Η διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας βρέθηκε στο επίκεντρο παρέμβασης του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου, σε εκδήλωση της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ) με θέμα, «Ενισχύοντας την Ελλάδα με Δεξιότητες για ένα Βιώσιμο Μέλλον». Μαζί του, στο ίδιο τραπέζι, ήταν ο διοικητής της ΔΥΠΑ και εθνικός συντονιστής δεξιοτήτων Σπύρος Πρωτοψάλτης, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι.
Κατ’ αρχάς, «στην Ελλάδα, το Υπουργείο Εργασίας, η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης, έχουμε την τύχη να έχουμε πλέον πολύ σημαντικούς πόρους […] για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε την ανάκαμψη της οικονομίας που την βλέπουμε να τρέχει με ταχύτερους ρυθμούς από την υπόλοιπη Ευρώπη και που όμως κινδυνεύει να μείνει από καύσιμα αν δεν έχουμε το κατάλληλα καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό».
Σύμφωνα με τον Ά. Σκέρτσο, «αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει να διαχειρισθεί μια ευκαιρία και μια πρόκληση: η ευκαιρία είναι ότι η οικονομία μας αναπτύσσεται, η Ελλάδα έχει ανακτήσει την επενδυτική αξιοπιστία και βαθμίδα, είναι ένας επενδυτικός προορισμός. Καλούμε τους διεθνείς και τους Έλληνες επενδυτές να επενδύσουν περισσότερο στη χώρα μας. Αυτό πιστοποιείται από τα νούμερα, τους ρυθμούς ανάπτυξης, από τη ραγδαία μείωση της ανεργίας. Όμως, έχει να διαχειρισθεί και μια πρόκληση» συμπλήρωσε -και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι «διαχρονικά, δεν τα πηγαίνουμε και τόσο καλά ως αγορά εργασίας, ως οικονομία και ως δημόσια διοίκηση για να κάνουμε αυτή τη διασύνδεση μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και των δεξιοτήτων που έχει το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας».
Κατά συνέπεια, συνέχισε, «πρέπει να τρέξουμε ταχύτερα, να γίνουμε καλύτεροι, να ακούσουμε περισσότερο τις ανάγκες που έχει η αγορά εργασίας, να γίνει πιο εξωστρεφής η δημόσια διοίκηση, η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης, η οποία έχει υποστεί ένα σημαντικό μετασχηματισμό τα τελευταία 2-3 χρόνια. Έχει μεταρρυθμιστεί, πέρα από το όνομα που έχει αλλάξει» επεσήμανε , θυμίζοντας ότι λεγόταν ΟΑΕΔ μέχρι πριν από δύο χρόνια.
Και, «με τον νόμο μας “δουλειές ξανά” έχει μετονομασθεί σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. Ο ΟΑΕΔ δυστυχώς τα προηγούμενα χρόνια πιο πολύ τον βλέπαμε ως έναν οργανισμό επιδομάτων και ανεργίας, και λιγότερο ως έναν οργανισμό που ασχολείται με την απασχόληση και την κατάρτιση, με το πώς θα εντάξουμε στην αγορά εργασίας περισσότερους ανθρώπους και πώς θα τους βγάλουμε από την παγίδα της ανεργίας, της εξάρτησης από τα επιδόματα» επεσήμανε εξ άλλου.
Όμως, διευκρίνισε, «έχουμε μπροστά μας πολλή δουλειά, η Ελλάδα έχει να διαχειρισθεί κάποια ακόμη προβλήματα και διαρθρωτικές αδυναμίες. Το γεγονός ότι έχουμε σημαντικό μέρος του ενεργού ηλικιακά πληθυσμού εκτός της αγοράς εργασίας σε τρεις βασικές ομάδες, τους νέους, τις γυναίκες και τους ανθρώπους που είναι από 55 ετών και άνω, (αυτό) είναι ένας πρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας. Τα προγράμματα κατάρτισης πρέπει να στοχεύσουν ακόμη περισσότερο, ακόμη πιο εμφατικά σε αυτές τις τρεις ομάδες, νέους, γυναίκες ή εργαζομένους/ανέργους άνω των 55 ετών, ώστε να εναρμονίσουν τις δεξιότητές τους με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Και, «φυσικά να συνεργασθούμε πολύ πιο στενά με την επιχειρηματική κοινότητα κάθε μεγέθους, με τους φορείς εκπροσώπησης. Να μπούμε σε μια διαρκή συζήτηση μαζί τους, να κατανοήσουμε τι ανάγκες έχουν. Πώς μετασχηματίζεται η οικονομία και η τεχνολογία, ποιες οι νέες θέσεις εργασίας».
