Αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1-1,5ο C και άνθιση του φυτοπλαγκτού περισσότερες φορές μέσα στον χρόνο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στον όρμο του Θερμαϊκού κόλπου, όπως προκύπτει από τις μοναδικές μετρήσεις για την ποιότητα του νερού που πραγματοποιούνται σε τακτική, μηνιαία βάση από τον Δήμο Θεσσαλονίκης/Τμήμα Περιβάλλοντος και Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας.
Οι μετρήσεις γίνονται στο πλαίσιο του προγράμματος «Έλεγχος και Παρακολούθηση της ποιότητας της θάλασσας στον Όρμο της Θεσσαλονίκης», από το 2016 έως και σήμερα, με στόχο τη διαχρονική παρακολούθηση της οικολογικής κατάστασης της θάλασσας στην περιοχή, εστιάζοντας κυρίως στις αλλαγές που υφίσταται λόγω ανθρωπογενών παρεμβάσεων και κλιματολογικών αλλαγών. Πρόκειται για μια τοπική προσπάθεια εναρμόνισης με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τα Ύδατα, αλλά και σύμφωνα με τον στόχο 4 της «Στρατηγικής Αστικής Ανθεκτικότητας – Θεσσαλονίκη 2030» του Δήμου Θεσσαλονίκης – «Επαναπροσδιορισμός της σχέσης της πόλης με τη θάλασσα μέσω ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για το Θερμαϊκό Κόλπο».
Το Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων βρέθηκε στις μετρήσεις και τη συλλογή δειγμάτων νερού που κάνουν επιστήμονες σε 10 επιλεγμένα σημεία (5 πελαγικά και 5 παράκτια) εντός του όρμου Θεσσαλονίκης, κατέγραψε τη διαδικασία στο πρώτο σημείο που είναι το πιο βαθύ -φτάνει τα 23 μέτρα- και συγκέντρωσε όλα τα νεότερα δεδομένα. Τα επιλεγμένα σημεία αντιπροσωπεύουν στο μέγιστο δυνατό τις περιοχές του όρμου, συμπεριλαμβανομένου αυτών που δέχονται τις κύριες ανθρωπογενείς επιβαρύνσεις, ώστε να υπάρχει μια πιο πλήρης εικόνα της περιοχής.
Σύμφωνα με την περιβαλλοντολόγο στο Τμήμα Περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης Ξένια Τσιμενίδου, από τη διαχρονική παρακολούθηση του όρμου, αξιοσημείωτη είναι η μεταβολή της θερμοκρασίας της θάλασσας.
«Χωρίζοντας σε δυο περιόδους τα τρία – τέσσερα πρώτα χρόνια από το 2016 με τα τρία τελευταία, έχουμε παρατηρήσει ότι οι μέσες τιμές της θερμοκρασίας έχουν αυξηθεί κάθε εποχή κατά ένα με ενάμιση βαθμό, κάτι που όμως δεν ισχύει την άνοιξη έως και τον Ιούνιο, όπου έχει μειωθεί η θερμοκρασία κατά 2 βαθμούς. Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο αλλά σίγουρα για τους υδρόβιους οργανισμούς είναι σημαντικό» περιέγραψε την κατάσταση η κ. Τσιμενίδου προσθέτοντας ότι στα 8 χρόνια μετρήσεων, η μικρότερη θερμοκρασία καταγράφηκε τον Ιανουάριο του 2017 (8,45ο C), ενώ η μεγαλύτερη τον Ιούλιο του 2021 (28,2 ο C). Μάλιστα, αναφερόμενη στον Ιούλιο του 2021, η Βασιλική Χρυσοπολίτου, βιολόγος στο ΕΚΒΥ, η οποία συμμετέχει στις μετρήσεις, τόνισε ότι η επιφανειακή θερμοκρασία σε 3 από τους 5 πελαγικούς σταθμούς, άγγιξε τους 30 βαθμούς Κελσίου που είναι η υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγράψει η ομάδα στις μηνιαίες δειγματοληψίες της από το 2016 έως σήμερα. Επιπλέον, σε περιόδους μεγάλης νηνεμίας και σταθερών καιρικών θερμοκρασιών, όπως είπε η κ. Τσιμενίδου, συχνά παρατηρείται στρωμάτωση των υδάτων, «δηλαδή μπορεί να έχουμε στα βαθιά σημεία από την επιφάνεια μέχρι κάτω, στα 15-18 μέτρα, διαφορά θερμοκρασίας από 5 έως 8 βαθμούς».
Περισσότερες φορές η άνθιση του φυτοπλαγκτού
Όπως προκύπτει από τις μετρήσεις, την άλλοτε εποχιακή έξαρση του φυτοπλαγκτού στην περιοχή (κυρίως άνοιξη και φθινόπωρο) τη συναντάμε πλέον περισσότερες φορές μέσα στον χρόνο, ανεξαρτήτως εποχής και μήνα.
«Σε αυτό σίγουρα συμβάλλουν οι εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες» λέει η κ. Χρυσοπολίτου, διευκρινίζοντας ότι σταθερά, τα τελευταία έτη, οι τιμές των βιολογικών (συγκέντρωση χλωροφύλλης και αφθονία φυτοπλαγκτού) και φυσικοχημικών στοιχείων (θρεπτικά ιόντα: νιτρικά, αμμωνιακά, φωσφορικά) κατατάσσουν τη θάλασσα στον όρμο της Θεσσαλονίκης σε υψηλή μεσότροφη έως και εύτροφη κατάσταση.
