«Η ελληνική διασπορά έχει σημαντικές δυνάμεις υψηλής εξειδίκευσης που συνεισφέρουν είτε άμεσα είτε μέσω συνεργασιών, στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αν και η σχέση με τη διασπορά θα μπορούσε να συστηματοποιηθεί και να βελτιωθεί, κάτι που απαιτεί και θεσμικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις».
Αυτό υπογραμμίζει η διευθύντρια και προεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) Βασιλική Γεωργιάδου σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μιλώντας για το επίπεδο του ανθρώπινου κεφαλαίου στη χώρα μας και επισημαίνοντας ότι το επίπεδο της ελληνικής επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας είναι πολύ υψηλό και η ελληνική ερευνητική κοινότητα είναι και διεθνοποιημένη και ανταγωνιστική.
Γενικότερα, η κυρία Γεωργιάδου αναφέρει ότι, τα προβλήματα που απασχολούν τις μετανεωτερικές κοινωνίες είναι σύνθετα και απαιτούν τεκμηρίωση και οι πολιτικές αποφάσεις οφείλουν να στηρίζονται στη γνώση και να λαμβάνουν υπόψη τους αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Ένα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν περίοδος της πανδημίας του Covid-19. Δυστυχώς, όμως, συνεχίζει η ίδια, δεν έχει επιτευχθεί η επιθυμητή μίξη των δύο χώρων, εκείνου της χάραξης πολιτικής και εκείνου της παραγωγής γνώσης. «Πρόκειται για μια διαδικασία με αρκετά ενδιάμεσα στάδια, στα οποία τα δύο μέρη χρειάζεται να ασκηθούν προκειμένου να γίνει δυνατή μια σύνδεση», όπως σημειώνει.
Σε ό,τι αφορά στους πόρους, η κυρία Γεωργιάδου τονίζει «οι πόροι -οικονομικοί και ανθρώπινοι- συνιστούν αναγκαία παράμετρο. Η χρηματοδότηση για την έρευνα πρέπει να είναι γενναία και συστηματική. Πρόκειται για μια σημαντική επένδυση που είναι σίγουρο ότι θα αποφέρει καρπούς – είναι κάτι που η διεθνής εμπειρία το καταδεικνύει».
Ακολουθεί, αναλυτικά, η συνέντευξη της διευθύντριας και προέδρου του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) Βασιλικής Γεωργιάδου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Εύη Παπαδοσηφακη
– Κυρία Γεωργιάδου, εκτιμάτε ότι, δεδομένων των παγκόσμιων προκλήσεων και των πολλαπλών κρίσεων, είναι κατάλληλη η χρονική στιγμή για περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και επιστήμης στην Ελλάδα και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό με τον παραγωγικότερο τρόπο;
Τα προβλήματα που απασχολούν τις μετανεωτερικές κοινωνίες είναι σύνθετα και απαιτούν τεκμηρίωση. Είναι γενική η αναγνώριση, ιδίως σε επίπεδο ΕΕ, ότι οι πολιτικές αποφάσεις οφείλουν να στηρίζονται στη γνώση και να λαμβάνουν υπόψη τους αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Αυτό το είδαμε την περίοδο της πανδημίας του Covid-19, οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της οποίας στηρίζονταν στη λογική της χάραξης πολιτικής με βάση την τεκμηριωμένη ενημέρωση και πληροφόρηση. Δυστυχώς, όμως, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η επιθυμητή μίξη των δύο χώρων, εκείνου της χάραξης πολιτικής και εκείνου της παραγωγής γνώσης. Πέραν του ελλείμματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χώρων που δυσκολεύει τη μεταξύ τους σύνδεση, είναι από μόνη της δύσκολη η μετουσίωση της γνώσης σε στοιχείο της πολιτικής απόφασης. Πρόκειται για μια διαδικασία με αρκετά ενδιάμεσα στάδια, στα οποία τα δύο μέρη χρειάζεται να ασκηθούν προκειμένου να γίνει δυνατή μια σύνδεση.
