Η συμβουλή είναι σαν το χιόνι: όσο πιο απαλά πέφτει, τόσο περισσότερο κρατάει και τόσο πιο βαθιά μπαίνει στο μυαλό. Samuel Taylor Coleridge 1772-1834, Άγγλος ποιητής & φιλόσοφος

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ορμητική νεότητα, τιμημένα γηρατειά, Έιμι Γουάινχαουζ και Ελευσίνιοι

11 Απριλίου, 2024

  Μία αρκετά καλή εβδομάδα υπόσχονται οι περισσότερες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα απόψε, αν και οι εταιρείες διανομής συνεχίζουν να επιμένουν στην υπερπροσφορά τίτλων. Ξεχωρίζουν τα φιλμ «Για Πάντα Νέοι» της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, με την Νάντια Τερερσκίεβιτς, «Τοτέμ» της Μεξικάνας Λίλα Αβιλές, «Τα Μαθήματα της Μπλάγκα» του Στέφαν Κομαντάρεφ και «Back to Black», μία βρετανική βιογραφία για την Έιμι Γουάινχαουζ. Επίσης, προβάλλονται το τεράστιου ενδιαφέροντος ντοκιμαντέρ «Οι Ελευσίνιοι» του Φίλιππου Κοτσάφτη, η διαφορετική όσο και διασκεδαστική ταινία τρόμου «Στενές Επαφές με τον Διάβολο», η συνέχεια του γνωστού φραντσάιζ «Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου» και το animation της εβδομάδας «Ο Χορός των Φαντασμάτων».

   Για Πάντα Νέοι

   (“Les Amandiers”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, με τους Νάντια Τερεσκίεβιτς, Λουί Γκαρέλ, Σοφιάν Μπενασέρ, Λένα Γκαρέλ, Σουζάν Λιντόν κα.

   Η ζωή μιας ομάδας νεαρών παιδιών, που έχουν όνειρο να γίνουν ηθοποιοί. Στη Γαλλία του ’80 και μέσα από τη δραματική σχολή Les Amandiers, που ίδρυσε ο Πατρίς Σερό, μία σπουδαία προσωπικότητα του θεάτρου και του σινεμά. Μια σχολή, στην οποία σπούδασε η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, για να γίνει μία αξιόλογη και ιδιαίτερης ευαισθησίας ηθοποιός, μέχρι να εισβάλει στον χώρο του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, όπου διακρίνεται για την έμπνευσή της, αλλά και την έλλειψη αυτοσυγκράτησης.

   Η Τεντέσκι θα περιορίσει την υπερβολή που τη διακρίνει σε αυτή την αυτοβιογραφική της ταινία, αναδεικνύοντας τολμηρά και με ειλικρίνεια, τις αγωνίες των νέων ανθρώπων, που θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη νορμάλ ζωή, για να μπουν στην περιπέτεια του θεάτρου, αν και ορισμένες φορές φαίνεται να αγνοεί επιδεικτικά την πραγματική ζωή εκεί έξω.

   Με βασικό σκηνικό τη δραματική σχολή του Σερό, το στόρι περιγράφει τη ζωή της Στέλλας, η οποία θα ενταχθεί σε αυτή. Μια πανέμορφη κοπέλα, σαν αναγεννησιακός πίνακας, παθιασμένη, φιλόδοξη και θαρραλέα, που κρύβει όμως τη μεγαλοαστική καταγωγή της. Εκεί θα συναντήσει τους νέους συμφοιτητές της, που αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα και τις προκλήσεις της τέχνης τους. Μαζί τους και ο Ετιέν, ο «Μάρλον Μπράντο» της τάξης, μόνιμα βλοσυρός, που ξοδεύει το ταλέντο του στην ηρωίνη. Η Στέλλα θα τον ερωτευθεί, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίσει και το «θηρίο» Πατρίς Σερό, τον αυστηρό, δύστροπο, αλλά και οραματιστή δάσκαλο, που έχει αδυναμία στην κοκαΐνη και στα νεαρά αγόρια της σχολής.

