Την καλύτερη ιστορικά επίδοση ως προς τον αριθμό των άμεσων ξένων επενδύσεων πέτυχε το 2023 η Ελλάδα ενώ βελτιώνεται η ποιοτική σύνθεσή τους, σύμφωνα με την έρευνα «ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα 2023» η οποία διενεργήθηκε από την FT Longitude, στο διάστημα από 8 Μαρτίου έως 4 Απριλίου 2024.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 2023 η Ελλάδα προσέλκυσε 50 ΑΞΕ, έναντι 47 το 2022, με την αυξητική τάση των τελευταίων ετών να συνεχίζεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τα 386 επενδυτικά έργα που κατέγραψε η βάση δεδομένων του European Investment Monitor (EIM) από το 2000, τα μισά (49%) πραγματοποιήθηκαν από το 2019 μέχρι σήμερα. Και αυτό συνέβη την ώρα που η γενική εικόνα των επενδύσεων στην Ευρώπη είναι αποθαρρυντική -ενώ μεταξύ 2000 και 2017 οι ετήσιες επενδύσεις στην Ευρώπη τριπλασιάστηκαν, μετά το 2017 υποχώρησαν κατά 14%-. Εξίσου σημαντική είναι η συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων. Για παράδειγμα, μεταξύ 2000 και 2022, το 44% των ΑΞΕ κατευθύνθηκαν σε γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ, μία δραστηριότητα με σχετικά χαμηλή προστιθέμενη αξία. Στη φετινή έρευνα, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 12%, ενώ 48% αφορούσε υπηρεσίες προς επιχειρήσεις. Επίσης, παρατηρείται μία μείωση της συμμετοχής των επενδύσεων στη βιομηχανία. Με βάση τους κλάδους της οικονομίας, στην πρώτη θέση, με 24% (17% στην Ευρώπη), βρίσκεται ο τομέας λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής, που χαρακτηρίζεται από ένταση γνώσης.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιώργος Παπαδημητρίου, διευθύνων σύμβουλος EY Ελλάδος «αυτό το οποίο είναι σημαντικό, είναι πως η βελτιωμένη εικόνα της χώρας ως δυνητικού επενδυτικού προορισμού, συνδέεται με μία αποτελεσματική πολιτική για την προσέλκυση διεθνών επενδυτών». Σύμφωνα με τον ίδιο, σχεδόν οκτώ στους δέκα (79%) ερωτηθέντες χαρακτήρισαν την πολιτική ελκυστικότητας που ασκεί η Ελλάδα ως αποτελεσματική – ποσοστό βελτιωμένο κατά τρεις μονάδες από πέρυσι. Παράλληλα, και σύμφωνα πάντα με την έρευνα, οι καλύτερες επιδόσεις της πολιτικής αυτής καταγράφονται στην προσέλκυση επιχειρήσεων (72%), καινοτόμων δραστηριοτήτων (71%) αλλά και ανθρώπινου ταλέντου (68%). Ακόμη, παράγοντες που συγκεντρώνουν θετική – αλλά χαμηλότερη βαθμολογία – είναι η προσέλκυση κεφαλαίου και η δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας. «Σε σύγκριση δε, με το 2019, όλοι οι δείκτες που αφορούν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων της χώρας, εμφανίζονται σημαντικά βελτιωμένοι, καθώς τότε κανείς τους δεν ξεπερνούσε το 50%!» τονίζει ο κ. Παπαδημητρίου.
Την ίδια ώρα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, να αναφέρουν πού θεωρούν ότι πρέπει να εστιάσει η χώρα τις προσπάθειές της, για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία. Τρία ζητήματα βρίσκονται σταθερά στην κορυφή της κατάταξης τα τελευταία χρόνια: η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και η διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανθρώπινο κεφάλαιο (28%), η μείωση της φορολογίας (27%) και η υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες, κ.ά. (24%). «Πράγματι, στα ζητήματα αυτά θα κριθούμε σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα χρόνια, χωρίς με αυτό να θέλω να υποτιμήσω και άλλες εξίσου σημαντικές παραμέτρους» επισημαίνει ο κ. Παπαδημητρίου και συνεχίζει: «Στις προτάσεις που, όπως κάθε χρόνο, υποβάλλουμε στο πλαίσιο της έρευνας, αναφερόμαστε διεξοδικά, σε περιοχές που θα πρέπει να εστιάσουμε για να τοποθετήσουμε καλύτερα τη χώρα στην παγκόσμια επενδυτική σκακιέρα. Πρόκειται για την ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, την αξιοποίηση και ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης, την ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης μέσα από την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας, τη δημιουργία ενός πιο ελκυστικού φορολογικού συστήματος, την επιτάχυνση του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης, την ενίσχυση των υποδομών για την αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργεί η τάση του reshoring, τη μεγέθυνση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και τον μετασχηματισμό της εγχώριας βιομηχανίας και την προσέλκυση βιομηχανικών επενδύσεων».
