Οι άνθρωποι δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η γνώμη τους για τον κόσμο είναι και μια εξομολόγηση για το χαρακτήρα τους. Ralph Waldo Emerson,1803-1884, Αμερικανός φιλόσοφος

Νάντια Κοντογεώργη: «Δεν ξέρω τι σημαίνει happy end»

25 Δεκεμβρίου, 2023

«Είναι ένα πολύ ζωντανό και αληθινό έργο που μπορεί όλοι μας να καθρεφτιστούμε στους χαρακτήρες του» αναφέρει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Νάντια Κοντογεώργη για το αριστουργηματικό, και βραβευμένο με Tony, «Into the Woods» του κορυφαίου συνθέτη και στιχουργού Στήβεν Σόντχαϊμ και του σπουδαίου συγγραφέα Τζέιμς Λαπάιν που επιστρέφει έως και τις 7 Ιανουαρίου 2024, στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο ΚΠΙΣΝ, μετά τις sold-out παραστάσεις τον Φεβρουάριο του 2020 που διακόπηκαν ξαφνικά λόγω της πανδημίας.

Ένα από τα πιο περίτεχνα μιούζικαλ όλων των εποχών που μάς καλεί να χαθούμε σε ένα δάσος επιθυμιών και ευχών παρέα με τους ήρωες των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, του Σαρλ Περρώ και της κουλτούρας του Ουωλτ Ντίσνεϋ, το οποίο εξελίσσεται με έναν εντελώς απρόβλεπτο και συναρπαστικό τρόπο, ακριβώς όπως και η ζωή. Τη μουσική διεύθυνση και διδασκαλία έχει αναλάβει ο αρχιμουσικός Στάθης Σούλης, τη σκηνοθεσία και τη μετάφραση υπογράφει ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος, ενώ η απόδοση των στίχων είναι της Τζούλιας Διαμαντοπούλου. Συμμετέχει ένα εξαιρετικό καστ διακεκριμένων ηθοποιών και τραγουδιστών, συνοδευόμενο στο πιάνο από τον Χρήστο Σακελλαρίδη και στα κρουστά από τους Θοδωρή Βαζάκα και Κώστα Σερεμέτη.

Η Νάντια Κοντογεώργη μίλησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και την Νάντια Μπακοπούλου για το «Into the Woods», ένα παραμύθι ενηλικίωσης γεμάτο συναρπαστικές μελωδίες, συνεχείς ανατροπές, αφοπλιστικό χιούμορ και υποβλητική ατμόσφαιρα.

-Το «In To the woods» είναι ένα παραμύθι για ενήλικες;

Είναι ένα παραμύθι το οποίο όμως αντί για επιμύθιο έχει απομυθοποίηση και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στο έργο των Σόντχαϊμ και Λαπάιν. Αρχικά σου δείχνει το πόσο πιο όμορφο μπορεί να γίνει ένα παραμύθι σε μιούζικαλ και μετά αρχίζει και δίνει ενήλικη εξέλιξη. Μάς ενημερώνει ότι στα παραμύθια μετά το happy end υπάρχει μια πραγματικότητα, οπότε δεν ξέρω τί σημαίνει happy end στα αλήθεια. Πάντα μιλάμε για τις επόμενες ώρες προφανώς. Μετά δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τίποτα. Οπότε δίνει μια ενήλικη εξέλιξη στα πράγματα καθιστώντας τα πραγματικά. Γιατί οι πραγματικές ζωές έχουν και παραμυθένιες στιγμές, αλλά και στιγμές ρεαλισμού, πιθανώς τραγωδίας, μεγαλείου και ονείρου.

Είναι μία υπέροχη συγκυρία το ότι ανεβαίνει αυτό το μιούζικαλ και με αυτούς τους όρους από την Εθνική Λυρική Σκηνή με ανθρώπους από τους χώρους και του λυρικού τραγουδιού και του θεάτρου. Ο Σόντχαϊμ ειδικά, απαιτεί και υποκριτική δεινότητα αλλά και υψηλό επίπεδο μουσικότητας και τραγουδιστικής τεχνικής. Δεν είναι τυχαίο ότι όσες φορές έχουν ανέβει έργα του είναι είτε από την ΕΛΣ είτε από το Φεστιβάλ Αθηνών. Συνεπώς όσον αφορά το καλλιτεχνικό κομμάτι είμαστε όλοι τρισευτυχισμένοι γιατί αναγνωρίζουμε ο ένας στον άλλον τη σημασία του να μπορείς να έχεις καλλιτεχνικούς συνομιλητές με κοινές αναφορές, το οποίο από μόνο του δημιουργεί μία σύνδεση. Ο κώδικας που έχει δοθεί εξαρχής στην παράσταση από τον Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνο, είναι ότι είμαστε «σκανταλιάρικα παιδιά» που αποφασίζουν να δημιουργήσουν παραμύθια, ωστόσο αυτή η σκανταλιά ενυπάρχει και στην πραγματική σχέση μας. Όλοι περιμέναμε εναγωνίως να ξεκινήσει η παράσταση γιατί για εμάς είναι σκέτη απόλαυση.