   Εξαιρετική ανασύσταση της εποχής, της τρέλας και του πνεύματος ελευθερίας που τη διέπει, είτε στη ζωή είτε στην τέχνη και φυσικά στον έρωτα, που απειλείται από κάτι καινούργιο και ιδιαιτέρως απειλητικό, το AIDS.

   Δραματικά μετρημένη, η ταινία έχει τις απολαυστικές και ξεκαρδιστικές στιγμές της και φυσικά βγάζει συγκίνηση, για την οικειότητά της και τη ζεστασιά της, υπενθυμίζοντας ακόμη και σε αυτούς που έχουν ξεχάσει, τι θα πει νεότητα, άγνοια φόβου, την πεποίθηση ότι μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, να ζήσεις στα άκρα, τα όνειρα, το πάθος και τον έρωτα…

   Ταυτόχρονα, η Τεντέσκι στήνει μία ενδιαφέρουσα πινακοθήκη χαρακτήρων, που κινεί με ενέργεια, γεμάτη αισιοδοξία και νεανικό ρυθμό, ζουμάροντας στα δροσερά πρόσωπα του πολυπρόσωπου καστ, του οποίου ηγείται η Νάντια Τερεσκίεβιτς, που η γεμάτη ζωντάνια ερμηνεία και η ομορφάδα της, την καθιστούν πλέον ως μία από τις πιο καυτές ηθοποιούς της νεότερης γενιάς.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στο Παρίσι, ένας θίασος νεαρών ηθοποιών έχει μόλις κερδίσει μια θέση στο Les Amandiers, μια επιφανή θεατρική σχολή όπου βρίσκεται επικεφαλής ο Πατρίς Σερό. Ξεκινούν τη νέα τους ζωή και τα πρώτα βήματα της καριέρας τους. Στην πορεία θα αποκτήσουν γνώσεις, θα αναλάβουν δράση, θα αγαπήσουν, θα νιώσουν φόβο, και θα ζήσουν στα άκρα -μόνο που θα βιώσουν επίσης και την πρώτη τους τραγική εμπειρία.

   Toτέμ

   (“Totem”) Δραματική ταινία, μεξικάνικης και γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Λίλα Αβιλές, με τους Ναΐμα Σεντίες, Μονσεράτ Μαρανιόν, Μαρισόλ Γκασέ, Ματέο Γκαρσία κα.

   Ανεπιτήδευτη συγκίνηση, σε ένα βαρύ δράμα, που ξεφεύγει, όμως, από τα καθιερωμένα, με την σκηνοθέτιδα Λίλα Αβιλές να στήνει ένα αισθητικό πανηγύρι, όπου κυριαρχεί η ζωντάνια, η ενέργεια, το σαγηνευτικό χάος της ζωής. Μέσα από την εξερευνητική ματιά της μικρής και αξιαγάπητης ηρωίδας, μιας σωστής ζουζούνας, που χώνεται σχεδόν παντού, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ο πολυαγαπημένος της πατέρας, μόλις τριάντα χρόνων, πεθαίνει, η κάμερα της Αβιλές φτιάχνει ένα περίτεχνο, λαϊκής αισθητικής και απλότητας, μωσαϊκό χαρακτήρων.

   Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο τελευταίο φεστιβάλ του Βερολίνου και έκανε μια θαυμαστή πορεία σε πάνω από 20 φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως κέρδισε την καρδιά του κοινού, με το ειλικρινές συναίσθημα που μεταδίδει, τα οικουμενικά μηνύματα που μεταφέρει, αν και ίσως σε ορισμένα μεγάλα τμήματα του υπεραναπτυγμένου κόσμου μοιάζουν παράταιρα.

