Ραγδαία μείωση παρουσιάζει ο πληθυσμός του αμερικάνικου μινκ στη βόρεια Ελλάδα, 13 χρόνια μετά την παράνομη απελευθέρωση, από αγνώστους, χιλιάδων ζώων από γουνοφόρες μονάδες εκτροφής σε Καστοριά και Σιάτιστα, με αποτέλεσμα μεγάλες ζημιές στο οικοσύστημα από το ξενικό είδος. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια διαχείρισης σπονδυλωτού εισβλητικού είδους στη χώρα μας, που υλοποιήθηκε μέσω του έργου LIFE ATIAS «Αντιμετώπιση της απειλής των εισβλητικών ειδών στη Βόρεια Ελλάδα, μέσω της ανάπτυξης συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και πληροφοριών για θηλαστικά».
Τα πρώτα συμπεράσματα του LIFE ATIAS, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 2 εκατομμυρίων ευρώ, στην αντιμετώπιση των απειλών από τα ξενικά είδη στη βόρεια Ελλάδα, παρουσιάστηκαν το πρωί σε ημερίδα που διοργανώθηκε από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, με τίτλο «Διαχείριση του Αμερικανικού Μινκ στη Βόρεια Ελλάδα».
Όπως τόνισε ο συντονιστής του προγράμματος, Δρ. Δημήτρης Μπακαλούδης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, την περίοδο υλοποίησης του έργου, από το 2020 έως το 2023, παρατηρήθηκε δραστική μείωση του μινκ, με βάση κυρίως τα ευρήματα από τις 150 πλωτές εξέδρες που τοποθετήθηκαν σε διάφορα σημεία στις λίμνες Βεγορίτιδα, Καστοριάς και Μικρής Πρέσπας και στον Λαδοπόταμο και τον Αλιάκμονα.
«Τοποθετήθηκαν 150 πλωτές εξέδρες σε μήκος 150 χιλιομέτρων για την ιχνηλάτηση και σύλληψη των μινκ. Ανίχνευση περάσματος ζώων έγινε σε 65 εξέδρες, παγιδεύτηκαν 28 μινκ και άλλα 31 σε παγίδες, σε μέρη που μας υπέδειξαν ότι είχαν παρουσία, σε 4 περιόδους ιχνηλάτησης από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Ιούνιο του 2023» είπε ο κ. Μπακαλούδης, διευκρινίζοντας ότι υπήρχαν πολλαπλά ίχνη στις εξέδρες από ένα είδος που είναι κρυπτικό, με μειωμένες πιθανότητες σύλληψης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η εκτίμηση για τον πληθυσμό του συγκεκριμένου επιβλαβούς ξενικού είδους, βασίζεται και στο γεγονός ότι παρατηρήθηκε ανάκαμψη του αριθμού της ορνιθοπανίδας καθώς είδη που είχαν χαθεί και ήταν θηρεύσιμα για τα μινκ, όπως η λαγγόνα και ο κορμοράνος, φαίνεται ότι ανακάμπτουν.
«Επιπλέον, υπήρξε υπερεκτίμηση του πληθυσμού των μινκ καθώς από ερωτηματολόγια που μοιράστηκαν και συμπληρώθηκαν από τον πληθυσμό, προέκυψε ότι ο κόσμος μπέρδευε το μινκ με το πετροκούναβο» συμπλήρωσε ο κ. Μπακαλούδης.
Υπενθυμίζεται ότι το πρόβλημα πήρε μεγάλη έκταση, όταν το 2010 απελευθερώθηκαν από ομάδα ακτιβιστών ζωόφιλων 50.000 γουνοφόρα μινκ από μονάδες εκτροφής στο Χιλιόδεντρο και τη Σιάτιστα. Έκτοτε, μεγάλος αριθμός ζώων συνελήφθη, άλλα βρέθηκαν νεκρά και κάποια επέζησαν και άρχισαν να αναπαράγονται.
«Πάντως, αυτό που διαπιστώσαμε και από τα μινκ που παγιδεύσαμε είναι ότι σε σχέση με όσα είναι σε αιχμαλωσία και έχουν βελτιωθεί γενετικά, όταν απελευθερωθούν στο φυσικό τους περιβάλλον κι αναπαράγονται, είναι πιο καχεκτικά. Επίσης, έχουν μεν προσαρμοστικότητα αλλά η επιβίωσή τους είναι χαμηλή, με υψηλό όμως αριθμό αναπαραγωγής» σημείωσε ο κ. Μπακαλούδης εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί η μηδενική εξάλειψή τους.
«Απαιτείται η ενίσχυση των προσπαθειών για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τα εισβολικά ξενικά είδη και των επιπτώσεων που έχουν στη βιοποικιλότητα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και συνέχιση της παρακολούθησης του πληθυσμού του μινκ και των ειδών προτεραιότητας» κατέληξε ο κ. Μπακαλούδης.
Νατάσα Καραθάνου