Κεφάλαια ύψους 10 εκατ. ευρώ, με στόχο την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων που προσανατολίζονται στη βαθιά τεχνολογία και τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό, θα «ρίξει» στην ελληνική αγορά το νέο κεφάλαιο επιχειρηματικών συμμετοχών «Loggerhead Ventures», με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το fund, που δημιουργείται στο πλαίσιο του προγράμματος «Accelerate TT» της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΑΤΕ), αναμένεται σε πρώτη φάση να στηρίξει 10-15 startups, που θα λάβουν από 300.000 έως 1,5 εκατ. ευρώ έκαστη, για να επιβεβαιώσουν τις τεχνολογίες και τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στην ελληνική και παγκόσμια αγορά.
Με την ευκαιρία της έναρξης λειτουργίας του fund, το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με το ένα από τα τρία μέλη της διαχειριστικής του ομάδας, τον Γρηγόρη Χατζηκώστα, ο οποίος έχει υποστηρίξει πάνω από 150 startups με χρηματοδοτήσεις προ-σποράς (pre-seed), μέντορινγκ και coaching. Όπως λέει, η ομάδα του fund έχει ήδη εντοπίσει έξι – επτά εταιρείες (από τους κλάδους της έξυπνης μετακίνησης, των εναλλακτικών πρωτεϊνών, της κυκλικής οικονομίας και της ρομποτικής), που αξιολογούνται ως προς το αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο επένδυσης. Μάλιστα, εφόσον κάποιες από αυτές επιλεγούν, οι χρηματοδοτήσεις θα μπορούσαν να εκταμιευτούν στους επόμενους δύο-τρεις μήνες, έπειτα από την ολοκλήρωση των διαδικασιών του due dilligence (δέουσας επιμέλειας) και των αναγκαίων νομικών διεργασιών.
Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει μια startup, για να διεκδικήσει χρηματοδότηση από το «Loggerhead Ventures»;
«Ως fund κοιτάζουμε εταιρείες με πολύ δυνατό τεχνικό background, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του climatech, δηλαδή εταιρείες που τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους μπορούν να έχουν έντονα θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Μπορεί να είναι εταιρείες που έχουν έτοιμο το Proof of Concept (PoC, απόδειξη εφικτότητας της επιχειρηματικής ιδέας) ή ένα Minimum Viable Product (MVP, ελάχιστο βιώσιμο προϊόν, ένα προϊόν έστω με ατέλειες, με χρήση των λιγότερων δυνατών πόρων, το οποίο τεστάρεται στην αγορά με στόχο να καταγραφούν οι πρώτες αντιδράσεις των καταναλωτών). Σίγουρα είναι πάρα πολύ επιθυμητό να υπάρχει προηγούμενη επιχειρηματική εμπειρία, ασχέτως έκβασης του εγχειρήματος και οι ιδρυτές να είναι “coachable”, να μπορούν δηλαδή να βελτιώνονται και να βελτιώνουν το προϊόν τους ανάλογα με το feedback (ανατροφοδότηση) που λαμβάνουν. Χρειάζεται, επίσης, να υπάρχει χημεία με τις ομάδες, γιατί θα δουλεύουμε μαζί για πέντε χρόνια. Από την ημέρα που κάποιος θα συστήσει μια startup μέχρι να δοθεί η χρηματοδότηση μπορεί να μεσολαβήσουν ακόμα και έξι μήνες, κατά τους οποίους συζητάμε με τους επιχειρηματίες, ώστε να γνωριζόμαστε καλύτερα» εξηγεί ο Γρηγόρης Χατζηκώστας, ο οποίος έχει υποστηρίξει πάνω από 150 startups και -μεταξύ άλλων- εργάστηκε στη Σερβία επί δέκα χρόνια, βοηθώντας ερευνητικές ομάδες να αποκτήσουν επιχειρηματικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, ο CEO του fund, Bαγγέλης Kοσμίδης, έχει άμεση επαφή τόσο με τον ακαδημαϊκό, όσο και με τον επιχειρηματικό χώρο, αφού έκανε το διδακτορικό του επιχείρηση και μετά ίδρυσε κι άλλες, ενώ ο τρίτος της διαχειριστικής ομάδας, Βασίλης Ανδρέου, έχει εκτεταμένη εμπειρία στις αγορές χρήματος και στη διαχείριση ενεργητικού/χαρτοφυλακίου.