   Ένας τριαντάχρονος, μετρά τις τελευταίες μέρες της ζωής του, πληγωμένος ανεπανόρθωτα από έναν επιθετικό και επώδυνο καρκίνο στα κόκαλα. Η μεγάλη οικογένειά του, αλλά και οι φίλοι του έχουν αποφασίσει, επί ευκαιρίας των γενεθλίων του, να τον αποχαιρετίσουν με μια μεγάλη γιορτή στο σπίτι των γονιών του. Το σπίτι, ανοίγει για τις προετοιμασίες και πρώτη καταφτάνει η μικρή του κόρη.

   Μέσα από τα μάτια της, θα παρακολουθήσουμε τις προετοιμασίες, αλλά και τις μικρές καθημερινές ιστορίες της οικογένειας. Τις αδελφές του 30χρονου, που τσακώνονται, τον πατέρα του που εκνευρίζεται από την ακαταστασία που επικρατεί, τη νοσοκόμα που φαίνεται να σηκώνει τα χέρια από τον γενικότερο χαμό που επικρατεί στο σπίτι, ενώ σιγά σιγά καταφτάνουν συγγενείς και φίλοι, συμφοιτητές του ασθενούς από τη σχολή Καλών Τεχνών, όλοι έτοιμοι να μοιραστούν τις αναμνήσεις τους από τον μελλοθάνατο.

   Με μία θαυμαστή δεξιοτεχνία, η κάμερα – ματιά της μικρής κόρης – εισβάλει στο σπίτι και μπαίνει παντού, παρακολουθώντας με ιδιαιτέρως κοντινά πλάνα όλα τα πρόσωπα του δράματος. Χωρίς καμία πένθιμη διάθεση, η κάμερα μπαίνει σαν ένα μαμούνι, που δεν αφήνει τίποτα ανενόχλητο σε ένα χαώδες σπιτικό, όπου, η κουζίνα, τα σαλονάκια, η αυλή, η τουαλέτα, σφύζει από ζωή, οι φωνασκίες και τα γέλια μπερδεύονται με τους ψιθύρους, εν αντιθέσει με το επερχόμενο θανατικό, για έναν αξιαγάπητο άνθρωπο. Εικόνες νοσταλγικές, που έχουν μια θέρμη και θυμίζουν πολλά από την ελληνική πραγματικότητα των δεκαετιών ’70 και ’80, όταν η εξωστρέφεια συνέπλεε με τη συμπόνια, τα σπίτια ήταν ανοιχτά, όπως και οι καρδιές.

   Το εκτεταμένο τράβελινγκ της Αβιλές, ειδικά μέσα στο σπίτι, δημιουργεί ένα αισθητικό πανδαιμόνιο, με δεδομένη και την ανακατωσούρα που επικρατεί σε όλα τα δωμάτια. Σε όλα; Όχι, γιατί υπάρχει και το υπνοδωμάτιο του 30χρονου, στο οποίο επικρατεί νεκρική σιωπή. Γιατί εντέλει, η ζωή δεν μπορεί να μπει σε κανόνες, δεν ελέγχεται, ακόμη και μέσω της απώλειας, που θα έπρεπε να μας συνθλίψει, θα μας δώσει ακόμη μία ανάσα να αντέξουμε. Γιατί το μοναδικό καταφύγιο στη ζωή είναι η αληθινή αγάπη, όπως της μικρής κόρης που εύχεται «ο πατέρας μου να μην πεθάνει ποτέ» και αφού απελευθερώσει τα δάκρια, θα μας λυτρώσει, καταλαβαίνοντας ότι τουλάχιστον αυτή βρήκε το δικό της τοτέμ, την ψυχή του πατέρα της.

