Αυξήθηκε κατά 20 με 30%, σε σχέση με την χρονική περίοδο πριν από την πανδημία, η προσέλευση περιστατικών στα εξωτερικά ιατρεία του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Ιπποκράτειου Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, για διαταραχές συμπεριφοράς και επιθετικότητας.
Τα παραπάνω αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο παιδοψυχίατρος του τμήματος Βάιος Νταφούλης, επισημαίνοντας ότι τέτοια περιστατικά αφορούν, για παράδειγμα, «παιδιά που εκδηλώνουν αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ή επιθετική συμπεριφορά εναντίον άλλον παιδιών» αλλά και περιπτώσεις «παιδιών που έχουν βιώσει συμπτώματα μετατραυματικού στρες μετά από συμπλοκές ανηλίκων σε εξωτερικούς χώρους». Επιπλέον υπάρχουν περιπτώσεις άσκησης λεκτικού εκφοβισμού ή σωματικού εκβιασμού.
Παράλληλα, οι παιδοψυχίατροι των δομών των νοσοκομείων καλούνται να δουν εφήβους που καταγγέλλουν ή αναφέρουν τέτοιου είδους συμπεριφορές ενώ προχωρούν και σε ψυχιατρική εκτίμηση μετά από σχετικές αναφορές σε οργανώσεις ή και στην αστυνομία.
«Πολύ μεγαλύτερη είναι η αύξηση των επιθετικών ή αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών στα ενδοκλινικά περιβάλλοντα, δηλαδή σε περιβάλλοντα, όπου χρειάζεται και κλινική νοσηλεία» λέει ο κ. Νταφούλης και προσθέτει: «στο ενδονοσοκομειακό τμήμα, όπου βρίσκομαι εγώ, αν είχαμε 50 παιδιά το χρόνο με σοβαρές επιθετικές διαταραχές συμπεριφοράς, πριν από την πανδημία, τώρα έχουμε 80 με 100».
Άνοδο σημειώνει και ο αριθμός των παραπομπών από τα σχολεία στο νοσοκομείο. «Τα σχολεία έχουν ένα δικό τους σύστημα, στο οποίο σχολικοί ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί βλέπουν τα παιδιά. Εκείνα, αφού εκτιμηθούν από τα ΚΕΔΑΣΥ και τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας, προσέρχονται στο νοσοκομείο με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα που είναι κυρίως οικογενειακά, όμως και άλλα. Τέτοια παιδιά με σοβαρά προβλήματα οφείλουμε να τα δούμε και να τα προσέξουμε» σχολιάζει ο κ. Νταφούλης.
Εκτόξευση των περιστατικών μετά τον καιρό της πανδημίας
Αναζητώντας τις αιτίες της αύξησης των φαινομένων επιθετικής, αυτοκαταστροφικής και παραβατικής συμπεριφοράς, ο παιδοψυχίατρος σημειώνει: «αυτό ιδιαίτερα συνέβη και εκτοξεύτηκε μετά τον καιρό της πανδημίας, καθώς τα παιδιά παρέμειναν στο σπίτι. Από τη μία πλευρά, τα παιδιά έδειξαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους μια ψυχική ανθεκτικότητα, αλλά από την άλλη υπήρξε αυτή η κοινωνική απομόνωση. Όταν ξαναγύρισαν στα σχολεία, τα περισσότερα από αυτά τα είχαν επιθυμήσει. Όμως αυτή ίσως η κοινωνική απομόνωση ή γενικότερες ψυχοπιεστικές συνθήκες στην περίοδο της πανδημίας και ιδιαίτερα στους ευάλωτους ψυχικά πληθυσμούς, οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών στα παιδοψυχιατρικά τμήματα των νοσοκομείων. Στη μετά την πανδημία εποχή, έχουμε μια πραγματικά στατιστικά σημαντική αύξηση στα φαινόμενα της βίας, της παραβατικότητας και της επιθετικότητας, που συχνά συνυπάρχει με τάσεις αυτοκτονικότητας και αυτοκαταστροφικότητας».