-Εσείς ερμηνεύετε την κακιά μάγισσα, η οποία εντέλει δεν είναι και τόσο.. κακιά και στο έργο δικαιώνεται.

Είναι επίσης και πάρα πολύ δίκαιη και αυτό την καθιστά κακιά στα μάτια των άλλων γιατί μπορεί να δει τα πράγματα καθαρά. Επίσης γίνεται κακιά γιατί θέλει να προστατεύσει την κόρη της με έναν τρόπο που για το σκεπτικό της είναι ο σωστός. Δηλαδή ακολουθεί ένα σκληρό παιδαγωγικό σύστημα στο οποίο κυριαρχεί ο απόλυτος έλεγχος και η πειθαρχία. Και όλο αυτό το κάνει από φροντίδα, νοιάξιμο και αγάπη αλλά και από τεράστιο φόβο ακριβώς επειδή γνωρίζει καλά την ανθρώπινη φύση και το κακό που μπορεί να προκαλέσει. Όμως ο χαρακτήρας της έχει και φωτεινά στοιχεία. Δεν θα αδικήσει κανέναν, δεν θα πει ψέματα.

Παρά το αρχέτυπο της κακιάς μάγισσας, είναι μία προσωπικότητα της οποίας μπορείς να της δικαιολογήσεις συμπεριφορές και έχει πολύ ανθρώπινες και συμπαθητικές στιγμές. Εγώ την έχω αγαπήσει πολύ και επίσης βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον το γεγονός ότι μου δίνεται η δυνατότητα να ερμηνεύω επί σκηνής έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει και ιδιαίτερη ενσυναίσθηση, την έχει μόνο στη σχέση που έχει με την κόρη της. Δεν την ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των άλλων. Πολλοί άνθρωποι το κουβαλούν αυτό στη ζωή τους.

Βούτηξα λοιπόν μέσα σε αυτόν τον ρόλο με πολλή χαρά, αθωότητα και λαχτάρα γιατί πραγματικά ήθελα να δω πώς είναι να το βιώνει κανείς αυτό. Και η αλήθεια είναι ότι έχει μία τρομερή ελευθερία μέσα του. Φυσικά, σε καθιστά άκαμπτο και σκληρό γι’ αυτό και η ίδια η μάγισσα στο τέλος αυτοκαταστρέφεται. Όμως το να το βιώνεις έστω και για λίγο στη σκηνή έχει μία γοητεία.

-Στο πρώτο του ανέβασμα το 2020, το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία πριν διακοπεί από το lockdown. Έχουν γίνει αλλαγές σε σχέση με την πρώτη εκδοχή;

Σε αυτήν την εκδοχή μπήκαν μέσα στο πρότζεκτ νέες υπάρξεις που έκαναν διαφορά στο συλλογικό δυναμικό, επίσης και εμείς τέσσερα χρόνια μετά είμαστε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Στους γονείς μου που είναι οι πιο αυστηροί κριτές και είχαν έρθει και στο πρώτο ανέβασμα, η εκδοχή αυτή τους άρεσε ακόμα περισσότερο. Έχουμε αλλάξει πολλά ως προς την προσέγγιση του έργου γιατί δεν παραβλέψαμε το γεγονός ότι έχουμε αλλάξει και εμείς οι ίδιοι. Έχουν παρεμβληθεί αυτά τα τέσσερα χρόνια τα οποία μας έχουν μετακινήσει όλους αρκετά.

Ακόμα και για εμάς στην παράσταση, από εκεί που η Γιγάντισσα θα μπορούσε να ήταν για παράδειγμα η κλιματική κρίση, (καθώς έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες για το ποιος είναι ο εξωτερικός παράγοντας που κάνει τους ήρωες του έργου να αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν μαζί τον κίνδυνο, βάζοντάς τους σε μία άλλη διαδικασία τρόπου αντιμετώπισης της ζωής αφού για πρώτη φορά βλέπουν τον εαυτό τους ως μέρος του συνόλου και όχι ως ιδιοτελείς προσωπικότητες), τώρα θα μπορούσε να είναι και ο covid. Έχουμε βιώσει άλλωστε το πώς είναι, να μπαίνει κανείς από τη συλλογική ανάγκη στην αλληλεγγύη αυτοματικά.

