Η Επιθυμία, όταν νομίζουμε ότι θα υλοποιηθεί, λέγεται Ελπίδα. Το ίδιο, αλλά χωρίς να νομίζουμε κάτι τέτοιο, λέγεται Απελπισία. Thomas Hobbes, 1588-1679, Άγγλος φιλόσοφος.

Ένας αιώνας ιστορίας για τη Συντεχνία Υδραυλικών Θεσσαλονίκης

2 Νοεμβρίου, 2023

Το ημερολόγιο έδειχνε 14 Ιουνίου 1923, ημέρα Πέμπτη, όταν στη Θεσσαλονίκη υπογραφόταν το ιδρυτικό Καταστατικό της Συντεχνίας Υδραυλικολευκοσιδηρουργών της πόλης, με πρώτο πρόεδρο τον Δ. Γρίβα και με σκοπό -μεταξύ άλλων- «την ανάπτυξη της τέχνης επί τη βάση των νεωτέρων αυτής προόδων», τη μεταξύ των μελών της Συντεχνίας «ανάπτυξις του πνεύματος της επαγγελματικής και κοινωνικής αλληλεγγύης» και της πρόληψης «επιβλαβούς ανταγωνισμού των μελών της».

Εκατό χρόνια μετά, η Συντεχνία Υδραυλικών – Λευκοσιδηρουργών Θεσσαλονίκης (όπως μετονομάστηκε στη συνέχεια), ανοίγει το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και τα συρτάρια του αρχείου της, και «κλείνει» σε μια έκδοση 73 σελίδων σημαντικές στιγμές και πρόσωπα της αιωνόβιας πορείας της, χάρη στην ενδελεχή έρευνα και καταγραφή του δημοσιογράφου Κωστή Κεκελιάδη.

Η έκδοση «Ένας αιώνας ιστορίας μέσα από το αρχείο της Συντεχνίας Υδραυλικών Θεσσαλονίκης» βασίζεται κυρίως στο αρχείο που φυλάσσεται στα γραφεία του Συνδέσμου Εργολάβων Υδραυλικών Θεσσαλονίκης (ΣΕΥΘ), όπως ονομάζεται η Συντεχνία σήμερα. Ήταν, άλλωστε, η πρωτοβουλία και η υποστήριξη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΕΥΘ αυτή που άνοιξε τον δρόμο ώστε το αρχείο ν’ αποτινάξει από πάνω του τη σκόνη της λήθης και να κάνει κοινωνούς του πλούσιου υλικού του όλους όσοι θέλουν ν’ ανακαλύψουν άγνωστες εν πολλοίς πτυχές της πορείας του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου.

Η χρονική περίοδος που εξετάζεται στην έκδοση αρχίζει από το έτος ίδρυσης της Συντεχνίας και φτάνει μέχρι τις παραμονές επιβολής της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Είναι, δε, χωρισμένη σε τρεις χρονικές περιόδους -ίδρυση μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απελευθέρωση ώς το τέλος της δεκαετίας του ’50 και περίοδος της λεγόμενης «μικρής Μεταπολίτευσης» μέχρι το 1966. Η τελευταία περίοδος, μάλιστα, αποτυπώνει την προσπάθεια των υδραυλικών για αναγνώριση όχι μόνο του επαγγέλματός τους αλλά και του κοινωνικού ρόλου που καλούνται να επιτελέσουν σε ό,τι αφορά την προστασία της δημόσιας υγείας με την εγγύηση παροχής καθαρού πόσιμου νερού, διαχωρισμένου στεγανά από τα αποχετευτικά δίκτυα.

