Η ανθεκτικότητα και η προσαρμογή της πολιτικής προστασίας στις προκλήσεις και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, βρέθηκε στο επίκεντρο συζήτησης με θέμα «Πολιτική προστασία: το πραγματικό πεδίο δοκιμασίας του κράτους και της κοινωνικής ευθύνης» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου «Η Ελλάδα μετά VII: Ασυμμετρίες και εθνική ατζέντα», που διοργανώνει ο Κύκλος Ιδεών.
Ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕΕ για την Κλιματική Αλλαγή, Κώστας Καρτάλης, αναφέρθηκε αρχικά στην «συστηματική αύξηση όλων των ακραίων κλιματικών φαινομένων», τόσο ως προς την ένταση, όσο και ως προς την συχνότητα και τη διάρκειά τους. «Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά μπορεί να μην συμβαίνουν στο ίδιο κλιματικό φαινόμενο, αλλά σε γενικές γραμμές εμφανίζονται με ένα συστηματικό τρόπο ταχέως αναπτυσσόμενο, την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία», είπε. Σε έρευνα που έγινε, πρόσθεσε, παρατηρήθηκε ότι την τελευταία δεκαετία υπήρξαν 90 ακραία πολύ σοβαρά φαινόμενα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία (2000-2010) που τα αντίστοιχα φαινόμενα ήταν 60.
Όπως τόνισε, το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν αυτή η τάση που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στην ένταση, στη συχνότητα και στη διάρκεια των κλιματικών φαινομένων, είναι συστηματική ή τυχαία. «Από αυτό πρέπει να ξεκινήσεις, διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις σχεδιασμό», σημείωσε και συμπλήρωσε ότι «η εκτίμηση που υπάρχει, είναι ότι η αύξηση αυτή δεν είναι τυχαία, είναι συστηματική, αυξάνεται ο κίνδυνος».
«Ο καλύτερος οδηγός για εκτιμήσουμε τι θα συμβεί τα επόμενα 30 χρόνια είναι να κοιτάξεις τι συνέβη τα τελευταία 30 χρόνια. Τα τελευταία 30 χρόνια, όταν αναλύσεις τα δεδομένα, βλέπεις ότι στη Μεσόγειο, στην Ανατολική Μεσόγειο, έχεις περισσότερους, συχνότερους και πιο έντονους καύσωνες. Κι αυτό είναι δεδομένο, δεν περιμένεις το κλιματικό μοντέλο για να εκτιμήσεις τι θα συμβεί στο μέλλον. Βλέπεις επίσης ότι έχεις ακραίες καταιγιδοφόρες συμπεριφορές που ξεπερνούν το μέτρο σαν αυτής της Θεσσαλίας. Παρότι αυτή η καταιγίδα, όπου κι αν συνέβαινε στον πλανήτη, θα οδηγούσε σε πλημμυρικά φαινόμενα, εντούτοις η ανθεκτικότητα των περιοχών που δέχτηκαν την καταιγίδα ήταν μικρότερη. Διότι υπήρχαν λιγότερο μελετημένα έργα προσαρμογής», υπογράμμισε ο κ. Καρτάλης. Όπως πρόσθεσε, από την στιγμή που ο κίνδυνος είναι συστηματικός πλέον, «εμφανίζεται με τη συχνότητα που ανησυχεί, εμφανίζεται με έναν ακραίο τρόπο, πρέπει να κάνεις κάποια έργα για να τον περιορίσεις. Όταν το καταφέρεις αυτό, έχεις κάνει την περιοχή περισσότερο ανθεκτική».
Ο κ. Καρτάλης επισήμανε επίσης ότι χρειάζεται η συμβολή της επιστήμης στους σχεδιασμούς για την πολιτική προστασία και υπογράμμισε: «Όσο αυτοί οι σχεδιασμοί γίνονται με γενικές προσεγγίσεις, με εκτιμήσεις ότι μπορούμε να δαμάσουμε τη φύση και όχι να αντιμετωπίσουμε την οργή της, δεν πρόκειται να πετύχει κανείς».
Παράλληλα, όπως είπε, τα σχέδια Πολιτικής Προστασίας θα πρέπει να απαντούν σε δύο βασικές ερωτήσεις: «Σε ποιον τηλεφωνείς όταν γίνει το κακό; Ποιος παίρνει την απόφαση; Αυτός είναι ο βασικός κορμός ενός σχεδίου Πολιτικής Προστασίας, ενός σχεδίου αντιμετώπισης κινδύνου. Δυστυχώς δεν εφαρμόζεται. Υπάρχουν τα μοντέλα, μπορούν να εφαρμοστούν, θέλει ξεκαθάρισμα από πλευράς αρμοδιοτήτων όλο το σύστημα της διοίκησης σε ό,τι αφορά στην Πολιτική Προστασία», σημείωσε ο κ. Καρτάλης και προσέθεσε ότι «οι δήμοι είναι ο αδύναμος κρίκος στο ζήτημα της Πολιτικής Προστασίας και χρειάζεται να κάνουν πάρα πολλά βήματα για να καλύψουν αυτό το κενό.
