Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και καταξιωμένους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, ο Αντώνης Φωστιέρης συναντήθηκε, τις περασμένες ημέρες, με το ιταλικό αναγνωστικό κοινό. Αφορμή, η παρουσίαση της έκδοσης «Poesia e poetica di Andonis Fostieris» (Ποίηση και ποιητική του Αντώνη Φωστιέρη) με την επιμέλεια του Ιταλού νεοελληνιστή Κριστιάνο Λουτσιάνι και τη συνεργασία του ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Παππά. Περιέχει ενενήντα πέντε ποιήματα και σημαντικές κριτικές, με αντικείμενο το έργο, το ύφος και την έμπνευση του ποιητή. Η ποιητική παραγωγή του Φωστιέρη έχει μεταφραστεί και εκδοθεί, μεταξύ των άλλων, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ισπανία. Συμπεριλαμβάνεται, παράλληλα, στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λυκείου και για το έργο του, έχει αποσπάσει σειρά βραβείων. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, συνάντησε τον ποιητή λίγο μετά την επιτυχημένη παρουσίαση της Αιώνιας Πόλης. Στη συζήτηση που ακολουθεί, ζητήσαμε να μάθουμε την άποψή του για τον ρόλο της ποίησης στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, για τη μετάφραση της ποιητικής δημιουργίας και τις προκλήσεις που εμπεριέχει, όπως και για το πώς αισθάνθηκε, ερχόμενος σε επαφή με τους Ιταλούς αναγνώστες.
-Ζούμε σε μια κρίσιμη, δύσκολη περίοδο, με πολέμους, εντάσεις και σημαντικές απειλές. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να προσφέρει η ποίηση, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο;
Η αλήθεια είναι ότι η ερώτηση του Χέλντερλιν «Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μια μίζερη εποχή;» φαίνεται πως είναι πάντα επίκαιρη, γιατί κάθε εποχή είναι λίγο-πολύ μίζερη, ή τουλάχιστον πιστεύει πως είναι. Και αν οι ποιητές μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι τόσο χρήσιμοι, όμως η δική σας ερώτηση αφορά στην ποίηση, οπότε η διαφορά είναι κρίσιμη. Η ποίηση, λοιπόν, νομίζω ότι έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πολλά, καταρχάς σε ατομικό επίπεδο, αρκεί να της το ζητήσει κανείς. Θα έλεγα, καταφεύγοντας σε μια φαινομενική ταυτολογία, ότι η ποίηση είναι χρήσιμη σε αυτούς που την χρειάζονται. Εννοώ ότι προϋπόθεση για να αποκομίσεις κάποιο όφελος από αυτήν είναι να προστρέξεις ο ίδιος οικειοθελώς προς εκείνη. Και το όφελος είναι η διάνοιξη του πνευματικού σου ορίζοντα, το τρόχισμα της ευαισθησίας, η καλλιέργεια της αισθητικής, ο σεβασμός στη λεπτομέρεια, η αγάπη της ομορφιάς σε κάθε της έκφανση, η ένταση και η ευφορία από τη συνειδητή επαφή σου με τον περιβάλλοντα κόσμο και με τον εσωτερικό σου εαυτό. Σε συλλογικό επίπεδο, η επιρροή της ποίησης, της λογοτεχνίας ολόκληρης και της Τέχνης στο σύνολό της, φοβάμαι ότι είναι μόνο έμμεση, καθώς περνάει μέσα από την μακρόσυρτη καλλιέργεια της κάθε ατομικότητας, που θεωρητικά μπορεί να επηρεάσει αλυσιδωτά κάποια στιγμή τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Βέβαια, υποτίθεται ότι «μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί», αλλά τέτοιου είδους ζυμώσεις έχουν επιχειρηθεί πολλές ανά τους αιώνες, με το θλιβερό αποτέλεσμα να είναι αυτό που βλέπουμε όλοι σήμερα γύρω μας.
– Η μετάφραση της ποίησης θέτει επιπλέον προβλήματα, ιδίως όταν γίνεται από την ελληνική γλώσσα, που είναι πλουσιότατη και άκρως «ποιητική». Θεωρείτε ότι πρόκειται για «εμπόδιο» που μπορεί να ξεπεραστεί με δημιουργική προσέγγιση;
Δεν ξέρω αν όντως η ελληνική γλώσσα δημιουργεί επιπλέον προβλήματα στη μετάφραση, ή μήπως τέτοιου είδους δυσκολίες προκύπτουν στη μεταφορά από οποιαδήποτε γλώσσα προς οποιαδήποτε άλλη. Πάντως, πέρα από αυτό που ονομάζουμε συνήθως «γλώσσα της ποίησης», ας μην ξεχνάμε πως υπάρχει και η «ποίηση της γλώσσας», της κάθε γλώσσας, με την έννοια ότι το ίδιο το λεξιλόγιο αλλά ακόμα και η απλούστερη χρήση της καθημερινής, κοινόχρηστης ομιλίας, ενσωματώνουν και υλοποιούν πολύ συχνά μια ποιητική πρόσληψη της υλικής πραγματικότητας στην οποία αναφέρονται. Αυτήν ακριβώς την πρόσληψη επιχειρεί, σε ένα δεύτερο επίπεδο, να δραστηριοποιήσει και να αξιοποιήσει ο ποιητικός λόγος, ως μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Ήδη, δηλαδή, η πρωτότυπη ποίηση αποτελεί προϊόν διαδοχικών «μεταφράσεων»: από τον υλικό κόσμο προς τον νοητικό, κατόπιν από αυτόν προς τον κόσμο της κοινής γλώσσας και, στη συνέχεια, από αυτόν προς τον κόσμο του έντεχνου λόγου. Η μετάβαση τώρα από τον έντεχνο ποιητικό λόγο μιας γλώσσας προς εκείνον μιας άλλης συνιστά ένα τολμηρό άλμα στο κενό, όπου καίριο ρόλο διαδραματίζει η «δημιουργική προσέγγιση» που αναφέρατε, προκειμένου το αρχικό ποίημα να μεταμορφωθεί σε ένα καινούργιο, με αυτόνομη αισθητική αξία. Ο Ρόμπερτ Φροστ είχε αποφανθεί ότι «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», ενώ, στο άλλο άκρο, ο Γιόζεφ Μπρόντσκι ότι «ποίηση είναι αυτό που κερδίζεται στη μετάφραση». Ενδεχομένως και οι δύο να έχουν δίκιο, με την άποψη του καθενός να κρίνεται στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση και όχι ως αξίωμα γενικής ισχύος.