– Υπάρχει πληθώρα ιδρυμάτων που παρέχουν επιστημονική τεκμηρίωση στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Όμως, οι υπεύθυνοι ακολουθούν τις συμβουλές που προέρχονται από απρόσωπους επιστημονικούς οργανισμούς ή επιλέγουν να εμπιστευτούν προσωπικούς συμβούλους και εμπειρογνώμονες του επιτελείου τους;
Είναι θετικό η πολιτική και οι πολιτικοί να χρησιμοποιούν συμβούλους και εμπειρογνώμονες που οι ίδιοι έχουν επιλέξει και τους οποίους προφανώς εμπιστεύονται περισσότερο από ό,τι τους ανεξάρτητους επιστήμονες. Αν η επιλογή τους αυτή όμως γίνεται πρωτίστως με κομματικά και ιδεολογικά κριτήρια, τότε αλλοιώνεται ο βασικός στόχος μιας τέτοιας διεργασίας που είναι να μπολιαστεί η πολιτική απόφαση με την τεκμηριωμένη γνώση και όχι μια πολιτική απόφαση να δικαιολογηθεί εκ των υστέρων με τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στις διαθέσεις και προτιμήσεις της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος που προσφέρει στήριξη στους κυβερνώντες.
– Η χώρα διαθέτει το απαραίτητο ανθρώπινο κεφάλαιο προκειμένου να παράξει την απαραίτητη τεκμηρίωση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις;
Θεωρώ πως ναι. Το επίπεδο της ελληνικής επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας είναι πολύ υψηλό και έχουμε πολύ καλά σκορ σε ποιοτικούς δείκτες διεθνώς. Η ελληνική ερευνητική κοινότητα είναι διεθνοποιημένη, ανταγωνιστική και μετέχει των διεθνών δικτυώσεων. Υπάρχουν πολλά ερευνητικά ινστιτούτα που ασχολούνται με την ανάλυση πολιτικών και την παροχή τεκμηριωμένων προτάσεων για μεταρρυθμίσεις. Επίσης, υπάρχουν πολλοί δημόσιοι λειτουργοί με υψηλά προσόντα. Να σημειωθεί επίσης ότι και η ελληνική διασπορά έχει σημαντικές δυνάμεις υψηλής εξειδίκευσης που συνεισφέρουν είτε άμεσα είτε μέσω συνεργασιών στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αν και εδώ η σχέση με τη διασπορά θα μπορούσε να συστηματοποιηθεί και να βελτιωθεί, κάτι που απαιτεί και θεσμικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις.
– Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης εκτιμάτε ότι αποτελούν πρόκληση για το ελληνικό οικοσύστημα επιστημονικής τεκμηρίωσης στην χάραξη πολιτικής;
Δεδομένου ότι συχνά απαιτούνται και εμπειρογνωμοσύνη και πολιτικές απαντήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα για σύνθετα προβλήματα και πιεστικές καταστάσεις, αυτές οι συγκεκριμένες καταστάσεις, μπορούν να καταστούν, ταυτόχρονα, και ευκαιρία για τον επανασχεδιασμό δομών και μηχανισμών με στόχο την προσέγγιση της επιστήμης με την πολιτική με ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο;
Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης αποτελούν πρόκληση για το ελληνικό οικοσύστημα επιστημονικής τεκμηρίωσης στην χάραξη πολιτικής. Αυτές οι καταστάσεις απαιτούν γρήγορες και τεκμηριωμένες αποφάσεις για την αντιμετώπιση σύνθετων και πιεστικών προβλημάτων. Ωστόσο, οι ίδιες καταστάσεις μπορούν επίσης να αποτελέσουν ευκαιρία για την ενίσχυση της σχέσης μεταξύ επιστήμης και πολιτικής επιταχύνοντας τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας, όπως έγινε στη διάρκεια της πανδημίας, στο πλαίσιο της οποίας πολιτική και εμπειρογνωμοσύνη ήρθαν εγγύτερα. Βέβαια και το αντίθετο μπορεί να συμβεί όταν η επιστήμη και η έρευνα επιτύχουν μια άμεση επαφή με την κοινωνία και όταν το μήνυμα που εκπέμπτεται βρίσκεται σε απόσταση ή και σε διάσταση από εκείνο που θέλουν να περάσουν οι πολιτικοί ιθύνοντες, τότε αυτό μπορεί να δημιουργήσει φόβους στην πολιτική σκηνή και να διεγείρει τα αντίστροφα αντανακλαστικά φέροντας τους δύο χώρους σε διάσταση ή και σε σύγκρουση. Το παράδειγμα της σύγκρουσης του Ντόναλντ Τραμπ, τότε προέδρου των ΗΠΑ, με τον κορυφαίο επιστήμονα Δρ. ‘Αντονι Φάουτσι είναι χαρακτηριστική μιας τέτοιας περίπτωσης.