Στον όρμο του Θερμαϊκού, οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες που ασκούνται στην παράκτια ζώνη, στο πολεοδομικό συγκρότημα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής, σε συνδυασμό με τα φυσικά γνωρίσματα του όρμου επιδρούν άμεσα στην κατάσταση του θαλάσσιου οικοσυστήματος. Έτσι, καταγράφονται έντονες, μερικές φορές, διακυμάνσεις των φυσικοχημικών και βιολογικών παραμέτρων, ανάλογα με την εποχή του έτους, τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και το βάθος ή τη θέση των σταθμών δειγματοληψίας, από τους ρηχούς στους βαθύτερους πελαγικούς σταθμούς (δηλαδή από 3 έως 22μ. μέγιστο βάθος) και από τα δυτικά (δίπλα στο Καλοχώρι με τα στραγγιστικά αντλιοστάσια και την εκβολή του Γαλλικού ποταμού) προς τα ανατολικά με τις μικρότερες σχετικά επιβαρύνσεις.
Πολύπλοκο σύστημα ο Θερμαϊκός κόλπος
Για τον Μιλτιάδη Σεφερλή, βιολόγο, μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας/Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων, ο Θερμαϊκός είναι ένα πολύπλοκο σύστημα καθώς έχει την ιδιομορφία ότι τέσσερα ποτάμια εκβάλλουν εκεί, οπότε συνεχώς μεταβάλλεται στη διάρκεια του έτους αλλά και με το πέρασμα των χρόνων.
«Μια μεγάλη αλλαγή που συνέβη ήταν ο βιολογικός καθαρισμός τη δεκαετία του ‘80 και έκτοτε οι μεταβολές δείχνουν μια βελτίωση, όχι πάντα ξεκάθαρη αλλά μια βελτίωση της κατάστασης, με αρκετές διακυμάνσεις από εποχή σε εποχή και από χρονιά σε χρονιά».
Για την άνθιση φυτοπλαγκτού σημείωσε ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται, με την εκδήλωσή του και την ένταση να εξαρτάται από τις επικρατούσες συνθήκες, τη θερμοκρασία, τα ρεύματα και την ηλιοφάνεια.
Απαντώντας, δε, στην ερώτηση για το αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε καλή ή κακή την κατάσταση στον Θερμαϊκό, τόνισε ότι είναι παρακινδυνευμένο να το πούμε γιατί εξαρτάται από τη χρήση που θέλουμε το υδάτινο σώμα και στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Θερμαϊκό.
Διαδικτυακά όλα τα αποτελέσματα
Βασικό στόχο του προγράμματος αποτελεί και η άμεση ενημέρωση των πολιτών και των ενδιαφερόμενων φορέων. Για τον σκοπό αυτό, τα αποτελέσματα αναρτώνται κάθε φορά στην ιστοσελίδα του δήμου Θεσσαλονίκης www.envdimosthes.gr αλλά και στην ηλεκτρονική ενημερωτική οθόνη στην παραλία της πόλης (περιοχή Ομπρέλες), η οποία έχει στηθεί προσφάτως, με κύριο σκοπό την άμεση ενημέρωση των πολιτών για τη θάλασσα. Παράλληλα, τα παραγόμενα στοιχεία αξιοποιούνται κατά περιπτώσεις σε προγράμματα άλλων φορέων, μέσα από νέες συνεργασίες που αναπτύσσονται.
Eπιπλέοντα απορρίμματα
Σύμφωνα με την κ. Χρυσοπολίτου, τα επιπλέοντα απορρίμματα αποτελούν μία από τις κυριότερες αιτίες «οπτικής ρύπανσης», μιας σημαντικής μορφής υποβάθμισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και ιδιαίτερα της παράκτιας ζώνης (παραλιακό μέτωπο της πόλης). Η οπτική ρύπανση συνδέεται κυρίως με την αύξηση του βαθμού αστικοποίησης και την άσκηση δραστηριοτήτων στην περιοχή, όπως ο τουρισμός και η αναψυχή, αλλά και τις υδατοκαλλιέργειες που απαντούν στην ευρύτερη περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου. Τα φυσικά γνωρίσματα του κόλπου (μικρό άνοιγμα, μικρό βάθος, κίνηση του νερού κ.λπ.) επιδεινώνουν συχνά την κατάσταση της θάλασσας σε σχέση με τα επιπλέοντα απορρίμματα.
Τα απορρίμματα στην πελαγική ζώνη (δηλαδή σε μεγαλύτερα βάθη, μακριά από την ακτή) θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο τους θαλάσσιους οργανισμούς που ζουν εκεί (ιδιαίτερα θαλάσσιες χελώνες, κητώδη, ψάρια κ.ά.), αφού υποβαθμίζουν το ενδιαίτημά τους και, το σημαντικότερο, συχνά προσλαμβάνονται ως τροφή, με αποτέλεσμα ως και τον θάνατό τους.
«Στο πλαίσιο του έργου μας, έγινε μια πιλοτική προσπάθεια αποτύπωσης της χρονικής και χωρικής κατανομής των επιπλεόντων απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη, με τη χρήση Συστήματος Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφους (ΣμΕΑ – drone), ενώ για τρία έτη πραγματοποιήθηκε ποιοτική και ποσοτική καταγραφή των απορριμμάτων, εν πλω, στην ίδια ζώνη» κατέληξε η κ. Χρυσοπολίτου.
Νατάσα Καραθάνου
ΦΩΤ./ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