται ειδική εκπαίδευση δεν στιγματίζονται και δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους. «Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει να μην υπάρχουν διαφοροποιήσεις, καθώς όλοι μαθαίνουν με εξατομικευμένο τρόπο», εξηγεί.
Ο καλύτερος τρόπος για να αξιοποιηθεί η τεχνολογία στην εκπαίδευση, σύμφωνα με τον κ. Μπόρουπ, είναι μέσω της μικτής εκπαίδευσης, όπου μέρος του μαθήματος γίνεται δια ζώσης και μέρος διαδικτυακά. «Ο στόχος είναι να συνδυαστούν τα πλεονεκτήματα και από τους δύο κόσμους», τονίζει. Στα πανεπιστήμια η μικτή εκπαίδευση μπορεί να αφορά σε μέρος των μαθημάτων που θα γίνεται στην αίθουσα και άλλα διαδικτυακά. Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου οι εκπαιδευτικοί έχουν την ευθύνη εποπτείας των μαθητών, το μικτό σύστημα αφορά στη δια ζώσης εκπαίδευση, όπου το στοίχημα είναι «πώς ο εκπαιδευτικός να χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να εξατομικεύσει την εκμάθηση».
Η μετάβαση από την κλασική δια ζώσης εκπαίδευση στη μικτή εκπαίδευση «αποτελεί πρόκληση», όπως αναγνωρίζει ο ίδιος. «Ως εκπαιδευτικός στη δια ζώσης εκπαίδευση χρειάζεται να έχεις συγκεκριμένες ικανότητες και δεξιότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχεις τις δεξιότητες να διδάξεις διαδικτυακά ή να διδάξεις σε ένα μικτό περιβάλλον. Οπότε οι καλοί δάσκαλοι στη μικτή μάθηση δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται καλοί και αυτό απαιτεί πολλή υποστήριξη».
Μια τέτοια υποστήριξη παρείχε ο ίδιος στο πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε. Το πρόγραμμα «Athens Inclusive Education Training» είναι ένα έργο διάρκειας ενός έτους, που υλοποιείται από το Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδας σε συνεργασία με το σχολείο «ACS Athens» και το Πανεπιστήμιο George Mason, με χρηματοδότηση από την Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Έχει ως στόχο να μοιραστεί την αμερικανική τεχνογνωσία στις πρακτικές συμπεριληπτικής εκπαίδευσης με εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και αμερικανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συνέδριο με εκπαιδευτικούς από δημόσια και ιδιωτικά ελληνικά σχολεία για την ανάπτυξη σχεδίων μαθημάτων και τη δημιουργία μιας διαδικτυακής εργαλειοθήκης στα ελληνικά και αγγλικά που θα είναι προσβάσιμη σε όλους τους εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα.
Η ευελιξία στη μαθησιακή διαδικασία μπορεί να μην είναι πάντα εύκολη ακόμα και για τους μαθητές, αναγνωρίζει ο κ. Μπόρουπ. «Απαιτεί αυτοπειθαρχία και προσπάθεια για να προσαρμοστούν». Ωστόσο, είναι σημαντικός ο ρόλος της μικτής εκπαίδευσης, όπως παρατηρεί, ακόμα και στις περιπτώσεις των μαθητών που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. «Στο δια ζώσης εκπαιδευτικό περιβάλλον, όπου δεν χρησιμοποιείς την τεχνολογία, είναι πολύ δύσκολο να ακούσεις τη φωνή κάθε εκπαιδευόμενου. Οπότε το στοίχημα είναι να παρέχεις στους μαθητές επιλογές για να εκφραστούν και να μάθουν. Και θεωρώ, ως εκπαιδευτικός, ότι μπορεί να είναι συναρπαστικό να μπορείς να τους ακούς όλους». Όπως προσθέτει, «το στοίχημα είναι να μην κάνεις μαθήματα μόνο διαδικτυακά ή δια ζώσης, αλλά να τα συνδυάσεις και τα δύο, οπότε να επιτρέψεις στη φωνή όλων να ακουστεί». Δίνει το παράδειγμα παιδιών με αυτισμό, που δεν μπορούσαν να εκφραστούν καλά στις δια ζώσης συνομιλίες, αλλά είχαν πολλά να πουν μέσω των κοινωνικών δικτύων, γιατί είχαν χρόνο να σκεφτούν τι ήθελαν να πουν και είχαν περισσότερα μέσα στη διάθεσή τους για να εκφραστούν, όπως βίντεο και memes.
