Ελαφρά αυξημένη αναμένεται φέτος η έλευση ξένων αυτοκινούμενων και ρυμουλκούμενων τροχόσπιτων στην Ελλάδα έναντι του 2023, οπότε και σημειώθηκε άνοδος 30%, με τον κλάδο να χάνει για ακόμα μία χρονιά την ευκαιρία να επιδείξει πλήρως τη δυναμική του, που θα μπορούσε να αποτυπωθεί με πολύ μεγάλους αριθμούς επισκεπτών/τουριστών και σημαντικά υψηλά έσοδα για την εθνική οικονομία.
Τα παραπάνω επισημαίνει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Αντώνης Ζαμπέτας από την ομώνυμη εταιρεία στη Θεσσαλονίκη που δραστηριοποιείται και στην αγορά του κάμπινγκ από το 1978. «Είναι κρίμα να χάνουμε τουρίστες και έσοδα, λόγω των ελλιπών υποδομών και της απουσίας της σχετικής νομοθεσίας», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οι τουρίστες αυτοκινούμενων και ρυμουλκούμενων τροχόσπιτων «είναι ένα κλαμπ ανθρώπων που έχουν επικοινωνία μεταξύ τους κι ας μένουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο ένας από τον άλλο», επισημαίνει ο κ. Ζαμπέτας και προσθέτει: «είναι κρίμα να θέλουν οι ξένοι της συγκεκριμένης αγοράς να έρχονται στη χώρα μας και τελικά όχι μόνο να μην πατούν …ρόδα στην Ελλάδα, αλλά να χάνει ο εθνικός κορβανάς ποσό ύψους άνω του ενός δισ. ευρώ, επειδή δεν υπάρχουν τα camper stop, η δημιουργία των οποίων κοστίζει από 10.000 ευρώ έως και 100.000 ευρώ, αλλά και λόγω της απουσίας της στρατηγικής εκείνης, που θα επέτρεπε τη λειτουργία κάμπινγκ όλο τον χρόνο και όχι μόνο το καλοκαίρι».
Όπως εξηγεί ο κ. Ζαμπέτας, ενδεικτικά -με βάση επίσημα στατιστικά στοιχεία- 200.000 Γερμανοί τουρίστες ξεχειμωνιάζουν κάθε χρόνο στην Ισπανία -και συγκεκριμένα από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Μάιο, και δαπανούν ημερησίως για διαμονή και διατροφή έως και 50 ευρώ. «Οι 20.000 μόνο από τους 200.000 Γερμανούς τουρίστες να έρχονταν στην Ελλάδα, αμέσως η εθνική μας οικονομία θα τονωνόταν με ένα δισ. ευρώ ετησίως τουλάχιστον», σημειώνει ο ίδιος, εξηγώντας ότι «αυτό το ποσό αφορά αποκλειστικά και μόνο τη μία αυτή αγορά. Ας φανταστούν οι αρμόδιοι αυτά που μπορεί να προσφέρει στη χώρα ο κλάδος του αυτοκινούμενου και ρυμουλκούμενου τροχόσπιτου, που αφορά μάλιστα σε τουρίστες που ταξιδεύουν 12 μήνες τον χρόνο».
Διευκρινίζει, επίσης, ότι δεν είναι μόνο οι Γερμανοί, αλλά και Ολλανδοί και Άγγλοι που «ψηφίζουν» Πορτογαλία και Ισπανία και στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει, ότι σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα υποδέχεται τους λιγότερους «χάνοντας πολύτιμα κεφάλαια από τον περιοδεύοντα τουρισμό».
Με camper stop, ο κλάδος θα πατήσει «γκάζι»
«Το αυτοκινούμενο και το ρυμουλκούμενο τροχόσπιτο είναι ένας από τους πιο σημαντικούς, μελλοντικούς εναλλακτικούς τρόπους τουρισμού για την Ελλάδα», σημειώνει και προσθέτει πως απαιτείται νομοθετικό πλαίσιο που θα ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας των χώρων στάθμευσης (camper stop) για τα αυτοκινούμενα και ρυμουλκούμενα τροχόσπιτα.
«Η δημιουργία τους πρέπει να γίνει χθες», τονίζει ο κ. Ζαμπέτας, επισημαίνοντας ότι «πανευρωπαϊκά υπάρχουν 26.000 χώροι camper stop και στην Ελλάδα κανένας επίσημα καταγεγραμμένος στους διεθνείς καταλόγους, ενώ οι αναγραφόμενοι είναι με επιφύλαξη».
Το αυτοκινούμενο ανήκει στην κατηγορία Μ1 Ι.Χ. αυτοκινήτων και έτσι μπορεί να σταθμεύσει όπου κι ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, αλλά αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να προβεί σε ενέργειες κάμπινγκ, δηλαδή να ανοίξει παράθυρα, τέντες, να βγάλει τραπεζοκαθίσματα. «Αυτό όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται ειδικός χώρος, όπου εκτός της στάθμευσης θα μπορεί να κάνει και σέρβις. Δηλαδή να πάρει νερό και να αδειάσει τις δεξαμενές λυμάτων κι όχι στα χωράφια μας όπως γίνεται σήμερα. Ο χώρος αυτός ονομάζεται διεθνώς camper stop και μπορεί να είναι αποκλειστικά για αυτοκινούμενα και ρυμουλκούμενα τροχόσπιτα, πάντα όμως οριοθετημένος», σημειώνει.