   Οι ηθοποιοί, αν και έχουμε μια συγκεχυμένη εικόνα των προσώπων τους, μεταδίδουν την αντίφαση ενός πένθους και μιας γιορτής, λειτουργούν υποδειγματικά, βγάζοντας όλον τον ρεαλισμό ενός πολύβουου σπιτιού. Υπάρχει όμως και η 7χρονη Νάιμα Σαντίες, που κλέβει την παράσταση, με το αθώο και απορημένο βλέμμα της, την εκφραστικότητά της και φυσικά την πεποίθησή της ότι θα συνεχίσει τη ζωή της έχοντας πάντα δίπλα της τον αγαπημένο πατέρα της.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η επτάχρονη Σολ περνά τη μέρα στο σπίτι του παππού της, βοηθώντας στις προετοιμασίες ενός πάρτι-έκπληξη που διοργανώνεται για τον ετοιμοθάνατο πατέρα της.

   Τα Μαθήματα της Μπλάγκα

   (“Blaga’s Lessons”) Κοινωνικό δράμα, βουλγάρικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Στέφαν Κομαντάρεφ, με τους Έλι Σκόρτσεφα, Άσεν Μπλαντέτσκι, Γκερασίμ Γκεοργκίεφ κα.

   Ο Στέφαν Κομαντάρεφ, κλείνοντας την τριλογία του για την ηθική κατάπτωση στην Βουλγαρία, η οποία ακολουθεί πιστά, ίσως και πιο φανατικά από πολλές χώρες, κανόνες και αρχές, που στέλνουν πλήθος ανθρώπων στο περιθώριο, θα παραδώσει ένα συνταρακτικό κοινωνικό δράμα, που θα το συνδυάσει έξοχα με την εγκληματική φύση του ανθρώπου.

   Βλέποντας τη χώρα του, έπειτα από την κατάρρευση του αυστηρού κομμουνιστικού καθεστώτος, να ακολουθεί με πρωτοφανή ενθουσιασμό τον πιο ακραίο καπιταλισμό – η Βουλγαρία έχασε την ευκαιρία να γνωρίσει τον λεγόμενο «ευρωπαϊκό καπιταλισμό», με κοινωνική πρόνοια και αν μη τι άλλο μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης με το μεγάλο κεφάλαιο – , ο Κομαντάρεφ θα αναδείξει τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών και τις επιπτώσεις που έχουν επιφέρει στους οικονομικά ασθενέστερους και φυσικά στους πιο ευάλωτους, τους ηλικιωμένους, που πλέον θεωρούνται σχεδόν ένα βάρος που πρέπει να εξαλειφθεί.

   Η εβδομηντάχρονη Μπλάγκα, συνταξιούχος καθηγήτρια, έχει βυθιστεί στο πένθος λόγω της πρόσφατης απώλειας του συζύγου της. Το ενδιαφέρον της έχει πλέον επικεντρωθεί στο να προσφέρει ένα περίτεχνο μνήμα στον εκλιπόντα και έχει αρχίσει τα παζάρια, για να τον αποκτήσει. Όμως, όλα θα πάνε στραβά, όταν θα πέσει θύμα μίας τηλεφωνικής απάτης, χάνοντας όλες τις αποταμιεύσεις της. Η αγορά του τάφου, όπως τις λέει ο υπεύθυνος, ακολουθεί τους νόμους της αγοράς και πλέον φαίνεται απίθανο να τον αποκτήσει. Η Μπλάγκα, θα ταπεινωθεί περαιτέρω όταν η αστυνομία της ζητά να πει την ιστορία της σε ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο, σχετικά με τις τεχνικές που ακολουθούν οι απατεώνες. Και όχι μόνο, καθώς την επομένη θα δει το πρόσωπό της σε μία εφημερίδα με ακόμη έναν πιο υποτιμητικό τίτλο γι’ αυτήν. Έτσι, μέσα στην απελπισία της και αφού της αρνήθηκαν ένα μικρό δάνειο, έχοντας ενημερωθεί από την αστυνομία για τη δράση των απατεώνων, θα πάρει την απόφαση να περάσει απέναντι και να αρχίσει να συμμετέχει σε παρανομίες, όπως αυτή που έπεσε θύμα η ίδια.

