Η έμφυτη ευγένεια, η σεμνότητα, η διακριτικότητα και το υψηλό αίσθημα ευθύνης, δεν ταιριάζουν εύκολα με τον χώρο του θεάματος και ειδικά με το σινεμά. Πόσο δε μάλλον όταν τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι εμφανή ακόμη και στον καθρέφτη της Αντιγόνης Βαλάκου, της «θεατρίνας», όπως προτιμούσε να την αποκαλούν. Μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας στη θεατρική τέχνη, που πίσω από τον εύθραυστο χαρακτήρα στο σανίδι ή στα κινηματογραφικά πλατό, αναδείκνυε τον δυναμισμό της, τις αισθητικές απαιτήσεις της, διεκδικώντας την καλλιτεχνική ποιότητα, ακόμη και κόντρα στην εμπορικότητα ή την εύκολη δημοφιλία.
Η Αντιγόνη Βαλάκου, προσπαθούσε συνεχώς να βελτιώνει το πηγαίο ταλέντο της, αξιοποιώντας τον μελωδικό λόγο της, τη σεμνή παρουσία της, τη δραματική μορφή της, εμπλουτίζοντας τις δραματικές πτυχές των ρόλων της, βάζοντας σχεδόν επώδυνα στο πετσί της τους χαρακτήρες είτε στην ελληνική τραγωδία, είτε στο ξένο δραματικό ή ελληνικό ρεπερτόριο.
Πριν από δέκα χρόνια, στις 12 Νοεμβρίου του 2013, η Αντιγόνη Βαλάκου θα έφευγε από τούτο τον μάταιο κόσμο, αφήνοντας πίσω της τις λιγοστές αλλά ξεχωριστές εμφανίσεις της στη μεγάλη οθόνη και την θεατρική παρακαταθήκη της, την αύρα μίας τεράστιας θεατρίνας, όταν έπρεπε να αναμετρηθεί με ιερά τέρατα και σε έναν χώρο ιδιαίτερα κλειστό, απαιτητικό που δεν χαριζότανε σε αποτυχίες.
Από την φτώχεια στον Βεάκη
Γεννημένη στην Καβάλα στις 24 Μαρτίου του 1930, θα έχει δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, μέχρι να εγκατασταθεί, με την οικογένειά της, στην Αθήνα σε ηλικία 16 χρόνων. Το πάθος της για την ηθοποιία ήταν τόσο μεγάλο, που πριν τελειώσει το σχολείο, φοίτησε ταυτόχρονα και στο «Θεατρικό Σπουδαστήριο» του σημαντικού θεατράνθρωπου Βασίλη Ρώτα, ενώ το 1949 άρχισε και τις πρώτες εμφανίσεις στον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη στο έργο «Νυφιάτικο τραγούδι». Το πηγαίο ταλέντο της αναγνωρίστηκε άμεσα και θα την καλέσει στον θίασό της η Κυρία Κατερίνα και λίγο μετά ο θίασος Μανωλίδου – Αρώνη – Χατσίσκος, για να διακριθεί ως ενζενί.
Τα επόμενα χρόνια θα συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, όπου υποδύθηκε σημαντικούς ρόλους σε έργα, όπως «Χειμωνιάτικο παραμύθι», του Σαίμπηρ, «Δρόμος του Ποταμιού» του Μπέρναρντ Σο και «Κολόμπ» του Ανουίγ, ενώ το 1955 θα ερμηνεύσει την Οφηλία στον «Άμλετ», συνεργαζόμενη με το Θέατρο Εθνικού Κήπου.
Αν και είχε κάνει τις πρώτες της εμφανίσεις στον κινηματογράφο, ο οποίος δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στους θεατρικούς κόλπους εκείνη την εποχή, θα συνεχίσει να παίζει στο απαιτητικό Εθνικό Θέατρο, γνωρίζοντας την επιτυχία ως Μαίρη Ουόρεν, στη «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλερ ή ως Ισμήνη, στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Τεράστιες επιτυχίες έκανε και στο θέατρο Μουσούρη και ειδικά ως «Άννα Φρανκ», στο ομώνυμο έργο.
Οι ουρανοί είναι… δικοί της
Το 1952 θα την δει σε κάποια παράσταση ο Ντίνος Δημόπουλος και θα την πάρει από το χέρι για να την πάει στον Φίνο. Θα πρωταγωνιστήσει πριν γίνει 23 χρόνων στο συμπαθητικό, ρομαντικό μελόδραμα, «Οι Ουρανοί Είναι Δικοί μας», του Δημόπουλου, δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Το 1955 θα πρωταγωνιστήσει στο βουκολικό δράμα «Γκόλφω», σε σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου, μια εισπρακτική επιτυχία, η οποία θα την καταστήσει αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια. Το 1957, θα συμπρωταγωνιστήσει σε μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες, το συγκινητικό «Αμαξάκι», για την Ελλάδα που χάνεται, δίπλα στον τεράστιο Ορέστη Μακρή, τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Στέφανο Στρατηγό, ερμηνεύοντας τον ρόλο μιας ορφανής, αθώας κοπέλας, ερωτευμένης που παρασύρεται από τα ωραία λόγια και τα συναισθήματά της.
