Σαρωτικός, έτοιμος να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, αλλά και να τραντάξει τη μεγάλη οθόνη από τα γέλια, αποσύροντας στο δευτερόλεπτο το περίφημο βλοσυρό βλέμμα του, έχοντας αυτή τη μεγαλειώδη χάρη της απαράμιλλης εκφραστικότητας και την ανάδειξη της εσωτερικότητας ενός χαρακτήρα. Ο Άλμπερτ Φίνεϊ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το συνώνυμο του free cinema, όταν το αγγλικό σινεμά έσπαγε τις αλυσίδες με τη ριζοσπαστική και σχεδόν βίαιη αντίδραση στον βρετανικό συντηρητικό κινηματογράφο των λογοτεχνικών μεταφορών, των λιμναζόντων νερών, του ακαδημαϊκού ύφους. Ταυτόχρονα, όμως, με το πέρασμα του χρόνου και ένας ηθοποιός που καταξιώθηκε και σε ταινίες ευρείας κλίμακας, ακόμη και του εμπορικού κινηματογράφου, λαμβάνοντας θέση, πολλές φορές και πίσω από τον πρωταγωνιστή ή την πρωταγωνίστρια, για να στηριχθεί πάνω του το οικοδόμημα μίας ταινίας.
Ο Φίνεϊ, με τις ερμηνείες του θα μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, παρότι δεν κέρδισε ποτέ το Όσκαρ αν και είχε προταθεί πέντε φορές. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που η Αμερικάνικη Ακαδημία αγνοεί έναν μεγάλο ηθοποιό ή που τιμωρεί έναν ατίθασο χαρακτήρα. Αυτό, όμως, έχει μικρή σημασία γιατί ο Άγγλος ηθοποιός, με την ταπεινή καταγωγή, τον εκρηκτικό χαρακτήρα, τις πάμπολλες ασωτίες του και το ασυμβίβαστο πνεύμα του, θα προκαλούσε πάντα μία γοητευτική ανυπομονησία στους θαυμαστές του, περιμένοντας να τον δουν να εισβάλλει σε μια ταινία, ακόμη και ως δευτεραγωνιστής.
Ο Άλμπερτ Φίνεϊ, είχε την άνεση, για την ακρίβεια το χάρισμα, να εκτείνεται σε τεράστια γκάμα χαρακτήρων, να παίζει με το κύρος του και βεβαίως να καθηλώνει στο πέρασμά του τα πάντα, με τη βροντώδη φωνή του, τα αστραφτερά του μάτια, το μεγάλο στόμα που στολιζόταν από τα σαρκώδη χείλια του. Ένας τεράστιος ηθοποιός που υπηρέτησε όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά είδη, πέρα από το νέο βρετανικό κύμα, για το οποίο υπήρξε εκτός από ερμηνευτής του και χορηγός του, βοηθώντας οικονομικά νέους αναδυόμενους – και στη συνέχεια σπουδαίους – σκηνοθέτες.
Συμπληρώνοντας πέντε χρόνια από τον θάνατό του (7 Φεβρουαρίου 2019), θα θυμηθούμε την πορεία του στον κινηματογράφο, αλλά και την ατάσθαλη ζωή του και φυσικά τις καλύτερες ερμηνείες του, που σημάδεψαν τους σινεφίλ και άλλαξαν καθοριστικά τον μεταπολεμικό βρετανικό κινηματογράφο.
«Άγριο νιάτο»
Ο Άλμπερτ Φίνεϊ γεννήθηκε στις 9 Μαΐου του 1936 στο εργατικό Σάλφορντ, στα περίχωρα του Μάντσεστερ και ήταν γιος ενός πράκτορα στοιχημάτων – τι σύμπτωση, το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του στενού φίλου του Πιτερ Ο’Τουλ. Δεν ήταν όμως τόσο φτωχός, αν και υπήρξε «άγριο νιάτο», κάτι που του έδωσε αργότερα την άνεση του μπροστάρη στο free cinema. Θα σπουδάσει, μαζί με τον Πίτερ Ο’ Τουλ και τον Άλαν Μπέιτς, στη Royal Academy of Dramatic Arts, απ’ όπου θα αποκομίσει τις βάσεις της υποκριτικής και στη συνέχεια ενός πετυχημένου σαιξπηρικού ηθοποιού, πριν πατήσει το πόδι του στα κινηματογραφικά πλατό.