Ανοίγοντας το «κάδρο» και μιλώντας για τις αδυναμίες που συχνά παρουσιάζουν οι ελληνικές startups, αλλά και για τα δυνατά τους στοιχεία, ο Γρηγόρης Χατζηκώστας επισημαίνει: «Στην Ελλάδα έχουμε ιδρυτές με πολύ δυνατό τεχνικό υπόβαθρο, αλλά συχνά μας λείπουν πράγματα όπως η επιχειρηματική κουλτούρα. Ο φόβος της αποτυχίας είναι έντονος και οι άνθρωποι είναι λιγότερο πρόθυμοι ν’ αναλάβουν ρίσκο στην Ελλάδα. Επίσης, συχνά υπάρχει προσήλωση των ιδρυτών σε πρότζεκτ με βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά χωρίς μεγάλη προοπτική στην αγορά, ενώ σύνηθες είναι να λείπει η ευελιξία προσαρμογής ανάλογα με το feedback. Στα θετικά στοιχεία προσμετρώ ότι υπάρχει έμφυτη τάση για την επιχειρηματικότητα, που συχνά συνδυάζεται και με οικογενειακές καταβολές. Για παράδειγμα, βλέπουμε ηλεκτρολόγους μηχανικούς από αγροτικές οικογένειες, που παράγουν τεχνολογία και ιδρύουν επιχειρήσεις στον τομέα της αγροδιατροφής».
Γιατί επελέγη η Θεσσαλονίκη ως έδρα του fund; Και γιατί αποφασίστηκε να ιδρυθεί τώρα; Κατά τον Γρηγόρη Χατζηκώστα, το οικοσύστημα καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη έχει πολύ μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης, ενώ υπάρχουν ομάδες με σημαντικές δυνατότητες. Επιπλέον, τα δύο από τα τρία μέλη της διαχειριστικής ομάδας δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στην πόλη. «Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν θα ιδρύαμε το fund εδώ, αν δεν πιστεύαμε στη δυναμική του οικοσυστήματος της πόλης» τονίζει, διευκρινίζοντας ότι το fund θα χρηματοδοτεί επιχειρήσεις από όλη την Ελλάδα.
Ως προς το «γιατί τώρα;» απαντά ότι κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα έμεινε πίσω και στα θέματα του «δίδυμου μετασχηματισμού» (ψηφιακού και «πράσινου»). Πλέον, καθώς η χώρα βρίσκεται σε πορεία ανάκαμψης, είναι βασικό -και αναμενόμενο- ότι θα προωθηθούν σχετικές δραστηριότητες. «Αυτό που θα χρειαστεί να κάνουν και οι παραδοσιακοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας είναι να επενδύσουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Και εμείς μπορούμε να είμαστε ένα είδος συνδετικού κρίκου. Ένα venture capital fund, όπως το Loggerhead, βοηθά τις ομάδες (των startups) να μεγαλώσουν, ώστε να περάσουν στα επόμενα στάδια ανάπτυξής τους, ώστε να συνδεθούν στο τέλος με τους κατάλληλους downstream επενδυτές (πχ, άλλα funds ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις). Εκεί βρίσκεται η ευκαιρία που προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε» εξηγεί.
Όταν οι startups ξεχνούν πως τα λεφτά τελειώνουν
Οι startups που χρηματοδοτούνται από ένα fund, ενίοτε ξεχνούν ότι χρειάζεται να βγάλουν μόνες τους λεφτά, με αποτέλεσμα να υπερεπενδύουν στην τεχνολογική ανάπτυξη του προϊόντος τους, ξεχνώντας τις πωλήσεις. Έχει θέσει η διαχειριστική ομάδα του Loggerhead Ventures ασφαλιστικές δικλείδες; «Η πρώτη ερώτηση που θα κάνουμε στους startupers που θα έρθουν σε εμάς είναι “ποιος από εσάς θα πουλάει;”. Χρειάζεται να έχουν στην ομάδα τουλάχιστον έναν άνθρωπο sales- oriented (προσανατολισμένο στις πωλήσεις). Στη διαδικασία αξιολόγησης μιας ομάδας, πάντα θα το κοιτάξουμε αυτό και το θεωρήσουμε πολύ θετικό σήμα αν η ομάδα έχει ήδη μικρές υποτυπώδεις πωλήσεις ή αν στο πλάνο υπάρχει στέλεχος πωλήσεων ή μάρκετινγκ. Αν δεν υπάρχει τέτοιο στέλεχος, αυτό είναι σίγουρα μια κόκκινη σημαία» σημειώνει.