Ενισχυμένη η διάθεση των επενδυτών
Παρά το γεγονός ότι και το 2023 – όπως και τα προηγούμενα χρόνια – οι περισσότεροι δείκτες βελτιώθηκαν, ο κ. Παπαδημητρίου στέκεται στη μεγάλη εικόνα, μιας και η έρευνα βρίσκεται ήδη στην έκτη έκδοσή της. Συγκεκριμένα όπως επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες του δείγματος (51%) είπαν ότι οι επιχειρήσεις τους σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου – έναντι μόλις 30% το 2019! Παράλληλα, περισσότεροι από έξι στους δέκα (62%) δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο έχει βελτιωθεί η άποψή τους για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της».
Στην έρευνα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν τις επιδόσεις της Ελλάδας με βάση μία σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ηλεκτρική ενέργεια, την τεχνολογία, το ανθρώπινο δυναμικό και τη φορολογία. «Τα στοιχεία αυτά, μάς δίνουν μια καλή ‘εικόνα’ των ισχυρών μας χαρτιών και των σημείων όπου χρειάζεται περισσότερη δουλειά» τονίζει ο κ. Παπαδημητρίου. Για παράδειγμα, στα ζητήματα της ηλεκτρικής ενέργειας, που, όπως καταλαβαίνετε, είναι στην κορυφή της ατζέντας σήμερα, αξιολογείται θετικά από το 70% το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα στο μίγμα, αλλά προβληματίζει (49%) το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Στα ζητήματα τεχνολογίας, αξιολογείται πολύ θετικά η διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού με τεχνολογικές δεξιότητες (70%) – και, πράγματι, πολλοί τεχνολογικοί κολοσσοί εγκαθίστανται στην Ελλάδα (π.χ. στη Θεσσαλονίκη ή τα Γιάννενα) για να αξιοποιήσουν τους Έλληνες πτυχιούχους. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει πρόσφατη έρευνα της EY με το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Επιχειρείν του ΟΠΑ και την Endeavor Greece, η προσφορά πτυχιούχων στην τεχνολογία σήμερα δυσκολεύεται να καλύψει τη ζήτηση και αυτό το πρόβλημα θα το βρούμε μπροστά μας τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδημητρίου, η εντυπωσιακή αυτή βελτίωση, τόσο ως προς τον αριθμό των ΑΞΕ, όσο και ως προς την εικόνα της χώρας, ξεκινά από ένα χαμηλό «σημείο εκκίνησης». «Προσωπικά, προτιμώ να συγκρίνω τις επιδόσεις μας με αυτές των χωρών που μας ανταγωνίζονται, παρά με τις μέτριες επιδόσεις του παρελθόντος. Διότι, σε αυτήν την πίτα των ευρωπαϊκών επενδύσεων – που φαίνεται να συρρικνώνεται – έχουμε να ανταγωνιστούμε με ισχυρές οικονομίες που ενισχύουν τη θέση τους, όπως η Γαλλία, αλλά και περιφερειακές οικονομίες, όπως η Πορτογαλία, η Τουρκία και αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που, όπως εμείς, στηρίζουν την ανάπτυξή τους στην εξωστρέφεια και την προσέλκυση επενδύσεων» τονίζει και συμπληρώνει: «Να σημειώσω εδώ, επίσης, ότι η τάση του reshoring – του επανασχεδιασμού, δηλαδή, των αλυσίδων εφοδιασμού και της μετακίνησης δραστηριοτήτων πιο κοντά στις εγχώριες αγορές των μεγάλων επιχειρήσεων – αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για τις οικονομίες που βρίσκονται στις παρυφές της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, ιδιαίτερα για επενδύσεις στα logistics, αλλά και στη βιομηχανία. Αυτή την ευκαιρία δεν έχουμε την πολυτέλεια να τη χάσουμε».
Μαρία Τσιβγέλη