Χαρακτηρίζοντας δε, πολύ σωστό αυτό που ανέφερε στο προηγούμενο τραπέζι ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς, ότι «οι θέσεις είναι αυτές που κυνηγούν τους ανθρώπους και τις δεξιότητες», ο υπουργός Επικρατείας συμπέρανε: «Πρέπει να το καταλάβουμε καλά, ότι πρέπει να διασυνδέσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά το εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν είναι μόνο η ΔΥΠΑ που κάνει τη δουλειά αυτή, είναι και η τακτική εκπαίδευσή μας, η επαγγελματική εκπαίδευση που παρέχεται από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα» και η οποία επίσης «έχει μετασχηματισθεί, έχουν γίνει πολλές σημαντικές αλλαγές τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο στόχος είναι αυτός ακριβώς: να ακούσουμε περισσότερο, να γίνουμε πιο ανοιχτοί στις συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα και να εξοπλίζουμε μέσα από τους πόρους και τα προγράμματα που διαθέτουμε, το ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες».
Σε επόμενο σημείο της συζήτησης, σε προσωπικό τόνο, ο Ά. Σκέρτσος είπε πως ο ίδιος είναι ενεργός εργασιακά περίπου 25 χρόνια, έχει αλλάξει έως τώρα εννιά δουλειές. «Στον εργασιακό βίο του καθενός μας, η εναλλαγή επαγγελματικών ρόλων είναι ο κανόνας. Σε παλιότερες γενιές έμπαινες σε μια δουλειά και έβγαινες από αυτήν ή το πολύ σε δύο. Αυτό πλέον δεν ισχύει, συνεπώς πρέπει να εξελισσόμαστε, η κινητικότητα στην αγορά εργασίας είναι στοιχείο της σύγχρονης οικονομίας της γνώσης. Επομένως οι ίδιοι πρέπει να μαθαίνουμε περισσότερα πράγματα. Αλλά ταυτόχρονα αλλάζουν και οι τεχνολογικές εξελίξεις, τα τεχνολογικά δεδομένα. Αλλάζουν οι ίδιες οι ανάγκες των επιχειρήσεων. Πρέπει να προσαρμοζόμαστε για να μπορούμε να κρατάμε το γνωστικό επίπεδό μας σε αυτό το οποίο απαιτεί και η αγορά».
Αυτό, σύμφωνα με τον ομιλητή, «βάζει με τη σειρά του, ως ένα ζητούμενο στη δημόσια διοίκηση, τις υπηρεσίες όπως είναι η ΔΥΠΑ να παρέχουν αυτά τα προγράμματα, ώστε να βοηθιούνται οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις. Η Ελλάδα, στα ζητήματα της ενδο-επιχειρησιακής κατάρτισης, επίσης είναι πολύ χαμηλά» αναγνώρισε δε και προσέθεσε: «Και εκεί πρέπει να κάνουμε βήματα, και οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα να επενδύσουν και ιδιωτικούς πόρους μαζί με τους δημόσιους που ήδη προσφέρονται, για να βοηθήσουν τους εργαζομένους τους να εξελιχθούν και εντός του ίδιου εργασιακού περιβάλλοντος. Επομένως, να έχουμε να κάνουμε με μία ριζικά διαφορετική αγορά εργασίας που δεν πρέπει να μας φοβίζει». Και, στη συνέχεια, «είναι ένα μήνυμα που πρέπει εδώ να δώσουμε: η οικονομία και η τεχνολογία αλλάζουν με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από ό,τι στο παρελθόν, ωστόσο […] δεν χάνονται οι θέσεις εργασίας, μετασχηματίζονται. Ανοίγονται νέες ευκαιρίες, νέες δυνατότητες».
