Την «προκλητική πρόθεση της Τουρκίας για υποψηφιότητα ένταξης στους BRICS», αλλά και την «εισαγωγή και διδασκαλία του ρεβιζιονιστικού αφηγήματος για τη “Γαλάζια Πατρίδα” στα σχολικά της βιβλία», επισημαίνει σε γραπτή του ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ύπατο εκπρόσωπο της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ, ο ευρωβουλευτής και πρώην πρόεδρος της ΝΔ, Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Και ζητά να πληροφορηθεί τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να αντιμετωπιστούν «αυτά τα δύο βασικά ζητήματα, στο πλαίσιο του Διαλόγου Υψηλού Επιπέδου EE και Τουρκίας, μιας χώρας που είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ και μέλος του ΝΑΤΟ».
Συγκεκριμένα, ο κ. Μεϊμαράκης, με την ερώτηση του ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι «το τελευταίο διάστημα έχουν προκύψει, μεταξύ άλλων, δύο ανησυχητικές εξελίξεις σε σχέση με την Τουρκία» και εξηγώντας προσθέτει: Από τη μία, η πρόθεσή της για υποψηφιότητα ένταξης στους BRICS και από την άλλη, η εισαγωγή και διδασκαλία, στα σχολικά βιβλία, του ρεβιζιονιστικού αφηγήματος για την “Γαλάζια Πατρίδα”, που παραβιάζει διεθνείς υποχρεώσεις προς τους γείτονές της».
Συνεχίζοντας αφού αναφέρει ότι «η Τουρκία είναι υποψήφια χώρα προς ένταξη στην ΕΕ -με συμφωνία σύνδεσης και τελωνειακή ένωση- αλλά είναι και μέλος του ΝΑΤΟ» και ότι «εξακολουθεί να δηλώνει το έντονο ενδιαφέρον της να προσχωρήσει στην ΕΕ», αναρωτιέται «πώς είναι αυτό συμβατό με ιδιότητα μέλους στους BRICS, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκρουόμενα συμφέροντά τους με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ».
«Παράλληλα», προσθέτει ο κ. Μεϊμαράκης, «το αφήγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” είναι μια μονομερής και ρεβιζιονιστική θεωρία», υπογραμμίζοντας ότι «είναι ένα αφήγημα που παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου βάσει της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας και έχει οδηγήσει στο παράνομο Τουρκολιβυκό μνημόνιο […] που υπονομεύει τα ενεργειακά έργα της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο και μπορεί να γίνει πηγή συγκρούσεων με την ΕΕ και δύο εκ των κρατών μελών της» και «επιπλέον, είναι ένα αφήγημα που θα δημιουργήσει μια λανθασμένη αντίληψη στις τουρκικές νέες γενιές για την ιστορία και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας, που αντί να οικοδομεί εμπιστοσύνη θα υπονομεύσει τις σχέσεις και θα δημιουργήσει εχθρότητα στους λαούς της περιοχής».
Για τους παραπάνω λόγους, ρωτά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το «πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει τα δύο παραπάνω βασικά ζητήματα στο πλαίσιο του διαρθρωτικού διαλόγου υψηλού επιπέδου ΕΕ-Τουρκίας αλλά και βάσει των νόμιμων υποχρεώσεων της Τουρκίας σε σχέση με την ΕΕ» και για το «πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει την ψηφιακή διπλωματία που ανέπτυξε η Τουρκία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η οποία ενισχύει το αφήγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” πέρα από τα τουρκικά σύνορα».
Χρυσ. Μπίκ.