—
Δημιουργική χρήση της τεχνολογίας
—
Από τον μαυροπίνακα με τις κιμωλίες μέχρι τον διαδραστικό πίνακα που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα, έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στη χρήση της τεχνολογίας στις σχολικές αίθουσες για την υποστήριξη της διδασκαλίας. Ωστόσο, ο κ. Μπόρουπ διευκρινίζει ότι η καλύτερη αξιοποίηση της τεχνολογίας δεν γίνεται με παθητική διδασκαλία. «Γίνεται όταν η τεχνολογία χρησιμοποιείται από τους μαθητές και όχι τους εκπαιδευτικούς, όταν οι μαθητές αλληλεπιδρούν με την τεχνολογία». Επιπλέον, είναι σημαντικό «να είναι οι εκπαιδευτικοί δημιουργικοί στη χρήση της τεχνολογίας δημιουργώντας νέα, πρωτότυπα πρότζεκτ βασισμένα στις ανάγκες του σχολείου και της κοινότητας».
Τα διαδικτυακά μαθήματα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως κατά την πανδημία της Covid-19 και γι’ αυτό πολύς κόσμος κάνει αρνητικούς συνειρμούς. Ο κ. Μπόρουπ επισημαίνει: «Αυτό που συνέβη εκείνη την περίοδο είναι ότι πολλοί εκπαιδευτικοί προσπάθησαν να αντιγράψουν τα όσα κάνουν μέσα στις τάξεις, δηλαδή πολλές δραστηριότητες παθητικής εκμάθησης. Ωστόσο, με την τεχνολογία δεν μπορείς να τις εφαρμόσεις, γιατί την ίδια ώρα οι μαθητές μπορούν να πλοηγούνται σε πολλές διαφορετικές ιστοσελίδες και να προσποιούνται ότι προσέχουν το τι λες. Γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί ανακάλυψαν ότι πρέπει να τους εμπλέξουν σε δραστηριότητες και υπήρξε πολύ καλή, διαδραστική μάθηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Οπότε το στοίχημα είναι «να μάθουμε από το τι δεν πήγε καλά και να μην το επαναλάβουμε, αλλά την ίδια ώρα να εστιάσουμε σε όσα λειτούργησαν εκείνη την περίοδο και αυτά να φέρουμε στις σχολικές τάξεις», λέει και προσθέτει: «Μια στρατηγική που χρειάζεται να κρατήσουμε είναι να εμπλέξουμε τους μαθητές σε δραστηριότητες και όχι απλά να παρακολουθούν παθητικά δραστηριότητες, αλλά να συνεχίζουν να μαθαίνουν διαδραστικά και δημιουργικά. Και η τεχνολογία μπορεί πραγματικά να βοηθήσει σε αυτό».
Ρωτάμε τον αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου George Mason ποιες είναι οι σκέψεις του για το ρόλο που πιστεύει ότι θα έχει η τεχνητή νοημοσύνη στην εκπαιδευτική διαδικασία. «Δεν νομίζω ότι οι εκπαιδευτικοί ή εγώ καταλαβαίνουμε το ρόλο που παίζει η τεχνητή νοημοσύνη. Οι εκπαιδευτικοί ανησυχούν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα τους αποδιοργανώσει σε ό,τι κάνουν. Ωστόσο, πολλά από όσα κάνουν οι εκπαιδευτικοί μπορούν να βελτιωθούν με την τεχνητή νοημοσύνη», απαντά.
«Νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσουμε να ανησυχούμε, αλλά πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ανησυχία είναι το πώς μπορούμε να προετοιμάσουμε τους μαθητές να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη γιατί μπορεί να βρίσκεται σε κάθε εργασιακό περιβάλλον και εάν αποφοιτήσουν από το σχολείο και δεν γνωρίζουν να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη, αυτό θα είναι μεγαλύτερο πρόβλημα. Τα πράγματα θα αλλάξουν, οπότε πρέπει να δούμε πώς θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα της τεχνητής νοημοσύνης για τη διδασκαλία και την εκμάθηση και να περιορίσουμε τα μειονεκτήματά της», καταλήγει.
Μαρία Κουζινοπούλου