Πιστεύει ότι το οικοσύστημα στη Θεσσαλονίκη έχει τις δυνατότητες για να αναπτύξει τη λεγόμενη «βαθιά τεχνολογία*», η οποία απαιτεί χρόνο και χρήμα, ενώ αργεί να αποδώσει απτά αποτελέσματα; «Πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την πόλη, που έχει πολύ μεγάλα και δυνατά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, όπως το ΑΠΘ και το ΕΚΕΤΑ, με χρηματοδοτήσεις από ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα. Το πρόβλημα με το deeptech είναι ότι συνήθως χρειάζεται πολύ χρόνο για να αναπτυχθεί, ενώ εμείς ως επενδυτές θέλουμε να “βγούμε” (exit) από την εταιρεία στην οποία επενδύουμε σε πέντε χρόνια. Οπότε χρειάζεται συνδυασμός (χρηματοδοτικών πηγών και επενδυτικών κεφαλαίων), π.χ., χρήση του EIC Accelerator (του επιταχυντή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Καινοτομίας, που χρημαδοτείται από το πρόγραμμα Ηorizon), συνεργασία με επενδυτές επόμενων σταδίων, συνδυαστική ανάπτυξη της βαθιάς τεχνολογίας, που χρειάζεται χρόνο να αναπτυχθεί, με ένα προϊόν ή υπηρεσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τώρα στην αγορά κτλ» προσθέτει.
Μονόκεροι ή καμήλες και ζέβρες;
Ποια είναι η προοπτική να δούμε στην Ελλάδα εταιρείες – μονόκερους (με αποτίμηση άνω του 1 δισ. δολ) στον τομέα όπου επενδύει το fund; Κατά τον Γρηγόρη Χατζηκώστα, η συζήτηση για τις εταιρείες – μονόκερους είναι λίγο αποπροσανατολιστική, καθώς ιδίως στον χώρο του climatech έχουν γίνει πολύ επιτυχημένα και προσοδοφόρα exits από εταιρείες που ουδέποτε έγιναν μονόκεροι, αλλά πέτυχαν τον στόχο τους και απέφεραν έσοδα. «Όταν μια εταιρεία αναπτύσσεται στις σωστές βάσεις και είναι προσανατολισμένη στις πωλήσεις από την πρώτη ημέρα, μπορεί να κάνει πολλούς ανθρώπους πλούσιους, αλλά το ζητούμενο δεν είναι να γίνει μονόκερος. Σήμερα άλλωστε, οι νέες τάσεις μιλάνε για εταιρείες- “καμήλες” και “ζέβρες”, όπου ως καμήλες περιγράφονται οι εταιρείες που αντέχουν ακόμα και σε περιόδους που δεν υπάρχουν επαρκή κεφάλαια και ως ζέβρες, λόγω της αντίθεσης στα χρώματα του εν λόγω ζώου, όσες συνδυάζουν την επιχειρηματική επιτυχία με τον θετικό και κοινωνικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο» εκτιμά.
Πώς βαφτίστηκε «Loggerhead» το εν λόγω fund; «Από τις χελώνες καρέτα καρέτα. Οι χελωνίτσες αυτές έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις startups. Πολύ λίγες θα επιβιώσουν στο τέλος και το πρώτο στάδιο της ζωής τους είναι πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για την επιβίωσή τους. Επίσης, υπάρχει και ένας άλλος συνειρμός: η συνέχιση της ύπαρξης των καρέτα-καρέτα στη Μεσόγειο θα είναι ένδειξη ότι καταφέραμε να τιθασσεύσουμε σε έναν βαθμό την κλιματική αλλαγή» καταλήγει.
Αλεξάνδρα Γούτα
*Τις εικόνες παραχώρησε ο Γρ. Χατζηκώστας