   Ο Κομαντάρεφ, περισσότερο από μία ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας στην Βουλγαρία και ειδικά για την απαξίωση της ζωής των ηλικιωμένων – δεδομένης και της σχετικής υπερβολής που ακολουθεί την ιστορία – θα σκιαγραφήσει ζηλευτά έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα, μιας ασυμβίβαστης γυναίκας, που δεν το βάζει κάτω. Αλλά πάνω απ’ όλα θα αποτυπώσει δεξιοτεχνικά το κακό που φωλιάζει σε κάθε άνθρωπο, αλλά και πώς αυτό απελευθερώνεται ευκολότερα από το κοινωνικό γίγνεσθαι, τις κυρίαρχες λογικές και τις πολιτικές επιλογές, όπως το έχουμε δει στο έργο του σπουδαίου ανατόμου της ανθρώπινης φύσης Μίχαελ Χάνεκε.

   Ταυτόχρονα, όμως, ο σκηνοθέτης διατηρεί το σασπένς στα ύψη, όχι μόνο με τις μηχανορραφίες ή την εγκληματική δράση της Μπλάγκα, αλλά και με το ερώτημα αν το κίνητρό της είναι η εκδίκηση ή αν έχει γίνει πλέον μέρος του εγκλήματος.

   Η παλαίμαχη ηθοποιός Έλι Σκόρτσεφα, που επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη έπειτα από 30 χρόνια, δείχνει μία γνήσια ζωντάνια, ως φορέας της γνώσης και της ευαισθησίας, που στη σημερινή εποχή δεν εκτιμάται, δημιουργώντας μία αλησμόνητη περσόνα, κρατώντας στις πλάτες τις όλη την ταινία, που κέρδισε το Μέγα Βραβείο στο φεστιβάλ της Ρώμης, αλλά και τα βραβεία καλύτερης ταινίας και φυσικά ερμηνείας στο Κάρλοβι Βάρι.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η εβδομηντάχρονη Μπλάγκα, συνταξιούχος καθηγήτρια, έχει βυθιστεί στο πένθος λόγω της πρόσφατης απώλειας του συζύγου της. Όλη της η ύπαρξη έχει πλέον επικεντρωθεί στο να προσφέρει στον νεκρό ένα περίτεχνο μνήμα, ώσπου μια τηλεφωνική απάτη θα της κλέψει τις αποταμιεύσεις. Απεγνωσμένη, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, θα περάσει στην απέναντι όχθη: μεθοδικά, γίνεται και η ίδια απατεώνας.

   Back to Black

   (“Back to Black”) Βιογραφικό μουσικό δράμα, βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Σαμ Τέιλορ – Τζόνσον, με τους Μαρίσα Αμπέλα, Τζακ Ο’Κόνελ, Λέσλι Μάνβιλ, Έντι Μάρσαν, Τζούλιετ Κόουαν κα.

   Ο καταιγισμός βιογραφιών των τελευταίων χρόνων συνεχίζεται αν και πολύ λίγες φορές δικαιώνουν τις προσδοκίες. Η κινηματογραφική βιογραφία της αδικοχαμένης τραγουδίστριας, που έφτασε στην κορυφή από την πρώτη νεότητά της, αναμενόταν εδώ και χρόνια, αλλά οι όποιες προσπάθειες τελικά ναυαγούσαν, παρά το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον για την Έιμι Γουάινχαουζ.

   Τελικά, ο κλήρος έπεσε στην Βρετανίδα σκηνοθέτιδα Σαμ Τέιλορ – Τζόνσον, του «Όλοι θέλουν λίγη αγάπη» (βιογραφία για τον Τζον Λένον), έχοντας την εγγύηση του έμπειρου σεναριογράφου Ματ Γκρίνχαλγκ, που υπογράφει το στόρι.