Ουσιαστικά «μιλάμε για χώρους, όπου κάποιος μπορεί να σταθμεύσει με μικρό κόστος παραμονής -ακόμη και δωρεάν, για παράδειγμα, έως και έξι ημέρες- και που είναι περιφραγμένοι, με φωτισμό, έλεγχο εισόδου/εξόδου, με μπάρα για πληρωμή ή δωρεάν παροχή κάποιων υπηρεσιών κ.ά.» εξηγεί ο κ. Ζαμπέτας και σημειώνει ότι υπάρχουν επενδυτές που θέλουν να δημιουργήσουν τέτοιους χώρους και δεν μπορούν.
Μάλιστα, επισημαίνει ότι ο ίδιος έχει ήδη έτοιμο σχετικό business plan, το οποίο κατήρτισε έπειτα και από την επίσκεψή του στην Παγκόσμια Έκθεση Τροχόσπιτων στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, όπου η Ελλάδα απουσιάζει τα τελευταία χρόνια, όπως λέει. Είναι, μάλιστα, έτοιμος να το παρουσιάσει στους ιθύνοντες, εφόσον του ζητηθεί να το πράξει.
Αναφερόμενος στα κάμπινγκ της χώρας μας, αλλά και τον ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σε συνάρτηση με τους τουρίστες αυτοκινούμενου και ρυμουλκούμενου τροχόσπιτου, σημειώνει: «θα μπορούσαν να αποτελούν τους χώρους φιλοξενίας τους, αλλά βλέπουμε ότι μόλις φέτος δεν λειτούργησαν τέσσερα μόνο στη Χαλκιδική, δεν δίνονται κίνητρα για να δημιουργηθούν καινούρια ή να γίνει το απαραίτητο Lifting αυτών που είναι παρατημένα, ενώ η δαιδαλώδης γραφειοκρατία που απαιτείται για να στηθούν, αποτρέπει πολλούς και μόνο στην ιδέα».
Περισσότεροι 40% οι Τούρκοι – Αύξησαν την παρουσία τους Τσέχοι, Ούγγροι και Πολωνοί
«Μιλάμε πραγματικά για “επιδρομή”», δηλώνει ο κ. Ζαμπέτας, χαρακτηρίζοντας την αύξηση από Τουρκία φέτος πρωτοφανή. «Βιώνω καθημερινά τον χαμό που γίνεται φέτος από Τούρκους που έρχονται στην Χαλκιδική με τα τροχόσπιτά τους», λέει, σημειώνοντας ότι η ετήσια πώληση τροχόσπιτων στην Τουρκία υπερβαίνει τις 3.000.
Βόρεια Ελλάδα και Πελοπόννησος είναι οι περιοχές που «ψηφίζουν» σταθερά οι τουρίστες αυτοκινούμενου και ρυμουλκούμενου τροχόσπιτου από Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Αυστρία και Ολλανδία, ενώ στα χαρακτηριστικά της φετινής σεζόν συμπεριλαμβάνεται και η αυξημένη παρουσία ταξιδιωτών από Τσεχία, Ουγγαρία και Πολωνία, «οι οποία τα τελευταία χρόνια ήταν λιγοστοί», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ψηλά στις προτιμήσεις των ξένων επισκεπτών αυτοκινούμενου τροχόσπιτου στη Βόρεια Ελλάδα παραμένει, σύμφωνα με τον ίδιο, η Χαλκιδική, στην οποία κατευθύνεται το 50% του συνόλου, ενώ ποσοστό 30% «ψηφίζει» Πιερία και ένα 20% παίρνει τα …βουνά, κυρίως προς την Πίνδο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, χρόνο με τον χρόνο ολοένα και μεγαλώνει ο αριθμός αυτών που αναζητούν τη δροσιά στη φύση εν μέσω θέρους, γεγονός που -υπό προϋποθέσεις- μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην «πολυπόθητη επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου στη χώρα μας».
Συνολικά, στην ΕΕ -και με βάση τα επίσημα στοιχεία του European Caravan Federation (ECF)- υπάρχουν 2,9 εκατ. αυτοκινούμενα τροχόσπιτα και 3,9 εκατ. τροχόσπιτα, και ο τζίρος της συγκεκριμένης αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των διανυκτερεύσεων κάμπινγκ και του εξοπλισμού και των ανταλλακτικών της, ανήλθε το 2022 στα 120 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το εθνικό ακαθάριστο προϊόν της Ελλάδας. «Με ανέξοδες, ή έστω πολύ χαμηλού κόστους ενέργειες και επενδύσεις, αλλά με ισχυρή πολιτική βούληση, ο κλάδος του αυτοκινούμενου τροχόσπιτου μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην εθνική μας οικονομία και να λειτουργήσει καθοριστικά για την πραγματοποίηση του 12μηνου τουρισμού στην Ελλάδα», τονίζει.
Έλενα Αλεξιάδου
[φωτογραφία αρχείου]