Ο κομβικός ρόλος που κλήθηκε να παίξει η Συντεχνία από την ίδρυσή της και μετέπειτα αποτυπώνεται στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκδοση κι έχουν να κάνουν (και) με την …προϊστορία. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται, η Θεσσαλονίκη μέχρι το 1890 υδρευόταν από αρτεσιανά φρεάτια, από την πεδιάδα του Καλοχωρίου, με τις εγκαταστάσεις να έχουν κατασκευαστεί επί τουρκοκρατίας, ενώ μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οι συνθήκες υγιεινής στην πόλη είναι παρόμοιες με τις συνθήκες που επικρατούν στις πόλεις από τον Μεσαίωνα!

Η Θεσσαλονίκη στο γύρισμα του 19ου αιώνα, η «γέννηση» της Συντεχνίας και η πορεία της στον χρόνο

«Η Συντεχνία Υδραυλικών – Λευκοσιδηρουργών ιδρύθηκε έναν χρόνο μετά τη μαζική άφιξη των προσφύγων και την οικιστική επέκταση της πόλης προς κάθε κατεύθυνση και έξι χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης και κυρίως τις εβραϊκές φτωχογειτονιές της» γράφει ο Κωστής Κεκελιάδης σκιαγραφώντας το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, τις συνθήκες που προηγήθηκαν αλλά κι αυτές που ακολούθησαν τη «γέννηση» της Συντεχνίας, τα στοιχεία για την οποία ώς το 1935 είναι ελάχιστα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ιδρυτικά μέλη της Συντεχνίας είναι πρόσφυγες σε ποσοστό περίπου 80%- από τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, την Καππαδοκία, την Ανατολική Θράκη, τα Βαλκάνια- αλλά και εσωτερικοί μετανάστες. Οι πρωτεργάτες ασκούν την τέχνη του υδραυλικού και του λευκοσιδηρουργού, του τενεκετζή, κι έχουν τα εργαστήριά τους σε όλες τις κεντρικές οδικές αρτηρίες και σε κομβικά σημεία της πόλης.

Το 1937 η Συντεχνία αριθμεί 97 μέλη, έναν χρόνο μετά ο αριθμός των μελών της αυξάνεται οριακά με την προσχώρηση εβραίων υδραυλικών, όπως ο Τζάκο Ματαράσσο και ο Σαμπετάι Γρότος, το 1939, τα μέλη φτάνουν ήδη τα 125 και το 1940 βρίσκει τη Συντεχνία με σχεδόν διπλάσια μέλη αφού στα υπάρχοντα μέλη προστέθηκαν άλλα 108 από την ενοποίηση με την εβραϊκή Συντεχνία. Ωστόσο, την περίοδο της γερμανικής κατοχής, η Συντεχνία χάνει τα περισσότερα από τα μισά της μέλη και φτάνει το 1945 να αριθμεί μόλις 97.

Σε κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό του τρόπου διανομής της βασικής πρώτης ύλης που έφερε στο τραπέζι η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν κι άλλα, που έχρηζαν άμεσης επίλυσης, όπως η μαύρη αγορά και οι πρακτικές παράνομου πλουτισμού. Με το πέρασμα του χρόνου, το «πελατολόγιο» των υδραυλικών της Συντεχνίας διευρυνόταν, όπως και οι συμφωνίες με άλλους επαγγελματικούς φορείς- π.χ. με τους προέδρους τυροκόμων και βουτυροκόμων Βορείου Ελλάδος για την κατασκευή δοχείων προς 1.600 δραχμές το καθένα. Επίσης, το 1948 γίνεται δημοπρασία για την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, το 1949 διενεργείται σειρά διαγωνισμών για δημόσια έργα, κυρίως του στρατού, ενώ για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών σίτισης φυματικών ασθενών στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, διενεργούνται διαγωνισμοί «για 50 χύτρες εκ λευκοσιδήρου» κ.ά.