Η βόμβα του… free cinema
Θα κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1960, καθώς θα σκάσει σαν βόμβα δίπλα σε έναν θρύλο εν ζωή, τον Λόρενς Ολιβιέ, στο υπέροχο δραματικό μιούζικαλ «Entertainer» του Τόνι Ρίτσαρντσον, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί νωρίτερα και στο θέατρο. Λίγους μήνες μετά θα πρωταγωνιστήσει για πρώτη φορά στο αριστουργηματικό ντεμπούτο του Κάρελ Ράιζ «Σάββατο Βράδυ, Κυριακή Πρωί», το οποίο όρισε το ύφος του νέου κύματος. Ένα συγκλονιστικό δράμα στο οποίο ο Φίνεϊ ενσαρκώνει με μοναδική ένταση και ρεαλισμό τον χαρακτήρα του οργισμένου νεαρού εργάτη, αποσπώντας και ένα βραβείο BAFTA. Τρία χρόνια μετά και πάλι υπό την καθοδήγηση του Ρίτσαρντσον, του εμβληματικού σκηνοθέτη του free cinema, θα πρωταγωνιστήσει στο «Tom Jones», δίνοντάς του την ευκαιρία να αποδείξει το εύρος του ταλέντου του και να μπει για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για Όσκαρ, υποδυόμενος έναν καλόκαρδο νεαρό άντρα, που ρίχνεται με πάθος στις χαρές της ζωής.
Και Σκρουτζ και Πουαρό
Το 1967 θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στην Όντρεϊ Χέπμπορν στην έξοχη δραματική κομεντί «Δύο για το Δρόμο», σε σκηνοθεσία Στάνλεϊ Ντόνεν, ενώ έπειτα από αρκετές καλές παρουσίες, θα παίξει το 1970 στον πιο διάσημο «Σκρουτζ» του σινεμά, κρατώντας τον ομώνυμο ρόλο. Για να έρθει το 1974 και να κάνει μία από τις πλέον εμπορικές επιτυχίες του, πρωταγωνιστώντας ως Ηρακλής Πουαρό, στην ταινία μυστηρίου «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές», πλαισιωμένος από ένα πρωτοκλασάτο καστ, από Λορίν Μπακόλ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Βανέσα Ρεντγκρέιβ μέχρι Σον Κόνερι, Τζον Γκίλγουντ και Άντονι Πέρκινς και σε σκηνοθεσία του μεγάλου μάστορα Σίντνεϊ Λιούμετ.
Με τον Τζον Χιούστον
Μπαίνοντας στη λίστα με τα πιο καυτά ονόματα του σινεμά, θα γίνει περιζήτητος και στο Χόλιγουντ, στο οποίο δεν θα αρνηθεί να δώσει λίγο από το πηγαίο υποκριτικό του ταλέντο. Δεκάδες οι αξιομνημόνευτοι ρόλοι του, είτε στο Χόλιγουντ είτε στη χώρα του. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Ας σταθούμε μόνο στην παραγνωρισμένη και υποτιμημένη δραματική περιπέτεια του Τζον Χιούστον «Κάτω από το Ηφαίστειο», που γυρίστηκε το 1984 στο, αγαπημένο του σκηνοθέτη, Μεξικό. Ο Φίνεϊ θα παραδώσει την απόλυτη σπαρακτική ερμηνεία, για έναν Βρετανό διπλωμάτη, που βρίσκεται στα κάτω του, ενός συντετριμμένου και αυτοκαταστροφικού άνδρα που δεν μπορεί να αντέξει την απώλεια της γυναίκας που αγάπησε, αλλά και τα νέα ήθη, τη φαιδρότητα της εποχής και αποφασίζει να προχωρήσει κατ’ ευθείαν πάνω στο θάνατο. Ο Φίνεϊ μπορεί να χάνει για μια ακόμη φορά το Όσκαρ, αλλά θα μείνει για πάντα στη μνήμη όλων των σινεφίλ με την αφοπλιστικά συνταρακτική ερμηνεία του, που εξαφανίζει οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό, οτιδήποτε υπάρχει στα υπέροχα πλάνα του Χιούστον.
Τα ποτά και η παλιοπαρέα
Ο Άλμπερτ Φίνεϊ, που δεν σνόμπαρε ποτέ τις ταινίες για το ευρύ κοινό, θα έχει μια άστατη ζωή, θα πιει όσα δεν κατάφερε ούτε ο Τζον Χιούστον, θα αποτελέσει μέρος της περίφημης παρέας των «εντιμότατων φίλων» Πίτερ Ο’ Τουλ, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Ρίτσαρντ Χάρις και Όλιβερ Ριντ, γνωστής και ως «rat pack», που οι τρέλες της θα ξαφνιάσουν ακόμη και τους μυημένους. Θα παντρευτεί τρεις φορές, μεταξύ των οποίων και τη διάσημη ηθοποιό Ανούκ Εμέ, θα αποκτήσει ένα γιο, από τον πρώτο του γάμο, ενώ θα αρνηθεί οποιαδήποτε τιμή από το Βρετανικό Στέμμα, το οποίο δεν εκτίμησε ποτέ.
Θα ανακαλύψει ότι πάσχει από καρκίνο στο νεφρό το 2001, ενώ έπειτα από οχτώ χρόνια θα αφήσει την τελευταία του πνοή, ταλαιπωρημένος από την ασθένεια. Αφήνοντας πίσω του μια βαριά ερμηνευτική κληρονομιά, την ατίθαση προσωπικότητά του, το βλοσυρό βλέμμα του προς τα «καθάρματα» που βρίσκονται δίπλα μας. Και συναντώντας, εκεί που πήγε, την παλιοπαρέα ίσως και καλύτερα ποτά…
Χ. Αναγνωστάκης