Και Αρετούσα και Ιφιγένεια
Ωστόσο, η Βαλάκου δεν έχει σταματήσει στιγμή από το θεατρικό σανίδι. Το 1958 θα τιμηθεί με το Βραβείο Μαρίκα Κοτοπούλη, ενώ την ίδια χρονιά θα συγκροτήσει δικό της θίασο. Θα παίξει συνολικά σε περισσότερα από 120 θεατρικά έργα, παραδίδοντας μαθήματα υποκριτικής δεινότητας ως Μαρία Στιούαρτ, Έντα Γκάμπλερ, Ιουλιέτα, Μπερνάρντα Άλμπα, Αρετούσα. Παράλληλα θα τιμήσει και το αρχαίο ελληνικό θέατρο ως Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Κασσάνδρα και πολλούς άλλους ρόλους, που θα μείνουν ανεξίτηλοι στη μνήμη όσων τους παρακολούθησαν.
Αγαπούσε και παρατηρούσε τους ανθρώπους
Η Αντιγόνη Βαλάκου, μπορεί να μην είχε το απαραίτητο επιδερμικό σεξαπίλ για μια ενζενί, διέθετε όμως κάτι το αέρινο, μια εσωτερική δύναμη, μια εκφραστικότητα, μία ελκυστικότατη αθωότητα, μια κρυμμένη ορμή, που μπορούσε να μεταδώσει και να περάσει στον θεατή στο θέατρο και στο σινεμά, παρά τις περιορισμένες δυνατότητές του. Με μεγάλη παιδεία, η Βαλάκου ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τους ανθρώπους και όπως είχε εξομολογηθεί της άρεσε να παρατηρεί τους καθημερινούς ανθρώπους, τις συμπεριφορές τους τις αντιδράσεις τους, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που μπορούν να συνδέσουν την υποκριτική με την πραγματικότητα, αλλά και τα όνειρα που είναι απαραίτητα τόσο για τη ζωή όσο και για την τέχνη.
Χαμένα Όνειρα
Το 1961 θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στο ενδιαφέρον φιλμ «Χαμένα Όνειρα», σε ένα από τα λιγοστά δράματα του Αλέκου Σακελλάριου, που υπέγραψε και το σενάριο, μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο (από δικό τους θεατρικό έργο). Μια ιστορία για αυτό που λέει και ο τίτλος της ταινίας, με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, να βλέπει να περνά η ζωή από μπροστά του, διαψεύδοντας τις προσδοκίες του και παραμένοντας στη μιζέρια, μη μπορώντας να αλλάξουν τη μοίρα τους. Αν ο Σακελλάριος δεν υπέκυπτε στην ευκολία κάποιων μελοδραματισμών και ορισμένων δραματικών ή κωμικών κλισέ, ίσως να είχε κάνει την καλύτερη ταινία του. Αντιθέτως, οι δυο πρωταγωνιστές και ειδικά η Βαλάκου δεν θα παραδοθούν στους μελοδραματισμούς και θα κρατήσουν το ενδιαφέρον της ταινίας ως το τέλος.
Σεμνή για πάντα
Θα ακολουθήσουν δυο δραματικές ταινίες του Νέστορα Μάτσα («Αθώα ή Ένοχη;» και «Ο Μετανάστης»), που με δυσκολία μπορούμε σήμερα να θυμηθούμε, παρά τα ευπρόσωπα καστ, ενώ θα εμφανιστεί για τελευταία φορά στο σινεμά, σε μία ταινία μικρού μήκους, «Το Νανούρισμα», του Βαγγέλη Καλαμπάκα, αποδεικνύοντας ότι είχε τόλμη και κουράγιο, αλλά και απεριόριστη εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους.
Η σεμνότητά της την ακολούθησε και στην προσωπική της ζωή. Δεν απασχόλησε ποτέ τον Τύπο, ενώ στα ψιλά πέρασε ακόμη και ο γάμος της με τον χειρουργό Αντώνη Τόμπλερ το 1960. Ένας γάμος που θα σβήσει αθόρυβα έπειτα από λίγα χρόνια, καθώς συνοδεύτηκε και από την απώλεια ενός παιδιού.
Η Αντιγόνη Βαλάκου, που υπήρξε καθηγήτρια υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από το 1982 έως το 2007, μεταδίδοντας τις γνώσεις της στα νέα παιδιά, που αγαπούσε σαν δικά της, θα λάβει ακόμη μία τιμητική διάκριση, καθώς το Θέατρο Παλλάς στην Καβάλα θα μετονομαστεί σε Θέατρο Αντιγόνης Βαλάκου.
Συμφιλιωμένη με τον θάνατο, θα αφήσει, ήσυχα, την τελευταία της πνοή σε ηλικία 83 χρόνων, στον Ευαγγελισμό, όπου νοσηλευόταν, αφήνοντάς μας ως παρακαταθήκη πέρα από την ερμηνευτική της δεινότητα, αξίες όπως η ευγένεια, η ταπεινότητα, την αγάπη για τους ανθρώπους.
Χ. Αναγνωστάκης