Από το πλούσιο ιστορικό υλικό που σταχυολόγησε και κατέγραψε ο Κωστής Κεκελιάδης δεν λείπουν οι στιγμές που η Συντεχνία βρέθηκε στην πρωτοπορία του υδραυλικού κινήματος, τη δεκαετία του ’60, με τη διοργάνωση του πανελλήνιου συνεδρίου υδραυλικών (1962), το οποίο έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση της Ομοσπονδίας Βιοτεχνικών Υδραυλικών Ελλάδος έναν χρόνο αργότερα καθώς και την έναρξη της πορείας προς την έκδοση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος.

Η πρώτη γυναίκα της Συντεχνίας, ο «απαχθείς υπό των Γερμανών» Αβραάμ Καπόν και άλλες ιστορίες από το αρχείο

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυσή της και συγκεκριμένα στις 22 Δεκεμβρίου 1947, το Συμβούλιο της Συντεχνίας Υδραυλικολευκοσιδηρουργών εγκρίνει την αίτηση της Αγγελικής Καραλή για την εγγραφή της στη δύναμη της Συντεχνίας καθιστώντας την έτσι ως την πρώτη γυναίκα που αναγνωρίζεται ως επαγγελματίας υδραυλικός στη Θεσσαλονίκη «καθόσον έχει άπαντα τα προσόντα τού υπό του καταστατικού οριζόμενα».

Ξεφυλλίζοντας την πλούσια σε στοιχεία έκδοση, το μάτι πέφτει πάνω στην ιστορία του Αβραάμ Καπόν, ο οποίος το 1941 διατηρούσε κατάστημα κατάστημα επί της οδού Γιαννιτσών αλλά «το έτος 1943 διέκοψε υποχρεωτικώς τας εργασίας του απαχθείς υπό των Γερμανών εις Πολωνίας» (προφανώς στα στρατόπεδα Άουσβιτς – Μπίρκεναου), ενώ «το έτος 1946 επανέκαμψεν εξ ομηρίας και επανήρχισε τας εργασίας του στην οδό Μενεξέ 18».

Σε άλλο σημείο, διαβάζει κανείς για τον Νικόλαο Σιμώτα, ο οποίος «δεν εξετέλεσεν εργολαβικάς εργασίας υδραυλικών εγκαταστάσεων εις πολυκατοικίας και οικοδομάς από πολλών ετών … και είναι ο πενέστερος των μελών ημών», αλλά και για το …πλαστικό, που έμελλε να χωρίσει το επαγγελματικό ζεύγος υδραυλικών – λευκοσιδηρουργών. Χαρακτηριστικό είναι πως αν και τη δεκαετία του ’60, όταν το πλαστικό έκανε την εμφάνισή του ως άλλος «εισβολέας», στην Ελλάδα λειτουργούσαν περίπου 1.300 εργαστήρια λευκοσιδηρουργίας, στα οποία εργάζονταν 3.500 τεχνίτες, ενώ σήμερα τα λευκοσιδηρουργία στη Θεσσαλονίκη είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού…

Μέσα στην έκδοση με το πλούσιο αρχειακό φωτογραφικό υλικό, διαβάζει κανείς για την εβδομαδιαία συντεχνιακή εφημερίδα «Ο Υδραυλικός», που εκδίδεται το 1962, τα εγκαίνια Προμηθευτικού και Καταναλωτικού Συνεταιρισμού Υδραυλικών και Λευκοσιδηρουργών Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1963, τα αξέχαστα γλέντια και τους μοναδικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ ομάδων υδραυλικών, αλλά και πολλές ακόμη μικρές και μεγαλύτερες ιστορίες για έναν επαγγελματικό κλάδο με τη δική του ξεχωριστή πορεία στον χρόνο.

Για την ιστορία, στο τιμόνι του Διοικητικού Συμβουλίου, σήμερα βρίσκεται ο Φώτης Τσαπαδάς, με τον ΣΕΥΘ να μένει πιστός στους στόχους της διαφύλαξης, της μελέτης και προαγωγής των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου.

Σ. Παπαδοπούλου

*Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του ΣΕΥΘ και παραχωρήθηκαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις ανάγκες του ρεπορτάζ