   Η ιστορία για την Γουάινχαουζ ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ακόμη η μετέπειτα διάσημη τραγουδίστρια, ήταν ένα ανήσυχο κορίτσι που εμφανιζόταν ως μουσικός και ερμηνεύτρια της τζαζ στο βόρειο Λονδίνο. Η αναγνώριση για το κορίτσι με τα εκφραστικά μάτια και το μεγάλο στόμα, θα έρθει άμεσα και μέσα σε λίγα χρόνια θα βρεθεί στην κορυφή της μουσικής βιομηχανίας, βραβευμένη με Grammy για τραγούδια όπως το «Rehab» και το «Back to Blac», απ’ όπου και ο τίτλος της ταινίας. Μία νέα κοπέλα από ταπεινή οικογένεια, θα αποκτήσει απίστευτη φήμη, ενώ η βιομηχανία της μουσικής καταρτίζει σχέδια για το μέλλον της, αδιαφορώντας για τον χαρακτήρα της, τα δικά της «θέλω» για τη μουσική, τους δαίμονες που κουβαλά.

   Το καλογραμμένο σενάριο, που, ωστόσο, αποφεύγει τις κακοτοπιές και τα βαθύτερα αίτια μίας προδιαγεγραμμένης καταστροφής, συναντά την καλλιγραφική σκηνοθεσία της Σαμ Τέιλορ – Τζόνσον, η οποία μπορεί να είναι μία ακόμη θαυμάστρια της Γουάινχαουζ, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί, για να παραδώσει μία πιο διεισδυτική βιογραφία απ’ ότι η Wikipedia. Η συμβιβαστική προσέγγιση της βασανισμένης προσωπικότητας της τραγουδίστριας, με τον εθισμό της στο αλκοόλ να έχει φτάσει στο απροχώρητο, αλλά και οι σκοτεινές σχέσεις της με τις γιγαντιαίες εταιρείες, μένουν στο περιθώριο. Άλλωστε, αυτές οι εταιρείες, μαζί με τους κληρονόμους, συναίνεσαν για την παραγωγή της ταινίας. Οι πρώτες παραχωρώντας πολλές απ’ τις επιτυχίες της Γουάινχαουζ, οι δεύτεροι εξασφαλίζοντας ότι θα «προστατεύσουν» τη μνήμη της.

   Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι έχει γίνει καλή δουλειά στην απεικόνιση των εμφανίσεων και των ερμηνειών, που έγιναν πειστικά από την χαρισματική και ανερχόμενη πρωταγωνίστρια Μαρίσα Αμπέλα, ενώ οι Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις επιμελούνται τη μουσική επένδυση της ταινίας.

   Εν κατακλείδι, μία ακόμη καλογυρισμένη, συμβατική βιογραφία, που θα ικανοποιήσει τους θαυμαστές της Αγγλίδας τραγουδίστριας, με τη ξεχωριστή «μαύρη» φωνή, που δεν κατάφερε ποτέ να ωριμάσει, αφού ο πρόωρος θάνατός της, από υπερβολική δόση αλκοόλ, θα κόψει απότομα το νήμα της καλλιτεχνικής της πορείας.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το χρονικό της μουσικής και προσωπικής ζωής της Έιμι Γουάινχαουζ, το ταξίδι από την εφηβεία στην ενηλικίωση και η δημιουργία ενός από τα πιο επιτυχημένα και θρυλικά μουσικά άλμπουμ της εποχής μας.

   Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου

   (“Ghostbusters: Frozen Empire”) Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γκιλ Κέναν, με τους Πολ Ραντ, Κάρι Κουν, Μακένα Γκρέις, Φιν, Φιν Γούλφχαρντ, Έρνι Χάντσον, Νταν Ακρόιντ, Μπιλ Μάρεϊ κα.

   Πράγματι, η ταινία έχει άμεση σχέση με τον πάγο. Καθώς, για μια ακόμη φορά, η ξαναζεσταμένη σούπα του δημοφιλούς φραντσάιζ, φαίνεται ότι δεν έχει ξεπαγώσει αρκετά, διατηρώντας αρκετά κρύα σημεία, τόσο στο ανοικονόμητο σενάριο, όσο και στην αφηγηματική προσέγγιση, που θέλει να συνδυάσει την περιπέτεια φαντασίας με τη νοσταλγία μιας πετυχημένης ψυχαγωγικής – αλλά τότε με ένα πνεύμα αναρχικής χαλαρότητας – ταινίας του ’80, βάζοντας μία υπερβολική δόση αυτοαναφορικότητας, που πλέον κουράζει.

