Μπορούμε να φανταστούμε μια Πηνελόπη που ταξιδεύει σε γη, αέρα και θάλασσα αντί να δουλεύει ημέρα και νύχτα τον αργαλειό της κλεισμένη στον βασιλικό οίκο – και επιπροσθέτως είναι άραγε δυνατόν έστω και να εικάσουμε πως η Πηνελόπη μιλάει αντί να περιμένει τον Οδυσσέα από τα δικά του ατέλειωτα ταξίδια ή να αρνείται την επιστροφή του και τον φόνο των μνηστήρων; Η Πηνελόπη δεν είναι ιστορικό πρόσωπο αλλά αλληγορία και σύμβολο: σύμβολο των νεωτερικών ιδεών για την καταπίεση της γυναίκας και των ομόλογων παθών της. Κι ένα σύμβολο, πολλώ δεν μάλλον αν προέρχεται από τα φυλλοκάρδια της επικής ποίησης και τον Όμηρο, δεν μένει αναλλοίωτο στους αιώνες αφού τα σύμβολα, απηχώντας την πραγματικότητα της εποχής τους, όταν έχουν γίνει τόσο καθολικά και διαχρονικά όπως η Πηνελόπη, όταν δηλαδή έχουν υπερβεί την εποχή τους, είναι έτοιμα να προσαρμοστούν στις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες και στον πολιτισμό των πιο διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Αυτή την παρατεταμένη διαδρομή της Πηνελόπης μέσα στον χρόνο της νεωτερικότητας θέλει να καταγράψει και να αποκαλύψει η Αγγέλα Καστρινάκη με την εκτενή μελέτη της «Μίλα, Πηνελόπη! Λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της μυθικής ηρωίδας στην Ελλάδα και τον δυτικό κόσμο από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας», που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ). Και επειδή η εκκίνηση γίνεται ακριβώς από τον 19ο αιώνα, η Καστρινάκη έχει περίπου εξαρχής τη δυνατότητα να γράψει για μια Πηνελόπη που μιλάει (από ένα σημείο και μετά στεντορείως) για όσα έχει υποστεί και εξακολουθεί επιμόνως να υφίσταται. Σε ποιον ακριβώς, μιλάει, όμως, ή μάλλον ποιος καλεί την Πηνελόπη να μιλήσει, χρησιμοποιώντας μια τόσο ηχηρή προστακτική, όπως η προστακτική του τίτλου του βιβλίου της Καστρινάκη της οποίας τον τόνο ανεβάζει στα ύψη το συνοδό θαυμαστικό; Μα, η Πηνελόπη καλείται να μιλήσει ως γυναίκα μέσα από τη γλώσσα της λογοτεχνίας (πρωτίστως), του δοκιμίου, του θεάτρου, του κινηματογράφου και των τραγουδιών, όπως την υποδέχονται εδώ και τρεις αιώνες στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και στον κόσμο. Και η Καστρινάκη, αναλαμβάνοντας δίκην σύγχρονης αοιδού τον συντονισμό, τον κάνει με μια πρωτότυπη προσέγγιση, που βάζει εξ υπαρχής στην άκρη τη σοβαροφάνεια, την επιστημονική αργκό και τη βαριά θεωρία, για να συνομιλήσει με το χιούμορ, να υιοθετήσει ένα ύφος λεπτού πειράγματος και να προσφέρει μια ευφρόσυνη περιήγηση σε κείμενα, κινηματογραφικές εικόνες και θεατρικές σκηνές, δίχως εκ παραλλήλου να εγκαταλείψει ούτε στιγμή τη φιλολογία, την πολιτική και τα κοινωνιολογικά διδάγματα των πολιτισμικών σπουδών (που εξετάζουν το καλλιτεχνικό προϊόν ανεξαρτήτως της αισθητικής τιμής την οποία μπορεί να διεκδικεί) και δίχως ακόμα να νιώσει τον παραμικρό φόβο για λεπτομερείς αντίστοιχες βιβλιογραφικές παραπομπές και θεωρητικές αναγωγές. Η Καστρινάκη φροντίζει επίσης να παρακολουθήσει την Πηνελόπη εν σχέσει προς τα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης του φεμινισμού, αποφεύγοντας ιδεολογικού και φονταμελιστικού τύπου παγίδες.