Νομίζω ότι εκεί πρέπει να επενδυθεί πάρα πολύ η προσπάθεια. Μαζί η προσπάθεια για την ανθεκτικότητα και η προσπάθεια ότι, όταν προκύψει κάτι που βρίσκει μια ανθεκτική περιοχή, υπάρχει ένα σύστημα διοίκησης που μπορεί ξεκάθαρα να δρομολογήσει τις αναγκαίες ενέργειες, χωρίς καθυστερήσεις», υπογράμμισε.
Επιπλέον, ο κ. Καρτάλης αναφέρθηκε στις οικονομικές απώλειες από ακραία φαινόμενα στην ΕΕ, που κατέδειξε πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, τονίζοντας ότι την δεκαετία 2000-2020 προέκυψαν 16 δισ. ευρώ ως απώλειες από ακραία φαινόμενα, ενώ το 2021-2022 οι απώλειες αυτές έφτασαν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ ανά χρονιά. «Υπάρχει μία εκτόξευση, μία εκτίναξη των ζημιών, γιατί υπήρχαν οι ακραίοι καύσωνες σε συνδυασμό με την ξηρασία του 2022 στη Δυτική Μεσόγειο, και το 2021 υπήρχαν αντίστοιχα ακραία κλιματικά φαινόμενα», σημείωσε. Μάλιστα, επισήμανε ότι το διάστημα από το 1990-2022, οι οικονομικές απώλειες που προέκυψαν ήταν 650 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ για την Ελλάδα ήταν 12 δισ. ευρώ, περίπου δηλαδή 1200 ευρώ για κάθε κάτοικο της χώρας. «Από αυτά, στην Ελλάδα μόλις το 3% ήταν ασφαλισμένο, δηλαδή από τις ζημιές που έγιναν, μόνο το 3% αποζημιώθηκε», τόνισε.
«Η υποχρέωση της πολιτείας είναι να διασφαλίσει την ανθεκτικότητα, και στη συνέχεια να δώσει στον πολίτη τη δυνατότητα, αν το επιθυμεί, να ασφαλίσει το ακίνητό του», σημείωσε ενώ προσέθεσε ότι χρειάζονται συνέργειες σε όλα τα επίπεδα για τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης.
Από την πλευρά του ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, διευθυντής ΠΜΣ “Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων”, Ευθύμης Λέκκας, επισήμανε ότι τα δύο βασικά ζητούμενα είναι η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητα.
Όπως τόνισε, χρειάζεται «να προσαρμοστούμε στις εξελισσόμενες διεργασίες παρά να πάμε κόντρα σε αυτές, έτσι ώστε να μην έχουμε μεγαλύτερες επιπτώσεις» και προσέθεσε ότι η ανθεκτικότητα εμπεριέχει την έννοια της πρόληψης. «Τα συστήματα μας πρέπει να γίνουν λιγότερο τρωτά, λιγότερο ευπαθή ή περισσότερο ανθεκτικά. Μπορούμε να κάνουμε τη διαδικασία της προσαρμογής και της ανθεκτικότητας, όχι κατασκευάζοντας μεγάλα τεχνικά έργα που θα γίνονται ακόμα πιο μεγάλα. Θα πρέπει να προσαρμόσουμε τις διαδικασίες στην καινούρια κατάσταση. Θεωρώ ότι στην καλύτερη περίπτωση χρειαζόμαστε 5 χρόνια για να κατανοήσουμε τι πρέπει να κάνουμε για την πρόληψη σε κάθε ένα μεγάλο φυσικό γεγονός. Για τους σεισμούς, μας πήρε πάνω από μία δεκαετία. Θέλει μία μακρόχρονη συστηματική προσπάθεια, η οποία δυστυχώς δεν υπάρχει για τα φαινόμενα που ουσιαστικά είναι κυρίαρχα στην κλιματική κρίση (δασικές πυρκαγιές, πλημμύρες). Δεν έχουμε σχέδιο, δεν έχουμε κανονισμούς, θα έπρεπε να έχουμε έναν αντιπυρικό κανονισμό, αντιπλημμυρικό κανονισμό αντίστοιχο με τον αντισεισμικό κανονισμό που λειτουργεί εδώ και 30 χρόνια», υπογράμμισε ο κ. Λέκκας.
Παράλληλα ο κ. Λέκκας επισήμανε ότι «το σημαντικότερο θέμα που υπάρχει είναι ότι δεν επικοινωνούν οι επιστημονικοί φορείς, οι επιχειρησιακοί φορείς και οι φορείς της Πολιτείας, συμπεριλαμβανομένων των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης» και υπογράμμισε ότι η ανάπτυξη της τρωτότητας ανά περιοχή θα πρέπει να είναι απολύτως κατανοητή από τους επιχειρησιακούς φορείς και οι επιχειρησιακοί φορείς να αντιδρούν με τον κατάλληλο τρόπο.
Ο κ. Λέκκας τόνισε ότι χρειάζεται να λυθεί η ασυνεννοησία και η δυσαρμονία που υπάρχει κατά τη διάρκεια διαχείρισης μιας κρίσης, ενώ προσέθεσε ότι «πρέπει να γίνει μικροζωνοποίηση των κινδύνων σε όλο τον ελληνικό χώρο, έτσι ώστε να ξέρουμε από τι κινδυνεύουμε και πόσο κινδυνεύουμε». «Η ανάλυση, εκτίμηση κινδύνων και η τρωτότητα, να αναλυθεί σε ένα μεγάλο βαθμό από τις ασφαλιστικές εταιρείες, έτσι ώστε να μην επιβαρύνεται τόσο πολύ το κράτος», ανέφερε.
Παράλληλα ο κ. Λέκκας αναφέρθηκε αναλυτικά στην κακοκαιρία «Daniel» τονίζοντας ότι η έκταση που κατέλαβε η πλημμύρα ήταν ακριβώς η έκταση που είχε υπολογιστεί για τα 1000 χρόνια επαναφοράς της βροχής από επίσημες μελέτες με βάση ευρωπαϊκές οδηγίες.
«Συνεπώς, με τον Ντάνιελ πλησιάσαμε και υπερβήκαμε τις καταστροφές και την έκταση της πλημμύρας των 1000 ετών. Βλέπουμε ότι ουσιαστικά είχαμε 2 γεγονότα μέσα σε 3 χρόνια. Αυτό σηματοδοτεί ότι πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα κλιματικής κρίσης», σημείωσε και προσέθεσε ότι πλέον συνδυάζονται πολλά ακραία φαινόμενα μαζί που εκδηλώνονται σε μεγαλύτερες περιοχές, σε καινούριες περιοχές, ενώ παρατηρείται και αύξηση της πολυπλοκότητας των φαινομένων. «Το φαινόμενο δεν εμφανίζεται κατά μόνας, συμπαρασύρει ένα πλήθος φαινομένων, όπως στην τελευταία κακοκαιρία, όπου πέρα από την έντονη βροχόπτωση, εκτός από τις πλημμύρες είχαμε κατολισθητικά φαινόμενα, είχαμε διαβρώσεις, μεταβολές στο ανάγλυφο σε ορισμένες περιοχές. Έχουμε φαινόμενα σύνθετα τα οποία όλα μαζί σηματοδοτούν την έλευση της κλιματικής κρίσης», υπογράμμισε ο κ. Λέκκας.
Επιπλέον, ο κ. Λέκκας τόνισε ότι από την κακοκαιρία έχουν υποστεί καταστροφές περίπου 100 χωριά, είτε από υδρομετεωρολογικά φαινόμενα, είτε από γεωδυναμικά, και επισήμανε ότι σε αυτά τα χωριά θα μπορούσαν να προσαρμόσουν τα σχέδια, ώστε να μην υπάρχουν οι ίδιες καταστροφές στην επόμενη κακοκαιρία.
Παράλληλα, ο κ. Λέκκας αναφέρθηκε στον υποχρεωτικό πρωτοβάθμιο προσεισμικό έλεγχο που ανακοινώθηκε σήμερα για όλα τα δημόσια κτίρια της χώρας και τόνισε ότι μόνο ένα 10% των δημόσιων κτιρίων της χώρας είχε ελεγχθεί. «Με βάση το καινούριο θεσμικό πλαίσιο, μέσα σε ένα χρόνο θα πρέπει ο οργανισμός αντισεισμικού σχεδιασμού και προστασίας, το ΤΕΕ και η ΚΕΔΕ, να εξετάσει προσεισμικά όλα τα δημόσια κτίρια της χώρας τα οποία είναι περίπου 35.000 κτίρια, με προτεραιότητα στα σχολεία, στα νοσοκομεία και στις κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες», σημείωσε.
Από την πλευρά του ο Δρ. Πολιτικός Μηχανικός, Τάσος Χωμενίδης, έδωσε έμφαση στην ανθεκτικότητα των πόλεων τονίζοντας ότι το ζήτημα είναι ότι «η ανθεκτικότητα είναι η προσαρμοστικότητα της πόλης στην αυξανόμενη βιαιότητα των διαφόρων φαινομένων» – ωστόσο παρατηρείται η αδυναμία ανθεκτικότητας στις πόλεις.
«Η ανθεκτικότητα των πόλεων και των κρατών που κάνουν προσαρμογές στον σχεδιασμό τους, είναι σαφώς μεγαλύτερη από την πόλη που δεν έχει καμία προσαρμογή. Η Αθήνα δεν προσάρμοσε ποτέ την πολεοδομική της δομή», υπογράμμισε ο κ. Χωμενίδης. Τέλος, επισήμανε ότι υπάρχει «μεγάλο έλλειμμα αρμοδιοτήτων» ως προς τη λήψη αποφάσεων για την πόλη που ζούμε, ενώ σημείωσε ότι χρειάζεται «κεντρικός συντονισμός».
Tη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Ευαγγελία Τσικρίκα.
I.K.