   Ο Κέναν, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Τζέισον Ράιτμαν, γιο του αξέχαστου Άιβαν Ράιτμαν, που γύρισε την πρωτότυπη ταινία του 1984, θα προσπαθήσει να κάνει μία ταινία φόρο τιμής στον δημιουργό της, χάνοντας όμως την ευκαιρία να την ανανεώσει έστω και στοιχειωδώς, ενώ έχει εγκαταλείψει τη χαβαλετζίδικη ατμόσφαιρά της, παίρνοντας ιδιαιτέρως στα σοβαρά τα συναισθηματικά διακυβεύματα και τον ρόλο του συνεχιστή ενός δημοφιλούς φραντσάιζ.

   Η οικογένεια Σπένγκλερ επιστρέφει εκεί που ξεκίνησαν όλα -στον χαρακτηριστικό πυροσβεστικό σταθμό της Νέας Υόρκης – για να συνεργαστεί με τους αυθεντικούς Ghostbusters, που έχουν δημιουργήσει ένα άκρως απόρρητο εργαστήριο ώστε να «απογειώσουν» την επιχείρηση κυνηγιού φαντασμάτων. Όταν όμως βρίσκουν ένα αρχαίο αντικείμενο που απελευθερώνει διαβολική δύναμη, νέοι και παλιοί Ghostbusters συνεργάζονται για να προστατέψουν την πόλη τους και να σώσουν τον κόσμο από μια δεύτερη Εποχή Παγετώνων.

   Ο αρχικά νωθρός ρυθμός της ταινίας επιταχύνει άτσαλα, ενώ η προσπάθεια να τιμηθεί η πρωτότυπη ταινία και συγχρόνως να δέσει με τη σημερινή πραγματικότητα, δείχνει όχι και τόσο πετυχημένη. Μπορεί, επίσης, η σύγχρονη τεχνολογία, τα ειδικά εφέ να έχουν βελτιωθεί εντυπωσιακά, αλλά αυτό δεν αρκεί όταν το σενάριο λαχανιάζει από νωρίς.

   Από τους εναπομείναντες αστέρες του 1984, ο Μπιλ Μάρεϊ, αρκείται σε ορισμένα μπλαζέ αστεία, ως Βέκμαν, ο Νταν Ακρόιντ χάνεται σε μία αδιευκρίνιστη επιστημονική ορολογία, ως Σταντζ, ο Έρνι Χάντσον, παραμένει η φωνή της λογικής και ο πιο ζωντανός χαρακτήρας, η Άνι Ποτς, επιστρέφει ως η σαρκαστική Τζανίν, ενώ φυσικά η έλλειψη του Ρικ Μοράνις είναι εμφανής. Από τους καινούργιους, μόνο η Κάρι Κουν διασώζεται, καθώς τα υπόλοιπα μέλη του καστ δείχνουν και αυτοί μπερδεμένοι με τα «φαντάσματα» του παρελθόντος.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ένα αρχαίο αντικείμενο απελευθερώνει μια διαβολική δύναμη, νέοι και παλιοί Ghostbusters συνεργάζονται για να προστατέψουν την πόλη της Νέας Υόρκης και να σώσουν τον κόσμο από μια δεύτερη Εποχή του Πάγου.

   Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

   Οι Ελευσίνιοι

   Ελληνικό ντοκιμαντέρ, ως συνέχεια του εξαιρετικού «Αγέλαστος Πέτρα» που είχε γυρίσει ο Φίλιππος Κουτσαφτής πριν 23 χρόνια και είχε δώσει άλλη διάσταση στο είδος. Ο Έλληνας σκηνοθέτης, επιστρέφει στον ιστορικό τόπο, με τον ίδιο να είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του και τους «Ελευσίνιους» να είναι οι πρωταγωνιστές.

