Τα μόνα πράγματα που μπορεί κανείς να θαυμάζει για πολύ, είναι τα πράγματα που θαυμάζει χωρίς να ξέρει γιατί. Jean Rostand, 1894-1977, Γάλλος επιστήμονας & φιλόσοφος

Νίκος Μπακουνάκης, από την ιστορία του Τύπου στην ιστορία του κρασιού – «Γούτλαντ. Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» το νέο του βιβλίο

18 Μαΐου, 2024

 Με την ιστορία του κρασιού και της ελληνικής βιομηχανίας καταπιάνεται ο Νίκος Μπακουνάκης στο καινούργιο του βιβλίο «Γούτλαντ. Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. Σκέφτομαι τα θέματα τα οποία έχει ανοίξει ο Μπακουνάκης στα τρία τελευταία του βιβλία (όλα από τις εκδόσεις Πόλις). Πρώτα η σχέση της δημοσιογραφίας με τη λογοτεχνία στο «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ος αιώνας» (2014). Η είδηση δεν είναι λογοτεχνία, αλλά αν αποκτήσει αφηγηματικό σχήμα διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Και το μυθιστόρημα έχει μια ξεχωριστή ικανότητα: να συνεγείρει και να συγκινεί το ευρύ κοινό. Σε αυτό το κοινό στόχευσε ευθύς εξαρχής ο ημερήσιος Τύπος της Αθήνας. Παρακολουθώντας τα αντίστοιχα πεπραγμένα των εφημερίδων στο εξωτερικό, η ελληνική δημοσιογραφία θα συνδεθεί από πολύ νωρίς τόσο με το ευρωπαϊκό όσο και με το υπερατλαντικό πνεύμα της νεωτερικότητας. Ύστερα, μια σειρά ιστοριών του Μπακουνάκη για τη Νέα Υόρκη με το «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» (2017). Μεταξύ χρονικού, οδοιπορικού και ημερολογίου, οι ιστορίες αυτές πλέκουν την προσωπική εμπειρία με τη συστηματική έρευνα και παρατήρηση, φροντίζοντας εκ παραλλήλου για την κριτική επεξεργασία του πληροφοριακού τους υλικού. Ακολουθεί το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» (2021). Ιστορία του Τύπου και των φιλολογικών του ενθέτων, βιογραφία και αυτοβιογραφία, έρευνα για τη λειτουργία της αγοράς του βιβλίου ή και δοκίμιο για την κριτική της λογοτεχνίας και την επιστήμη της ιστοριογραφίας.

    Ιστορικός, πανεπιστημιακός δάσκαλος των τεχνικών της αφήγησης στον δημοσιογραφικό λόγο, αλλά και ακούραστος ερευνητής, ο Μπακουνάκης γράφει πάντοτε, έχοντας φροντίσει προηγουμένως για την πλήρη διασταύρωση των στοιχείων του, με την παράθεση εύλογων τεκμηρίων για όσα τον απασχολούν. Το κυριότερο είναι πως ο Μπακουνάκης γράφει με έναν τρόπο ικανό να μεταμορφώσει την ιστοριογραφική του προσέγγιση σε οιονεί μυθιστόρημα, μυθιστόρημα που απευθύνεται και σε μη ειδικούς αναγνώστες. Τα ίδια ισχύουν και για το «Γούτλαντ». Ο Γουσταύος Κλάους, Βαυαρός έμπορος, δημιούργησε κατά τη δεκαετία του 1860 την οινοποιία «Αχαΐα», ονομάζοντας «Γούτλαντ» (εύφορη γη στα γερμανικά) την περιοχή των εγκαταστάσεών της. Η γνωστή σήμερα ως «Achaia Clauss», που περνά το 1830 σε ελληνική ιδιοκτησία, υπό τον Βλάση Αντωνόπουλο, πρωταγωνιστεί στο οινικό γίγνεσθαι του 19ου του 20ού αιώνα, συνεχίζοντας μέχρι και τις ημέρες μας με το «Castro Clauss».

    Βασισμένος στο πλούσιο υλικό των αρχείων της εταιρείας, μιλώντας για τον πρωτοφανή εξαγωγικό της προσανατολισμό (από τις ευρωπαϊκές αγορές κρασιού και τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδία), ο ερευνητής εξηγεί το πώς και το γιατί της επιτυχίας της Δεμέστιχας, της Μαυροδάφνης, των γλυκών κρασιών, του λικέρ και του κονιάκ της «Αχαΐας». Επιπλέον, καταγράφει τις επιδόσεις της στην παραγγελία και την κατασκευή βαρελιών, καθώς και στην εμφιάλωση. Συστήνοντας εξυπαρχής το σχεδόν ανύπαρκτο βιογραφικό πορτρέτο του Γουσταύου, ο Μπακουνάκης δεν θα παραμείνει στην ιστορία του οίνου – αν και συγκρίνει συνεχώς την πορεία του Γουσταύου με την πορεία των καλλιεργειών και της οινοπαραγωγής στη Γερμανία και τη Γαλλία. Ο συγγραφέας θα κάνει λόγο και για την αρχιτεκτονική των κτιρίων των αμπελώνων στην Πάτρα, για τον σχεδιασμό του γεωγραφικού τους τοπίου, για τα έθιμα της ταφής και της κηδείας στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, για τη συμμετοχή προσώπων από τους κύκλους του Όθωνα στον συγγενικό περιβάλλον του Γουσταύου, για τις συνθήκες της επιτόπιας βιομηχανικής παραγωγής σε μια χώρα χωρίς συγκοινωνιακές γραμμές (με τη διαδρομή από την Αθήνα προς την Πάτρα να φαντάζει μυθικό επίτευγμα), για τις ποικιλίες που θα ευνοηθούν στις καλλιέργειες, για τα κοστούμια των ανδρών και για τα φορέματα των γυναικών, για τους κινδύνους τους οποίους αντιπροσώπευαν οι ληστές της εποχής, όπως και για τα ταξίδια και για τους ναυτικούς πλόες από την Τεργέστη προς την Πάτρα. 

