O άνθρωπος που του έχουν αρνηθεί το δικαίωμα να παίρνει σημαντικές αποφάσεις, αρχίζει να θεωρεί σημαντικές τις αποφάσεις που του επιτρέπεται να παίρνει. Northcote Parkinson, 1909-1993, Βρετανός ιστορικός

Ο Χρήστος και ο Γιώργος Καϊσούδης έγραψαν το τέλος στο αγαπημένο μπαρ eden

10 Ιουνίου, 2024

Οι ξύλινες καρέκλες με τη γκρι επένδυση έμειναν για πρώτη φορά, μετά από δύο και πλέον δεκαετίες, σε έναν άδειο χώρο, χωρίς θαμώνες. Παραμένουν τα τραπέζια, με τα οποία κάνουν σετ, αλλά κι αυτά χωρίς ποτά και τα προσωπικά αντικείμενα των πελατών. Αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα έλεγαν ιστορίες για πολλούς περαστικούς και κυρίως θαμώνες, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν ηθοποιοί, τραγουδιστές, μουσικοί και άλλοι καλλιτέχνες. Σχεδόν καθημερινή παρουσία είχαν επίσης συγγραφείς και δημοσιογράφοι, όπως και πολιτικοί από όλους τους χώρους, που θεωρούσαν το μαγαζί ως ένα …γούρικο περιβάλλον και το επέλεγαν πάντα για τις ζυμώσεις με συνεργάτες τους πριν από κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις.

Το eden, ένα στέκι κουλτούρας και διανόησης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Καλαποθάκη και Κομνηνών έκλεισε, κλείνοντας έναν κύκλο 23 ετών, στον οποίο χώρεσαν ετερόκλητοι άνθρωποι, που κάθε βράδυ γίνονταν μία παρέα, αμέτρητα περιστατικά και πολλές αξέχαστες στιγμές.

«Όσο περνάει ο καιρός τα συναισθήματα είναι πιο έντονα και κάθε μέρα και πιο δύσκολη. Πιστεύω όμως ότι σταδιακά θα φεύγουν αυτά τα ψυχολογικά βάρη από πάνω μας και θα μείνουν οι ωραίες αναμνήσεις. Είναι σαν να χάνεις κάτι πολύ δικό σου», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Χρήστος Καϊσούδης, ο άνθρωπος που με τον αδερφό του, Γιώργο, άνοιξαν το eden το 2001.

«Έντεν» επικράτησε να λέγεται, έτσι το αποκαλεί και ο ίδιος στη διάρκεια της συνομιλίας μας, αν και -όπως λέει, κανονικά είναι ίντεν ή εντάν στα γαλλικά. Καθισμένος σε ένα τραπέζι επί της οδού Κομνηνών, στο άδειο πια μαγαζί, πίνει ένα τελευταίο κρασί, δίνοντας αυτήν τη συνέντευξη, που -όπως λέει, ήθελε να έχει την αύρα του καταστήματος. Στους πελάτες που το αγάπησαν πολύ, έδωσε την ευκαιρία να το αποχαιρετήσουν, κάνοντας δύο τελευταία πάρτι, στις 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου.

«Έπεσε πολύ …κλάμα από τους πελάτες μας που αποχωρίζονται το στέκι τους. Άλλωστε 23 χρόνια είναι μισή ζωή. Στην αρχή έλεγα μα είναι δυνατόν ο κόσμος να στεναχωριέται πιο πολύ από μένα; Όμως η αλήθεια είναι ότι εμείς δεν το καταλαβαίναμε από την πολλή ένταση και το βιώνουμε τώρα», αναφέρει, τονίζοντας πως τις δύο τελευταίες μέρες λειτουργίας του επικράτησε το αδιαχώρητο. «Όσοι δεν κατάφεραν να έρθουν, έπαιρναν τηλέφωνο, γράφανε στα social media και ρωτούσαν γιατί κλείνει», λέει.

Το «γιατί», το απαντά και σήμερα ο ίδιος, λέγοντας ότι μετά από 23 χρόνια και σχεδόν άλλα τόσα πριν και πάλι στη νύχτα, συσσωρεύτηκε πολλή κούραση, με αποτέλεσμα το άγχος και τα νεύρα να περισσεύουν και η ηρεμία να λείπει. «Το μαγαζί ήταν προσωποκεντρικό», εξηγεί, χρησιμοποιώντας με δυσκολία τον αόριστο, αφού συχνά του ξεφεύγει ο ενεστώτας. «Δηλαδή οι πελάτες δεν έλεγαν θα πάμε στο eden, έλεγαν θα πάμε στον Γιώργο ή στο Χρήστο, ανάλογα ποιον ένιωθαν πιο δικό τους. Και αυτή η διαπροσωπική σχέση κράτησε 23 χρόνια, όμως αυτό δεν ήταν απόλυτα καλό, γιατί δεσμευόμασταν πολύ μέσα στο χώρο και για παράδειγμα, όταν έλειπα, μου λέγανε “πέρασα και δεν σε βρήκα”», περιγράφει. Παρόλο που τα δύο αδέρφια μοίραζαν τη μέρα σε περίπου τέσσερα διαστήματα, κάποια εκ των οποίων συνέπιπταν κι άλλα ήταν εκεί εναλλάξ, οι ώρες που έδινε ο καθένας του το «παρών» ήταν πολλές και συμφώνησαν πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να γραφτεί το οριστικό τέλος.