– Πώς καταφέρνετε να έχετε ακόμη αστείρευτη έμπνευση, μετά από πάνω από πενήντα χρόνια σημαντικής παρουσίας στον χώρο της ελληνικής ποίησης;
Ευχαριστώ για τη βεβαιότητα που εκφράζετε ως προς την αστείρευτη ροή της έμπνευσης, αλλά τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση η έμπνευση δεν θυμάμαι να υπήρξε ποτέ αείρροη. Αυτό φαίνεται και από το ότι, μέσα στις τόσες δεκαετίες ενασχόλησής μου με την ποίηση, η συνολική συγκομιδή είναι σχετικά μικρή σε ποσότητα, μοιρασμένη σε δέκα συλλογές που τώρα συναποτέλεσαν τον συγκεντρωτικό τόμο «Άπαντα τα ποιήματα 1970-2020». Η ποίηση (ή, για να είμαι πιο ακριβής, η μορφή της ποίησης που με ελκύει) είναι από τη φύση της μινιμαλιστική. Αγαπάει τη συστολή, την περιστολή, την σύμπτυξη και την απόσταξη, αποφεύγει την περιγραφική αφήγηση και αποστρέφεται τη ρητορεία. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η έμπνευση -αυτή δηλαδή η ρομαντική μετωνυμία του συναισθηματικού ή διανοητικού αρχικού ερεθίσματος- χτυπάει συχνά την πόρτα μας, καλό είναι να κάνουμε πρώτα ένα προσεκτικό face control πριν την ανοίξουμε διάπλατα. Ούτως ή άλλως, η συγκίνηση, η ένταση και η ευφορία της ποίησης υφίστανται και ερήμην της γλώσσας, ερήμην των ποιημάτων. Την ποίηση μπορεί κανείς να την μεταστοιχειώνει μερικές φορές σε λόγο, αλλά πολύ περισσότερο μπορεί να την αφομοιώνει, ανά πάσα στιγμή, ως αίσθηση και ως τρόπο θέασης του κόσμου, ως τρόπο βίωσης της ίδιας της ζωής.
– Πώς ήταν η άμεση σχέση με το ιταλικό κοινό και, γενικότερα, πώς νιώθετε όταν τα ποιήματά σας παρουσιάζονται σε αναγνωστικό κοινό ξένων χωρών;
Είτε το κοινό μιας ποιητικής βραδιάς είναι ελληνικό είτε ιταλικό είτε οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας, η επαφή και η ατμόσφαιρα είναι περίπου ίδιες, καθώς πρόκειται πάντα για ένα παρόμοιο κοινό, αυτό που εκδηλώνει ένα ιδιαίτερο και ζωηρό ενδιαφέρον για την ποίηση. Ένα κοινό που, με ποσοτικά και αριθμητικά κριτήρια, είναι παντού συγκριτικά μικρό σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, όμως παραμένει πιστό, συνειδητό και παθιασμένο. Δεν συντάσσομαι καθόλου με τη διαδεδομένη άποψη ότι η σημερινή εποχή είναι αντιποιητική και ότι η ποίηση αφορά μικρότερο ακροατήριο από ό,τι σε παλαιότερες εποχές. Αντίθετα, βλέπω ότι διαρκώς περισσότεροι αναγνώστες στρέφονται προς τον ποιητικό λόγο, περισσότεροι νέοι ποιητές κάνουν την εμφάνισή τους και περισσότερες συλλογές εκδίδονται από χρονιά σε χρονιά. Για να επιστρέψω στον πυρήνα της ερώτησής σας, θα απαντήσω ότι η πρόσφατη εκδήλωση στη Ρώμη, στην οποία παρουσιάστηκε το πολυσέλιδο βιβλίο που εκπόνησε ο καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Ρώμης Κριστιάνο Λουτσιάνι σε συνεργασία με τον Έλληνα ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Παππά, ήταν εξαιρετική. Αλλά και η ανταπόκριση του κοινού ήταν ενθουσιώδης, αληθινά συγκινητική. Το βιβλίο αυτό -που έχει τίτλο «Ποίηση και ποιητική του Αντώνη Φωστιέρη» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΤΡ- διαθέτει πολλές αρετές και υποδειγματική δομή: περιέχει 97 ποιήματα από όλες τις συλλογές μου (στο πρωτότυπο και σε μετάφραση), εισαγωγή, χρονολόγιο, εργογραφία, επιλεγμένα κριτικά κείμενα, ένα δοκίμιο και μία συνομιλία γύρω από την ποίηση, ακόμη και ευρετήριο πρώτων στίχων, δίνοντας έτσι μια χρηστική, ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα στον Ιταλό αναγνώστη.