Ο Μίλαν Κούντερα έφυγε από τη ζωή την περασμένη χρονιά, αλλά κείμενά του εξακολουθούν να μεταφράζονται στα ελληνικά μια και δεν έχουν πάψει να ενδιαφέρουν, τουλάχιστον όσο και πριν από τον θάνατό του, παλαιότερους και νεότερους αναγνώστες. Πολύ πρόσφατο δείγμα, το βιβλίο «Πράγα, ένα ποίημα που χάνεται. Ογδόντα εννιά λέξεις», που μόλις κυκλοφόρησε από την Εστία σε μετάφραση Γιάννη Η. Χάρη. Ο διπλός τίτλος παραπέμπει σε δύο κείμενα. Το «Πράγα, ένα ποίημα που χάνεται» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le debat» το 1980 ενώ, το «Ογδόντα εννιά λέξεις», δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό πέντε χρόνια αργότερα, για να ενταχθεί το 1986 στο διάσημο έργο του Κούντερα «Η τέχνη του μυθιστορήματος», το οποίο κυκλοφόρησε το 2023 από την Εστία, σε νέα έκδοση, και σε μετάφραση Γιάννη Η. Χάρη. Την εποχή κατά την οποία πρωτοδημοσιεύονται τα δύο κείμενα του σημερινού βιβλίου, ο εκπατρισμός του Κούντερα από την τότε Τσεχοσλοβακία στη Γαλλία είναι πρόσφατος. Το ζήτημα που πρωτίστως τον απασχολεί συνδέεται με την εικόνα, την οποία έχει σχηματίσει για την Πράγα η δυτική Ευρώπη – η Δύση, όπως την ονομάζει ο Κούντερα, συμπεριλαμβάνοντας στην ίδια ζώνη και τις ΗΠΑ.
Το «Πράγα, ένα ποίημα που χάνεται» αποτελεί προάγγελο ενός άλλου κειμένου, που θα δημοσιευτεί στο «Le debat» το 1983 με τίτλο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» και κυκλοφόρησε από την Εστία το 2023 σε μετάφραση του ακαταπόνητου Γιάννη Η. Χάρη, έχοντας δημοσιευτεί ως βιβλίο μόνο λίγους μήνες νωρίτερα στα γαλλικά. Βασική, σε αυτό το πυκνό δοκίμιο, είναι η έννοια της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία αντλεί ένα κρίσιμο μέρος της ταυτότητάς της από τον κεντροευρωπαϊκό πολιτισμό, με συνθέτες όπως ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ, οι Τσέχοι πεζογράφοι Φραντς Κάφκα και Γιάροσλαβ Χάσεκ ή ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του παραλόγου. Η ουγγρική εξέγερση του 1956, η Άνοιξη της Πράγας του 1968 και οι πολωνικές κινητοποιήσεις από το 1956 μέχρι και το 1970, έρχονται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας ένα μείζον πολιτικό δράμα και αφήνοντας πίσω τους ένα βαθύ τραύμα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Δύση δεν έβλεπε στα «μικρά έθνη» της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας τον πόθο τους για αυτονομία και ανεξαρτησία, αλλά μόνο το στενό πολιτικό τους πρόβλημα. Τα «μικρά έθνη» (με ευδιάκριτη την επίδραση του εβραϊκού στοιχείου) δεν συνιστούν στη σκέψη του Κούντερα αφορμή για πατριωτική έξαρση, για έναν εθνικισμό των ανίσχυρων και των αδύναμων, που θα μετατρέψει τους νάνους σε γίγαντες. Η κουλτούρα των «μικρών εθνών», η ουσία και το βάρος της σοφίας τους, λειτουργούν σαν κρυμμένοι σβώλοι από χρυσό στο πλαίσιο μιας σταδιακής έκπτωσης τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτισμικών αξιών.
Ανάλογος είναι ο προσανατολισμός του Κούντερα και στο «Πράγα, ένα ποίημα που χάνεται». Ο Χάσεκ και ο Κάφκα ανεβαίνουν τώρα στο προσκήνιο για να σηματοδοτήσουν, παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές, έναν καινούργιο τρόπο μυθιστορηματικής γραφής, ο οποίος αρνείται να μείνει στο γενεαλογικό δέντρο του ήρωα και στην οικογένειά του, προτιμώντας να δείξει και να προβάλει το παρόν του αντί να ανασκαλέψει και να αναμηρυκάσει το παρελθόν του. Με αυτόν τον καινούργιο τρόπο, όμως, ο Χάσεκ και ο Κάφκα πλησιάζουν την κοινωνία τους από μια οπτική η οποία επιζητεί να συλλάβει τα εξωστρεφή αρνητικά χαρακτηριστικά της: τη γραφειοκρατία που συνεπάγεται έναν αδήλωτο πλην άκρως επικίνδυνο ολοκληρωτισμό στην πεζογραφία του Κάφκα και τη στρατοκρατία που αποκαλύπτει τη γελοιότητα του κρατικού αυταρχισμού στο μυθιστόρημα του Χάσεκ. Το ίδιο ισχύει και για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που απασχολούν τον Τσέχο συνθέτη και λαογράφο Λέος Γιάνατσεκ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Γιάνατσεκ, ο Χάσεκ και ο Κάφκα αλλάζουν την πορεία της τέχνης στον τόπο τους, μαζί με τον ιδρυτή του τσέχικου στρουκτουραλισμού Γιαν Μουκαρέφκσι και τους Τσέχους υπερρεαλιστές. Όλοι θα συνομιλήσουν, ο καθένας από τη σκοπιά του, με τη μαγική παράδοση της Πράγας, με τη συνένωση της επινοητικής φαντασίας και της σκληρής πραγματικότητας σε ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα και σε μια θεωρητική έρευνα όπου συστεγάζονται παραγωγικά η παράδοση και ο μοντερνισμός.
Όταν τα μυθιστορήματα του Κούντερα αρχίζουν να μεταφράζονται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, εκείνος ανακαλύπτει περίτρομος πως τα τσέχικα, που είναι η μητρική του γλώσσα, υψώνουν απαγορευτικό τείχος για την πιστή μετάφραση των έργων του. Ο ίδιος πιστεύει στη σημασία της πιστής μετάφρασης με ιερή προσήλωση και ελέγχοντας εξονυχιστικά τις μεταφράσεις των μυθιστορημάτων του αποκτά μια οξύτατη αίσθηση για το τι σημαίνει εννοιολογική ακρίβεια ή για τον αντίκτυπο που έχουν οι πολλαπλές σημασίες μιας λέξης. Έτσι, στο «Ογδόντα εννιά λέξεις» θα καταρτίσει ένα αιχμηρό λεξιλόγιο, εξετάζοντας μεταξύ άλλων τις έννοιες της πολιτικής, του μηνύματος, του έργου, του μυθιστορήματος, του μυθιστοριογράφου, του ρυθμού και της φάρσας. Κλειδιά όχι μόνο για τη λογοτεχνία, την υψηλή ευρωπαϊκή του παιδεία και τον πολιτικό προβληματισμό του, αλλά και για το βάθος της ευαισθησίας ή για την πρωτοτυπία των συλλογισμών του. Είναι ο Κούντερα με τον οποίο έχουμε συναντηθεί κατ’ επανάληψη σε όλη τη διάρκεια της ζωής και της συγγραφικής του δράσης, αλλά και ο Κούντερα με τον οποίο θα ξανασυναντηθούμε αναπόφευκτα στο μέλλον.
Β. Χατζηβασιλείου