Όπως εξ άλλου υπογράμμισε αμέσως μετά, «υπολογίζουμε με βάση τα στοιχεία που βλέπουμε, ότι έως και μισό εκατομμύριο Έλληνες, διαφορετικών ηλικιών και προφίλ, θα μπορούσαν να βοηθηθούν από τέτοια προγράμματα – αυτός είναι και ο στόχος ο δικός μας, μέσα από το γενναίο πρόγραμμα χρηματοδότησης της ΔΥΠΑ αλλά όχι μόνον». Με απώτερο στόχο «να βοηθήσουμε και τους εργαζόμενους αλλά και τους ανέργους που έχουν μείνει για “χ”, “ψ” λόγους εκτός της αγοράς εργασίας το προηγούμενο διάστημα».
Άλλωστε, «δυστυχώς μέχρι και την κρίση χρέους η ελληνική οικονομία ήταν χτισμένη πάνω σε ένα μοντέλο κρατικοδίαιτης ανάπτυξης. Το εκπαιδευτικό σύστημα είχε φτιαχτεί με έναν τρόπο ώστε να δίνει πτυχία χωρίς αξία, χωρίς πραγματικό αντίκρυσμα στην επαγγελματική αγορά και τις ανάγκες της οικονομίας, με βασικό στόχο την είσοδο στο Δημόσιο. Αυτό είναι ένα μοντέλο το οποίο κατέρρευσε οικονομικά, πολιτικά, αξιακά. Δεν υπηρετεί τις ανάγκες ούτε της κοινωνίας ούτε της οικονομίας ούτε του κράτους ούτε, τελικά, τις ίδιες τις ανάγκες των ανθρώπων. Οι άνθρωποι θέλουμε να είμαστε παραγωγικοί, δημιουργικοί, να συνδεόμαστε καλύτερα με αυτό που πραγματικά μας ικανοποιεί και, αν γίνεται, να βγάζουμε και λεφτά από αυτό».
Μάλιστα, «το εκπαιδευτικό σύστημα σε αυτό πρέπει να οδηγεί από τις μικρότερες τάξεις μέχρι την αποφοίτηση από το Λύκειο και μετά, στη μεταλυκειακή εκπαίδευση. Να σε φέρνει σε επαφή με αυτό που πραγματικά είσαι και να ανακαλύπτεις τις πραγματικές σου δεξιότητες. Άρα έχει να γίνει δουλειά και στη βασική εκπαίδευση, στο να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά καλύτερα στο να καταλαβαίνουν ποιοι είναι οι ίδιοι, τι τους ικανοποιεί περισσότερο, μέσα από ποιες δραστηριότητες αισθάνονται καλύτερα. Να κάνουν τη σωστή επιλογή ως προς την επαγγελματική επιλογή, είτε μέσω της γενικής είτε μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Δεν αποτελεί κανένα στίγμα το να διαλέγεις μια τεχνική εκπαίδευση» υπογράμμισε.
«Εν κατακλείδι, δεν μπορούμε να έχουμε μια οικονομία που αναπτύσσεται, που είναι διεθνώς ανταγωνιστική, που επενδύει και στην καινοτομία και τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες και τον πρωτογενή τομέα χωρίς να έχουμε ουσιαστική επένδυση στην εκπαίδευση που παράγει αυτές τις δεξιότητες και επαγγέλματα. Δεν μπορούμε να είμαστε μια οικονομία της μονοκαλλιέργειας που αναπτύσσεται μόνο μέσω ενός τομέα, αυτό έχει πολύ συγκεκριμένα όρια και σίγουρα δεν οδηγεί σε μια συνεκτική δυναμική και βιώσιμη ανάπτυξη» υπογράμμισε. Σε κάθε περίπτωση, τέλος, «μια σωστή αγορά εργασίας πρέπει να έχει προφανώς τους ανθρώπους που έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες, πρέπει να έχει ικανοποιητικούς μισθούς, πρέπει να έχει προστασία της εργασίας και των εργαζομένων. Να υπάρχουν όσο το δυνατόν λιγότερα φαινόμενα αδήλωτης εργασίας, κατάχρησης των εργαζομένων. Πρέπει να ενσωματώνει τις τεχνολογικές εξελίξεις, να έχει ένα σωστό, σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο. Όλα αυτά είναι στοιχεία της δικής μας πολιτικής για την αγορά εργασίας» διαβεβαίωσε, κλείνοντας, ο υπουργός Επικρατείας.
Ν. Παπ.