Την ίδια στιγμή έχει αυξηθεί και η σχολική παραβατικότητα. «Γίνονται επεισόδια με διάφορα παιδιά και για διάφορους λόγους, όχι μόνο σε ενδοοικογενειακά περιβάλλοντα αλλά και σε σχολικά περιβάλλοντα. Ξέρουμε ότι έχει αυξηθεί και η ενδοοικογενειακή βία. Αναφορές γίνονται στις γραμμές καταγγελίας που υπάρχουν γενικότερα στις αστυνομικές διευθύνσεις. Θεωρώ ότι αυτό είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της μετά της πανδημίας εποχής αλλά και των γενικότερων ψυχοπιεστικών συνθηκών ζωής, της έλλειψης ικανών διαπροσωπικών σχέσεων και προτύπων. Νομίζω ότι τα πρότυπα που προβάλλονται είναι η βιαιότητα στη ζωή μας και η επιθετικότητα».
Η βία δεν είναι ψυχιατρική διάγνωση – Η διάσταση του φύλου
Ο κ. Νταφούλης διευκρινίζει ότι «η βία είναι ένα γενικότερο θέμα, αλλά δεν είναι ψυχιατρική διάγνωση». «Η βία είναι μια επίθεση σε άτομα ή αντικείμενα. Και μεν στα αντικείμενα η επίθεση δεν πολυενοχλεί, ιδιαίτερα τους γονείς, αλλά η επίθεση στα άτομα-λεκτική, σωματική, σεξουαλική, είναι κάτι οπωσδήποτε απαράδεκτο και οφείλει να είναι καταδικαστέο» υπογραμμίζει.
Παράλληλα επισημαίνει ότι ενώ παλαιότερα η βία είχε συνδεθεί περισσότερο με συμπεριφορές των αγοριών, πλέον αυξάνονται τα περιστατικά άσκησης βίας από κορίτσια. «Δεν βλέπω κάποιον ιδιαίτερο λόγο για να συμβαίνει αυτό. Ωστόσο, παρότι βλέπουμε αρκετά περισσότερα κορίτσια να εκδηλώνουν τέτοιες συμπεριφορές, τα αγόρια διατηρούν την πλειοψηφία» προσθέτει.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Ως προς το τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για τα παιδιά τους σε αυτό το θέμα, τονίζει: «είναι καλό να μιλάμε με τα παιδιά, να είμαστε δίπλα τους, ώστε να προλάβουμε τα πράγματα στην αρχή. Αν συμβεί αυτό, αν προλάβουμε, για παράδειγμα, τις συμπεριφορές σχολικού εκφοβισμού, είτε στο διάλειμμα είτε διαδικτυακά, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα».
Σε κάθε περίπτωση σημειώνει ότι τα παιδιά συνήθως δεν μιλάνε εύκολα για περιστατικά σωματικής ή λεκτικής κακομεταχείρισης ακόμη και σε ενδεχόμενο σεξουαλικής κακοποίησης. «Πρέπει τα παιδιά να εμπιστευτούν. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσουν είναι να εμπιστευτούν. Άρα οφείλουμε να έχουμε στενές σχέσεις στην οικογένεια ή στενές φιλικές, διαπροσωπικές σχέσεις γιατί αυτές συμφέρουν στα παιδιά μας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα παιδιά μπορούν να εκφραστούν και να προλάβουμε, αν γίνεται κάποιο τέτοιου είδους φαινόμενο» αναφέρει.
Στο ερώτημα, τέλος, αν είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος για την εξέλιξη του φαινομένου στο μέλλον, απαντάει: «δεν είμαι απόλυτα σίγουρος… Οι συμπεριφορές εξαρτώνται από τους ανθρώπους. Εάν οι άνθρωποι ενδιαφερθούμε περισσότερο, κατ’ αρχήν οι γονείς και μετά οι εκπαιδευτικοί, τότε όλα θα είναι καλά. Εξαρτάται από τη δική μας διάθεση ως κοινωνία πόσο είμαστε αποφασισμένοι. Κάθε μορφή βίας πρέπει να είναι απόλυτα καταδικαστέα κι αυτό θα πρέπει να γίνεται από νωρίς…».
Π. Γιούλτση
φωτ.αρχείου