– Οι πόροι αποτελούν ουσιαστική παράμετρο;
Οπωσδήποτε οι πόροι -οικονομικοί και ανθρώπινοι- συνιστούν αναγκαία παράμετρο. Η χρηματοδότηση για την έρευνα πρέπει να είναι γενναία και συστηματική. Πρόκειται για μια σημαντική επένδυση που είναι σίγουρο ότι θα αποφέρει καρπούς – είναι κάτι που η διεθνής εμπειρία το καταδεικνύει. Η δημιουργία του ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας) που ιδρύθηκε μεσούσης της οικονομικής κρίσης (το 2016) και έκτοτε στηρίζει την έρευνα και τους ερευνητές, στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, τους υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες, αποτελεί μια κομβική απόφαση και ενέργεια πολιτικής που δίνει ερευνητική εμπειρία και πόρους στην επιστημονική και ερευνητική κοινότητα καταδεινύοντας τη σημασία της επένδυσης στον τομέα της έρευνας με δημόσιους πόρους.
– Με ποιες δράσεις ασχολείται αυτό το διάστημα το ΕΚΚΕ; Ποιοι είναι οι στόχοι για το μέλλον;
Το ΕΚΚΕ υλοποιεί πλήθος ερευνητικών έργων στους θεματικούς άξονες που είναι άξονες αιχμής για την κοινωνική έρευνα: Τα ζητήματα της μετανάστευσης, εργασιακά ζητήματα, κοινωνικής οικονομίας, φτώχειας και νέων μορφών της, νέων τεχνολογιών και τεχνιτής νοημοσύνης, ζητήματα φύλου, κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων και κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, είναι μερικοί από τους κεντρικούς θεματικούς άξονες που κινείται ερευνητικά το ΕΚΚΕ.
Στην παρούσα φάση υλοποιεί, μάλιστα με συντονιστικό ρόλο, ένα μεγάλο έργο (το JustReDi – https://www.justredi.gr/ ) με εταίρους άλλα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια της χώρας, που στον πυρήνα του έχει το θέμα της πράσινης και της τεχνολογικής μετάβασης και των κοινωνικών συνεπειών αυτών των δύο μεταβάσεων σε επίπεδο χώρας συνολικά και περιφέρειας πιο εστιασμένα. Επίσης, σε εξέλιξη βρίσκεται ο 11ος γύρος της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (European Social Survey/ESS, https://www.europeansocialsurvey.org/), που είναι η μεγαλύτερη συγκριτική έρευνα που υλοποιείται στην Ευρώπη, ανά δύο χρόνια, και η οποία αποτελεί το κατεξοχήν εργαλείο για τη χάραξη τεκμηριωμένης πολιτικής στην ΕΕ και στις χώρες που μετέχουν στην υλοποίηση της ESS. Σε αυτή τη συγκυρία αναζητούμε ως ΕΚΚΕ τρόπο και κυρίως πόρους έτσι ώστε η χώρα, δια του ΕΚΚΕ, παραμείνει στην κοινοπραξία των ευρωπαϊκών χωρών που υλοποιούν την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα. Ελπίζουμε να τα καταφέρουμε και να συνεχιστεί η συμμετοχή της χώρας στην υλοποίηση της συγκεκριμένης συγκριτικής (σε σύνολο 30 χωρών) έρευνας. Επιπλέον, το ΕΚΚΕ δίνει ιδιαίτερη σημασία στις ερευνητικές υποδομές συντονίζοντας τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη υποδομή για τις κοινωνικές επιστήμες που είναι το SO.DA.NET (https://www.ekke.gr/services/data-repository ). To SO.DA.NET. φιλοξενεί δεδομένα ποσοτικών ερευνών και ποιοτικών ερευνών, πολυδιάστατους πίνακες, πακέτα μεταδεδομένων και τεκμήρια που προσφέρονται ελεύθερα για μακροπρόθεσμη χρήση και διάχυση προς τρίτους για δευτερογενή χρήση και ανάλυση. Το SO.DA.NET. μπορεί να αξιοποιηθεί από οργανισμούς και δίκτυα ενημέρωσης, που αναζητούν δεδομένα και υλικό για να τεκμηριώσουν τη δική τους έρευνα. Εξάλλου το ΕΚΚΕ δραστηριοποιείται και στην κατεύθυνση της επαλήθευσης των ειδήσεων μέσω του ερευνητικού του έργου Check4Facts (https://check4facts.gr/). Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω την εκδοτική δραστηριότητα του ΕΚΚΕ, με προμετωπίδα την Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών (https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke) που αποτελεί το παλιότερο και εγγυρότερο επιστημονική περιοδικό για τις κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα.