Δεν ξέρει τίποτα και νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι προορίζεται για καριέρα πολιτικού. George Bernard Shaw, 1856-1950, Ιρλανδός συγγραφέας

Σελίδες για την Αθήνα και την Πάτρα από τον προικισμένο πεζογράφο του 19ου αιώνα Μιχαήλ Μητσάκη

11 Νοεμβρίου, 2023

Ο Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916) είναι ένα όνομα που τις τελευταίες δεκαετίες επανήλθε στις δημόσιες συζητήσεις και στην εκδοτική αγορά ανασυρμένο από τη βαθιά λήθη. Δραστήριος δημοσιογράφος (ανταποκριτής, χρονογράφος, πολιτικός αναλυτής, αλλά και κορυφαίος αθηναιογράφος), διέκοψε απότομα την επαγγελματική του καριέρα (υπήρξε συνεργάτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών) ήδη από το 1896 λόγω της διανοητικής του ασθένειας, η οποία τον οδήγησε από το 1914 στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου και πέθανε από πνευμονία. Ο Μητσάκης, που κατάφερε να μετατρέψει γρήγορα τη δημοσιογραφική του πένα σε εμπνευσμένη λογοτεχνική παραγωγή, δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και στα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του και οι νεότερες γενιές (αναγνώστες αλλά και συγγραφείς) τον ανακάλυψαν χάρη στη σπιρτάδα της έκφρασής του, την ευθυβολία των παρατηρήσεών του και την ολοζώντανη γλώσσα του (μίξη δημοτικής και δημοσιογραφικής καθαρεύουσας μολονότι ο ίδιος είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ της δημοτικής). Από τα πεζά του έχουν διακριθεί η συλλογή αφηγημάτων «Αθηναϊκαί σελίδες», το αφήγημα «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας» και το διήγημα «Αυτόχειρ». Μέρος των «Αθηναϊκών σελίδων» (1887-1893), ο «Αυτόχειρ» (1895) και το διήγημα «Το φίλημα» (1892) φιλοξενούνται τώρα στον κομψό τόμο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη με πρόλογο του αείμνηστου Σπύρου Τσακνιά.

    Πώς περνούν οι Αθηναίοι τον καθημερινό τους βίο; Πώς γεμίζουν τις ημέρες τους; Τι είναι αυτό που θα τους συγκινήσει ή θα τους ενθουσιάσει; Ξεφυλλίζοντας τα επιλεγμένα τρία αφηγήματα των «Αθηναϊκών σελίδων», το πρώτο χαρακτηριστικό το οποίο διακρίνουμε είναι το οξύ πολιτικό και κοινωνιολογικό κριτήριο μαζί με την τολμηρή κριτική ματιά του Μητσάκη. Καταλογίζοντας μιμητισμό στους μεγαλοαστούς, λόγω της πρόσδεσής τους σε ευρωπαϊκά πρότυπα που δεν ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα, και ονομάζοντας μίμηση της μίμησης τη συμπεριφορά της μεσαίας τάξης, που κάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο πολύ χειρότερα τα πράγματα, ο Μητσάκης δεν είναι λιγότερο σαρκαστικός και με τις χοντροκοπιές των λαϊκών ανθρώπων καθώς ξετυλίγει σπαρταριστά τις συνήθειες, τις προτιμήσεις και τις διασκεδάσεις τους. Περιγράφοντας αλλού την ατμόσφαιρα στην Ομόνοια, ο συγγραφέας αναπαράγει ήχους και θορύβους από τα κτίρια, τους δρόμους και την κυκλοφορία των πολιτών σε ένα ιδιαίτερα ευφρόσυνο κλίμα ενώ απολαυστική είναι και η διήγηση για μια ευτραφή κυρία που δουλεύει ως μεσίτρια για κορίτσια προορισμένα να εργαστούν ως υπηρετικό προσωπικό αθηναϊκών σπιτιών. Η κυρία θα εμπλακεί σε έναν με έντονα χρώματα καδραρισμένο καβγά με μαστροπούς έξω από το παλάτι και ο Μητσάκης θα συνδυάσει δράμα και κωμωδία σε ένα εκρηκτικό μίγμα.

    Και από την Αθήνα στην Πάτρα, όπου ένας μοναχικός άνδρας που βάζει ηθελημένα τέλος στη ζωή του («Αυτόχειρ») θα γίνει ο ήρωας του Μητσάκη κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στην πόλη (αφηγητής είναι αυτοπροσώπως ο συγγραφέας). Περιπλάνηση όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν οι ανεξάντλητες περιγραφές, όπως σημειώνει και ο Τσακνιάς στον πρόλογό του. Περιγραφές οι οποίες περιλαμβάνουν τα πάντα: το αίσθημα μοναχικότητας του αφηγητή και τα εικαζόμενα ομόλογα αισθήματα του αυτοκτόνου, τις συνεχείς φωταψίες του άστεως ενόσω μεταμορφώνουν το σύμπαν, αλλά και την παντελή αδιαφορία των κατοίκων για το πρόσωπο που αυτοκτόνησε. Καταγγέλλει όντως την αδιαφορία τους ο Μητσάκης; Όχι ακριβώς μια και εκείνο που πρωτίστως τον απασχολεί, είναι να δείξει την πραγματική φύση της ζωής η οποία δεν ανέχεται το παραμικρό κενό, σπεύδοντας πάραυτα να το καλύψει με οτιδήποτε υπάρχει ήδη ή είναι έτοιμο να γεννηθεί και να ανθίσει. «Το φίλημα», με το οποίο κλείνει ο τόμος, είναι μια αναδρομή στις τελευταίες ηρωικές ώρες του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, αλλά τη δύναμη του Μητσάκη αποτελούν οι δυνατές περιγραφές που είδαμε, το χιούμορ (κάποτε ακόμα και μαύρο), η διαπεραστική αιχμηρότητα της γλώσσας του, η εικονογραφική του δεινότητα (οι πόλεις γίνονται ολοζώντανα σύνολα από τη μια σελίδα στην άλλη) και οι σκιαγραφήσεις των κοινών ανθρώπινων τύπων, όπως καταλήγουν σε συστατικά στοιχεία ολόκληρων ομάδων και τάξεων. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μητσάκης έχει επαναξιολογηθεί, γνωρίζοντας, και κατακτώντας, τις γενιές καινούργιων αναγνωστών. Είναι ολοφάνερο πως έχει πολλά ακόμη να μας πει. 

   Β. Χατζηβασιλείου