-Όταν ήσασταν παιδί διαβάζατε παραμύθια; Μεγαλώσατε με συγκεκριμένα πρότυπα;

Είχα ένα βιβλίο με κασέτα, που άκουγα ηθοποιούς να διαβάζουν τα παραμύθια. Θυμάμαι δηλαδή τη φωνή του Στέφανου Ληναίου. Ο «Μολυβένιος Στρατιώτης» και «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» με συγκινούσαν πολύ. Με τον Ντίσνεϋ δεν είχα ποτέ τρομερή σύνδεση, δηλαδή ρωτούσα τα παιδιά ποια είναι η διαφορά της Χιονάτης και της Ωραίας Κοιμωμένης. Ήταν τέτοια η ασχετοσύνη μου. Έχει όμως πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις αυτά τα παραμύθια ως ενήλικας πια. Δηλαδή με τι ιστορίες, με τι μύθους μεγαλώσαμε και πως έγιναν οι πρώτες συνάψεις στον εγκέφαλο. Εμείς μεγαλώσαμε με παραμύθια όπως η Σταχτοπούτα, η οποία επειδή ήταν ένα κορίτσι τόσο καλό που έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού και παρόλο που καταπιέστηκε και προδόθηκε και ταπεινώθηκε από τις κακοποιητικές σχέσεις εντός της οικογένειας της πάλι συμπεριφέρθηκε καλά- γιατί “έτσι πρέπει ένα καλό κορίτσι να κάνει”, βρέθηκε ένας πρίγκιπας πλούσιος και με εξουσία για να την σώσει.

Με αφορμή αυτούς τους μύθους κάνω μία παράσταση το πρωί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου με τίτλο «Τα κλειδιά- για μια δυνατή ζωή» που εμπνέεται από το γνωστό και πολυμεταφρασμένο βιβλίο θεραπευτικών ιστοριών για παιδιά και ενήλικες της Αμερικανίδας ψυχολόγου Νάνσυ Ντέιβις. Από τις ιστορίες της Ντέιβις επιλέξαμε μια που να έχει και ένα τέτοιο πρότυπο, την Πρασινοσκουφίτσα, η οποία όμως δεν την πατάει όπως η Κοκκινοσκουφίτσα με τον Κακό Λύκο γιατί έχει λάβει την αγάπη από το σπίτι της με υγιή τρόπο και ξέρει να την αναγνωρίσει. Οπότε μετά στην ενήλικη ζωή της δεν χρειάζεται να χάσει χρόνο για να καταλάβει αν ένας άνθρωπος όντως την αγαπάει και την νοιάζεται ή να παραμένει σε σχέσεις λεκτικά ή συναισθηματικά κακοποιητικές. Στις δικές μας ιστορίες η Σταχτοπούτα είναι μια γυναίκα επιτυχημένη, μορφωμένη, ανεξάρτητη οικονομικά η οποία επιλέγει να συνδιαλλαγεί με έναν άνθρωπο από τον οποίο θα ζητήσει ν’ αγαπήσει και να αγαπηθεί με όρους που εκείνη αντιλαμβάνεται την αγάπη και μέσα από τη γλώσσα που εκείνη επιλέγει να το κάνει. Αυτό για να μπορέσουμε στις επόμενες γενιές να το καταχωρίσουμε χρειάζεται ν’ αλλάξουμε και τους μύθους.

-Φεύγοντας οι θεατές από την παράσταση τί θα θέλατε να κρατήσουν;

Ο Σόντχαϊμ στο φινάλε εστιάζει πολύ στο να προσέχουμε τι ευχόμαστε, τι λέμε στα παιδιά στο να προσέχουμε τι αφήνουμε πίσω μας όσο είμαστε εδώ. Για εμένα είναι σημαντικό το πως ορίζει ο καθένας μας τον εαυτό του μέσα στο σύνολο, πως συμπεριφέρεται απέναντι σε αυτό, τι στίγμα θέλει να αφήσει η ύπαρξή του φεύγοντας. Και όχι μόνο ως προς την υστεροφημία ή την ματαιοδοξία αλλά ως προς το πως θα επηρεάσει τις ζωές των άλλων ώστε να μετακινηθούν και εκείνες ένα χιλιοστό προς το φως, την ψυχική εξέλιξη, την καθαρότητα και την αγάπη.