   Ξεκινώντας με πλάνα από το μακρινό 1988, θα διατρέξει την ιστορία της πόλης, μέσα από τα μάτια και τις διηγήσεις των κατοίκων της, ως μια σύγχρονη τραγωδία, για έναν τόπο που συνεχίζει να αναμετράται με τον μύθο του.

   Έχοντας το χάρισμα της αφήγησης, αλλά και την εγκαρδιότητα για τους ανθρώπους, ο Κοτσαφτής θα συγχρονίσει το βλέμμα του με αυτό των Ελευσίνιων, θα ξανασυναντήσει παλιούς γνώριμους και φίλους, θα βρεθεί με τους νεότερους και θα αφουγκραστεί τις ιστορίες και τις ανησυχίες τους, με αφορμή και την ανάδειξη της Ελευσίνας σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.

   Στενές Επαφές με τον Διάβολο

   (“Late Night with the Devil”) Κάτι, επιτέλους, διαφορετικό, ξεχωριστό και αρκούντως ενδιαφέρον, για την τεράστια γκάμα των ταινιών τρόμου, από την Αυστραλία και τους αδελφούς Κόλιν και Κάμερον Κερνς. Έξυπνη, κυνική και ορισμένες φορές διαβολικά αστεία, η ταινία των αδελφών Κερνς προσφέρει έναν συνδυασμό τρόμου και σάτιρας για την τηλεόραση και τους ανθρώπους που θέλουν πάση θυσία την επιτυχία, ακόμη και αν πρέπει να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο.

   Στις 31 Οκτωβρίου του 1977 ο τηλεοπτικός παρουσιαστής Τζακ Ντελρόι με το μεταμοσύνυχτιό του talk show «Night Owls» προσπαθεί να ανεβάσει τα ποσοστά της εκπομπής του, που έχουν πέσει κατακόρυφα. Απελπισμένος και αποφασισμένος να ανατρέψει την άσχημη πορεία του, ο Τζακ σχεδιάζει μια ξεχωριστή εκπομπή για το Halloween, χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται να εξαπολύσει το κακό σε πολλά σαλόνια της χώρας.

   Οι αδελφοί Κερς, που έχουν υπογράψει και το σενάριο, αφηγούνται μία ιστορία που εκτυλίσσεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, εξαπολύοντας μία διασκεδαστική, εθιστική και άκρως τρομαχτική υπόθεση, που θα ικανοποιήσει ακόμη και τους αμύητους στο horror. Πρωταγωνιστούν οι Ντέιβιντ Νταστμάλκιαν, Λόρα Γκόρντον, Φέισαλ Μπάτσι, κα.

   Ο Χορός των Φαντασμάτων

   (“The Canterville Ghost”) Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, βρετανικής παραγωγής του 2023, βασισμένη στην ιστορία «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» του Όσκαρ Γουάιλντ. Ένα καλοδεχούμενο animation, για την αληθινή φιλία, με μυστήριο και γέλιο, σε σκηνοθεσία Κιμ Μπέρντον και Ρόμπερτ Τσάντλερ, που προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.

   Στις αρχές του 20ου αιώνα, μια αμερικανική οικογένεια μετακομίζει στο νέο αρχοντικό της, στην επαρχία της Αγγλίας. Μόνο που δεν υπολόγιζαν στον… μόνιμο κάτοικο του σπιτιού, το φάντασμα του σερ Σάιμον. Ο σερ Σάιμον σουλατσάρει εκεί γύρω για πάνω από 300 χρόνια, όμως, τα βρίσκει σκούρα, όταν αποφασίζει να τρομάξει τους νέους ένοικους…

   (Φωτογραφία από την ταινία «Για Πάντα Νέοι»)

   Χάρης Αναγνωστάκης