Τρία θρυλικά μαγαζιά με φανατικούς θαμώνες που έμειναν στην ιστορία

Το φορτισμένο συναισθηματικά κλίμα και τον αποχωρισμό ανθρώπων από ένα στέκι που τους χαρακτήριζε, δεν το έζησε για πρώτη φορά ο Χρήστος Καϊσούδης. Ανάμεσα στα μαγαζιά που κατά καιρούς είχε, περιλαμβάνονται δύο θρυλικά για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το Λούκυ Λουκ και ο Μύλος, που το καθένα έγραψε τη δική του ιστορία.

Σε ηλικία 16 ετών έφυγε από την πατρίδα του, τα Γιαννιτσά, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Δούλευε ως ηχολήπτης το καλοκαίρι και το χειμώνα ως σερβιτόρος ή μπάρμαν στο Λούκυ Λουκ. Ένα μαγαζί, που όταν ο ιδιοκτήτης του κουράστηκε και αποσύρθηκε, έγινε δικό του και του Νίκου Μοδιώτη.

Από το 1985 ήταν εκεί και έμεινε για μία δεκαετία ώσπου να έρθει η ιδέα του Μύλου, την οποία είχαν και υλοποίησαν με τον Νίκο Στεφανίδη. Το 2011, ένα χρόνο πριν κλείσει ο Μύλος, ο Χρήστος Καϊσούδης επέστρεψε στο Λούκυ Λουκ. Όταν το 2017 έφτασε η ώρα να κλείσει, το γεγονός επίσης συνοδεύτηκε από ένα αξέχαστο αποχαιρετιστήριο πάρτι στις 25 Μαρτίου του ίδιου έτους.

«Εκεί να δεις κλάμα… Είχαν έρθει δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γεωπόνοι διαφόρων ηλικιών από όλη την Ελλάδα. Κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι όλοι σπούδασαν στη Θεσσαλονίκη και είχαν περάσει τα νιάτα τους μέσα σ’ εκείνο το μπαράκι. Ήρθαν λοιπόν από όλη τη χώρα εδώ, για να αποχαιρετήσουν τα νιάτα τους», θυμάται.

Το «festival spot» οι αυθόρμητες βραδιές και τα βαριά ονόματα

Ο Μύλος, ο πολυχώρος διασκέδασης που άλλαξε τα δεδομένα στη νύχτα, στη διάρκεια λειτουργίας του διοργάνωσε πάνω από 8.500 συναυλίες. Περισσότερα από εκατό άτομα δούλευαν κάθε βράδυ, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από εκεί.

Εκεί έγινε η πρώτη επαφή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης του αείμνηστου Μισέλ Δημόπουλου και όλα τα πάρτι της διοργάνωσης πραγματοποιούνταν στο Μύλο.

Τα επόμενα χρόνια, αφού ο Μύλος έκλεισε, η διοίκηση του Φεστιβάλ άλλαξε και άνοιξε το eden, οι παλαιότεροι εργαζόμενοι του Φεστιβάλ γνώρισαν στα νέα στελέχη τον Χρήστο Καϊσούδη, όμως ήδη οι καλεσμένοι της διοργάνωσης επέλεγαν ως σημείο συνάντησης το μπαράκι που ήταν στα μισά της διαδρομής των δύο βασικών σημείων του Φεστιβάλ (λιμάνι και πλατεία Αριστοτέλους).

«Οι στιγμές από τα φοβερά πάρτι που έγιναν εδώ, είναι ανεπανάληπτες. Υπήρχαν μέρες που το Φεστιβάλ είχε τρία πάρτι σε όλη την πόλη και κάποια στιγμή μετά τη μία ή μιάμιση τα ξημερώματα, όλοι κατέληγαν εδώ και γινότανε χαμός μέσα κι έξω από το μαγαζί, λες και ήτανε beach bar», επισημαίνει.