    Στην αφηγηματική σκηνή του Μπακουνάκη ανεβαίνει εκ παραλλήλου ένας πολυπρόσωπος θίασος του οποίου τα μέλη θα μπορούσαμε να εξισώσουμε με τους πρωταγωνιστές ενός μυθιστορήματος για τις περιπέτειες του ελληνικού κρασιού. Ο Φραντσέσκο Μάλλια, μετανάστης από τη Μάλτα, είναι το δεξί χέρι του Γουσταύου, ο πρώτος άποικος της Colonie, της γερμανικής αποικίας στα εδάφη της Αχαΐας. H Colonie είναι η πολυεθνική κοινότητα των εργαζομένων στην οινοποιία, με τις οικογένειές τους (Γερμανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι). Ο Γιάκομπ Κλίπφελ, Γερμανός, είναι ο πρώτος οινολόγος, ίσως ο δημιουργός της γλυκιάς Μαυροδάφνης. Ο Αθανάσιος Ρουσόπουλος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προξενεύει στον Γουσταύο την Αθηναία Θωμαΐδα Καρπούνη. Ο Γιούλιους Καρλ Βίλχελμ Φίλιπ Μέντσερ είναι Γερμανός κρασέμπορος, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, ο πρώτος εισαγωγέας ελληνικών κρασιών στη Γερμανία και συγγραφέας του πρώτου οδηγού για το ελληνικό κρασί. Ο Βασίλης Κασπίρης είναι ο φουστανελοφόρος σωματοφύλακας του Κλάους και ο κωδωνοκρούστης της Γκούτλαντ. Η Αμαλία φον Πέρφαλ, κόρη του Γουσταύου και της Θωμαΐδας, παντρεμένη με βαρόνο στο Μόναχο, είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας ‒η Σίσσυ των κινηματογραφικών επιτυχιών‒ είναι η πρώτη διάσημη επισκέπτρια της οινοποιίας. Ο Βλάσης Αντωνόπουλος, φιλελεύθερος σταφιδέμπορος, βουλευτής του Βενιζέλου, είναι, όπως έχουμε κιόλας δει, ο συνεχιστής της «Αχαΐας» και των κρασιών της μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο καπνοβιομήχανος από την Αίγυπτο Θεόδωρος Βαφειάδης εκπροσωπεί τα κρασιά της «Αχαΐας» στη Βομβάη και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος αναλαμβάνει την ίδια δουλειά για τη Νέα Υόρκη. Η Λαμπρινή Κακού, Επονίτισσα, επισκέπτεται την «Αχαΐα» και υψώνει ένα ποτήρι στη μνήμη του αδελφού της, τις τελευταίες ημέρες του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο χρόνος τον οποίο καλύπτει ο Μπακουνάκης εκκινεί από το 1833 και φτάνει έως το 1949. Το παρών στην αφήγηση θα δώσουν και ο οινόφιλος Διονύσιος Σολωμός, ο Φλομπέρ όταν ανακαλεί τις δυσάρεστες αναμνήσεις του από το ξενοδοχείο στο οποίο θα καταλήξει στην Πάτρα και ο Ζαν Πολ Σαρτρ όταν θα δοκιμάσει Δεμέστιχα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Πλάκα. 

    Το πνεύμα του Μπακουνάκη είναι ευφρόσυνο πλην όχι συγκαταβατικό` θετικό, αλλά και όχι χωρίς κριτική διάθεση` λεπτομερειακό και ταυτοχρόνως ανοιχτό στην πλατιά σύνθεση. Ο ενθουσιασμός του για το κρασί (ο ίδιος μεγάλωσε σε πατρινούς αμπελώνες) δεν θα κρύψει την επίγνωσή του για τις πολλαπλές καθυστερήσεις τόσο της πρωτεύουσας όσο και της περιφέρειας σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Η λογιοσύνη και τα ποιητικά του παραθέματα δεν θα περιορίσουν το ενδιαφέρον του για την ιστορική καθημερινότητα στη μακρά διάρκεια, την οποία στεγάζει η έρευνά του. Η χωροταξία, η γεωγραφία, η οινολογία, η μόδα, η συγκοινωνιολογία, η πολιτική ιστορία και η ιστορία του εμπορίου δεν θα ανακόψουν την αδιάκοπη προσπάθεια για μια σύνθεση η οποία καταφέρνει εντέλει να συνταιριάξει επιτυχώς την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας με την ιστορία της ελληνικής οινοπαραγωγής. Και σίγουρα μας προετοίμασαν γι’ αυτό το ολοζώντανο παλίμψηστο τα πολύπτυχα ευρήματα του Μπακουνάκη για τις ιστορικές τύχες της ελληνικής δημοσιογραφίας, 

   Β. Χατζηβασιλείου