Από τον Αριστοτέλη και τον Δάντη των πολλών προηγούμενων αιώνων, που βλέπουν την Πηνελόπη σαν σκιά δίπλα στη θέση του ένδοξου ανδρός της, η Καστρινάκη θα περάσει απευθείας στα μέσα του 19ου αιώνα και στη μελέτη του F.-R. Cambouliu για τις ομηρικές γυναίκες. Στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Πολέμης και ο Κωστής Παλαμάς δεν κρύβουν τον δισταγμό τους για την Πηνελόπη (μολονότι ο Παλαμάς δεν κρύβει και τον σεβασμό του για τις ανεξάρτητες γυναικείες προσωπικότητες), συντηρώντας τις εικόνες της συζυγικής υπομονής και πίστης ή το πρότυπο της παιδαγωγού. Η στροφή ξεκινάει από τα τέλη του 19ου αιώνα και προχωρώντας εντός του 20ου. Η Πηνελόπη αποκτά τώρα πρωτοφανή θηλυκότητα τόσο στην Ευρώπη όσο και στα καθ΄ ημάς μολονότι ο αρνητισμός δεν έχει σταματήσει να την περιβάλλει. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη θα υποδείξει πρώτη μια ενεργό Πηνελόπη, με τον Νίκο Καζαντζάκη να μένει καταδικαστικός, ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο Τζέιμς Τζόις και ο Nicolas Ségur (ο δικός μας Νικόλαος Επισκοπόπουλος) δεν θα πάνε κόντρα στο ρεύμα, αν και ο πρώτος θα μοιράσει κάπως στον Οδυσσέα και την Πηνελόπη την ευθύνη για τα δεινά του βίου του συζυγικού ζεύγους. Ένα βήμα μπροστά θα δοκιμάσει η Βουλγάρα ποιήτρια Ελισαβέτα Μπαγκριάνα, αποβάλλοντας την αρχαιοελληνική αίγλη και τη μυθική ρίζα της Πηνελόπης πλην η περίοδος θα ολοκληρωθεί δίχως κανένας να έχει αμφισβητήσει, όπως σπεύδει να τονίσει η Καστρινάκη, τον θεσμό του γάμου.
Το κλίμα αλλάζει δραστικά μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φυγή και το ταξίδι της Πηνελόπης αναδύονται στην επιφάνεια. Ο συντηρητισμός, εντούτοις, δεν απομακρύνεται. Ο μύθος της Πηνελόπης, πάντως, πιάνεται από την αρχή με την ταινία «Ulisse» του Mario Camerini και με τη θεατρική εκδοχή του έργου του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη «Η σφαγή των μνηστήρων». Στο μυθιστόρημα «Η περιφρόνηση» του Αλμπέρτο Μοράβια θα φανούν η παρακμή του συζυγικής συμβίωσης και η προοπτική χωρισμού Πηνελόπης και Οδυσσέα. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο θέατρο, ο Μάριος Χάκκας στη διηγηματογραφία του και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στη μυθιστοριογραφία του θα αποτολμήσουν περισσότερα. Η Πηνελόπη των αγώνων θα προβληθεί από την Οριάνα Φαλάτσι, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη θα κάνει λόγο για τη μυστικιστική πλευρά της και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ θα δοξάσει την αγέρωχη μοναξιά της.
Στο τέλος του 20ού αιώνα ο φεμινισμός δεν μοιάζει ιδιαιτέρως διψασμένος. Η Πηνελόπη από μάχιμη εντός του οίκου της (Αχιλλέας Κυριακίδης) θα αρχίσει να περιπλανιέται στην υδρόγειο. Και μπαίνοντας στον τωρινό αιώνα, η ίδια η Καστρινάκη ως πεζογράφος, ο Βασίλης Πεσμαζόγλου με διήγημά του και ο Μίλτος Πασχαλίδης με τραγούδι του θα δώσουν στην Πηνελόπη τα φτερά για να πετάξει ψηλά. Οι Πηνελόπες γυναικών και ανδρών συγγραφέων θα φροντίσουν επιμελώς για την πολυμέρεια, την πολυμορφία και την πολλαπλότητά της ως λογοτεχνικής πηγής και ως γενικότερης πολιτισμικής κληρονομιάς. Όσο για τους μελετητές της Πηνελόπης, συνιστούν ήδη μέγα πλήθος και γίνονται απείρως πολυαριθμότεροι επί καθημερινής βάσεως.
Η νεωτερική Πηνελόπη πρώτα εγκαταλείπει τον αργαλειό της, κοιτάζοντας με καχυποψία τον άντρα της και κατόπιν τον μέμφεται για τη σφαγή της μνηστηροφονίας. Στη συνέχεια είναι έτοιμη να δοκιμάσει περίπου τα πάντα: να προκαλέσει την τύχη της ως υπάλληλος και εργαζόμενη, να επιφέρει αλλεπάλληλους οργασμούς με το πάχος και με τα μεσόκοπα χρόνια της, να πάρει τα όπλα για να πολεμήσει φαλλοκράτες και σεξιστές, να καταλήξει σεξουαλικά έκδοτη, πηγαίνοντας με όλους τους μνηστήρες, να ερωτευτεί ξένους, να επιστρέψει μετανιωμένη στην αγκαλιά και στο κρεβάτι του Οδυσσέα, να απειλήσει θεούς και δαίμονες της πολιτικής εξουσίας, να διαπλεύσει όλους τους ωκεανούς και να πετάξει σε όλους τους ουρανούς του πλανήτη, να εκλογικεύσει τη μοναξιά και να διατρανώσει την ελευθερία της, να φορέσει τις πιο αντιθετικές μάσκες και να υποδυθεί τους πλέον αναπάντεχους ρόλους. Αυτή είναι η Πηνελόπη της Αγγέλας Καστρινάκη, που κεντά (αφήνοντας εκ των πραγμάτων το κέντημα ατέλειωτο) μια μυθική και συνάμα διάπλατα ανοιχτή προς το μέλλον βιογραφία της.
Β. Χατζηβασιλείου