Όλη η αγάπη και εμπιστοσύνη του κόσμου, οφείλεται, όπως λέει, στους κώδικες επικοινωνίας που είχε ο ίδιος και ο συνέταιρος – αδερφός του Γιώργος με τους πελάτες και τη φιλία, την οποία αναπτύχθηκε μαζί τους. Καθοριστικό ρόλο όμως τονίζει ότι έπαιξε και το πάρα πολύ καλό προσωπικό που εργάστηκε στο μαγαζί όλα αυτά τα χρόνια, στο οποίο χρωστάει πολλά.

Ο Χρήστος Καϊσούδης αποφεύγει να αναφερθεί στους διάσημους που πέρασαν από το μαγαζί, καθώς είναι αδύνατον να μπορέσει να τους θυμηθεί όλους. Αναφέρεται όμως στο χαρακτηριστικό που γοήτευε τους δημοφιλείς αυτούς ανθρώπους με τις άπειρες εμπειρίες. «Πάθαιναν πλάκα γιατί βρίσκαν ένα μαγαζί με αυθεντικότητα, με ηρεμία, έβλεπαν ότι όλοι μιλούσαν μεταξύ τους, ήτανε σχεδόν όλο το μαγαζί μία παρέα, ο ένας γνώριζε τον άλλον, μιλούσαν από το ένα τραπέζι στο άλλο και με τους πελάτες στο μπαρ…», λέει. Επίσης, τους ανθρώπους που το επέλεγαν τυχαία για πρώτη φορά, είχε και πάλι τον τρόπο να τους προσελκύσει και να τους κάνει να αισθανθούν οικεία.

Μία πρόσφατη βραδιά που ο 90χρονος Τάκης Τσαγκάρης επιδίδονταν σε ταχυδακτυλουργικά κόλπα μαγεύοντας τους πελάτες ή μία πολύ παλιότερη, που ο Χρήστος Μητρέτζης έχασε τον …κιθαρίστα του Δημήτρη Σφίγγο,πριν από την προγραμματισμένη live εμφάνισή τους στο eden και προθυμοποιήθηκε να τον αντικαταστήσει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος από τις Τρύπες, είναι μόνο κάποια από τα αξέχαστα περιστατικά που θυμάται ο κ. Καϊσούδης, όπως φυσικά και τη βραδιά που κόπηκε για περίπου μιάμιση ώρα το ρεύμα και ο Νίκος Παπάζογλου με την παρέα του έπαιξε μουσική με δανεικά όργανα από τη -γειτονική τότε- ταβέρνα Τομπουρλίκα.

Ώρα για ξεκούραση και σχέδια για ένα νέο …eden

Αυτό που θα λείψει περισσότερο στους ιδιοκτήτες του eden, είναι η μεγάλη παρέα που δημιουργούνταν καθημερινά στους χώρους του. «Μου έχει λείψει να βγαίνω με δυο-τρεις, πέντε φίλους και να μη με νοιάζει. Να μην έχω στο νου μου ότι αυτή την ώρα πρέπει να φύγω, πρέπει να πάω στο μαγαζί ή να μιλάω με το προσωπικό και να ρωτάω τι γίνεται εκεί, αν με ψάχνει κάποιος, ποιος και να μου τον δώσει να του μιλήσω», λέει αρχικά, για να συμπληρώσει το ακριβώς αντίθετο. «Βέβαια, δεν είναι το ίδιο να παίρνεις έναν φίλο σου ή μια παρέα και να πηγαίνεις σε ένα μαγαζί. Εδώ ήξερες όλους, τους πάντες, είναι διαφορετικά», σημειώνει.

Επόμενος στόχος για τον άνθρωπο που πέρασε όλη την ενήλικη ζωή του στη νύχτα, είναι η ξεκούραση, την οποία όμως και πάλι οριοθετεί χρονικά, διότι το …μικρόβιο προφανώς και δεν πρόκειται να φύγει από μέσα του. «Για τρεις μήνες θα ξεκουράζομαι και θέλω να ξεμπερδέψω από το να πληρώνω χρέη. Έπειτα από εκεί όμως, θα έχω το μυαλό μου ανοιχτό για το τι και πώς θα το κάνω», υπογραμμίζει και προφανώς αναφέρεται σε ένα νέο μαγαζί, πάντα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά όμως με την προϋπόθεση ότι θα έχει χαμηλό ενοίκιο. «Εγώ θα το κάνω για να έρχονται οι αγαπημένοι μου φίλοι από τα δύο Φεστιβάλ, Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ. Μόνο και μόνο γι’ αυτό αξίζει τον κόπο», λέει, ενώ έχει ήδη αποφασίσει το όνομα του νέου του μαγαζιού. «Είναι μια ιδέα του γιου μου, μία ονομασία με δύο λέξεις, η μία εκ των είναι και πάλι eden», καταλήγει.

Βαρβάρα Καζαντζίδου